"Γ: [...] Είχαμε συλλάβει τρεις γυναίκες οι οποίες ήτανε λες και είχανε βγει από τα καλλιστεία. Πανέμορφες γυναίκες με τακούνια, δηλαδή φαινότανε ότι δεν είχανε περπατήσει καθόλου. Προφανώς περιμένανε κάποιους να έρθουν να τις πάρουνε και έτυχε να τις βρούμε εμείς. Αυτό που ακολουθούσε είναι αυτό που σου έλεγα. Τους πηγαίναμε στο φυλάκιο, όπου κάνανε όλες τις δουλειές. Άγραφος νόμος... Υπήρχανε και βιασμοί. Αυτές τις τρεις κοπέλες για παράδειγμα τις κατεβάσανε στο λόχο και έμαθα ότι τις είχανε βάλει στις τουαλέτες που πηγαίνανε οι φαντάροι, τις είχανε κλειδώσει εκεί μέσα και κάποιοι το βράδυ... πηγαίνανε και – τώρα δεν ξέρω τι ακριβώς κάνανε, αλλά είχα μάθει ότι είχε γίνει ιστορία. Αυτό ήτανε το καθεστώς σε όλα τα φυλάκια. Στα οποία δεν είχε πέσει κάποια γραμμή από το στρατό επίσημα ότι αν αντιληφθούμε κάτι, ότι οι στρατιώτες φέρονται άσχημα και τέτοια πράγματα, ότι θα φάει ποινές και τέτοια. Ήταν σα να σου έλεγε ο διοικητής σου ότι κάν’το. Συνήθως αυτό λέγανε. Ή ότι, «μην τους λυπάσαι», ότι «όπου τους βρείτε γαμήστε τους»... κανονικά, τέτοια λέγανε. Οι πιο βάρβαρες συνθήκες ήτανε στο λόγο, έτσι; Που ήτανε ένα μπουντρούμι...
Π: Απ’ ό,τι καταλαβαίνω ήταν κάτι σαν κρατητήριο, έτσι;
Γ: Ήταν το κεντρικό, δηλαδή όσους μαζεύανε τα φυλάκια, τους κρατάγανε σε ένα μπουντρούμι που ήτανε γύρω στα πέντε επί πέντε. Εμένα ας πούμε το ταβάνι μου έφτανε μέχρι τον ώμο. Δηλαδή καθόσουνα σκυφτός εκεί μέσα, δεν μπορούσες να καθίσεις όρθιος και συν τοις άλλοις ήταν γύρω γύρω και σαν καταψύκτης. Είχε πιάσει πάγο. Τρεις μήνες το χρόνο είχε μόνιμα πάγο εκεί μέσα. Εκεί μέσα στοιβάζονταν... τι να σου πω; Έτσι όπως το φαντάζομαι εγώ, δέκα άτομα χωράνε-δε χωράνε. Εκεί μέσα βάζανε γύρω στα... εξήντα; Ο ένας πάνω στον άλλο. Και κάθε Παρασκευή πέρναγε η κλούβα της αστυνομίας. Αυτές ήταν οι συνθήκες. Καθόντουσαν μια βδομάδα εκεί μέσα και βγαίνανε για περίπου μισή ώρα με είκοσι λεπτά την ημέρα έξω. Τους βγάζαμε στον ήλιο. Είτε για να κατουρήσουν, να πάνε να κάνουν την ανάγκη τους οι άνθρωποι. Παράλληλα γι’αυτούς ήταν η ώρα του φαγητού. Όπως και για μας ήταν η ώρα του φαγητού. Και χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι ήτανε μια Κυριακή που στο λόχο –είχα κάτσει δυο βδομάδες στο λόχο- είχαμε μπριζόλα. Καθόμουνα στο εστιατόριο και έτρωγα. Και έβλεπα το σκοπό που άνοιγε την πόρτα για να βγουν έξω από το μπουντρούμι οι Αλβανοί. Και είχαμε ένα σκύλο απ’ έξω δεμένο, ένα λυκόσκυλο, που έτρωγε μπριζόλες. Και οι Αλβανοί τρώγανε ψωμί σκέτο. Και το είδα αυτό το πράγμα από μέσα και τρελάθηκα. Και πήρα το φαΐ μου όπως ήμουνα, βγήκε έξω και το έδωσα. Στους Αλβανούς. Με είδε ο λοχαγός, ήτανε στο δικό του το σπιτάκι, εκεί που έμενε, και ήρθε τρέχοντας. Και κλώτησε το δίσκο. Τον κράταγε τον δίσκο ένας Αλβανός και του τον κλώτσησε από τα χέρια, έπεσε η μπριζόλα κάτω και την έφαγε κι αυτή ο σκύλος. Και οι Αλβανοί κοιτάγανε που έτρωγε ο σκύλος την μπριζόλα. Και μένα μου έριξε δέκα μέρες φυλακή με χριστοπαναγίες, «είσαι μαλάκας κι αυτά που κάνεις είναι μαλακίες» και τέτοια. «Αυτοί είναι ζώα»... και πάει λέγοντας. [...]"
____________
-*-