[Εψιλον, 1/8/10]
Η τελευταία αφορμή για όσα έγιναν πριν από λίγους μήνες στην πλατεία Εξαρχείων δόθηκε ένα βράδυ, όταν χρήστες και διακινητές ναρκωτικών ουσιών στην πλατεία, «πρεζάκια» και «βαποράκια» δηλαδή, κυνήγησαν μια κοπέλα να της πάρουν την τσάντα. Την επομένη, στις 13 Μαΐου, ο Αχιλλέας Σεβαστόπουλος, ιδιοκτήτης τριών εστιατορίων που βρίσκονται λίγο πιο πέρα, έφερε στην πλατεία μια μικροφωνική εγκατά- σταση και, όπως σχεδίαζε μέρες αλλά ούτε ο ίδιος πίστευε πως θα κάνει, άρχισε να μιλάει στους χρήστες και τους διακινητές.
«Είμαστε μαζί σας», τους είπε. «Δεν πολεμάμε τους αρρώστους. Πολεμάμε την αρρώστια. Τέρμα το εμπόριο. Διακινητές και διακινήτριες της πρέζας, σας παρακαλούμε. Αφήστε τη γειτονιά μας. Είκοσι πέντε χρόνια σάς φιλοξενούσαμε. Φιλοξενήστε μας κι εσείς στην πλατεία μας». Εβαλε ένα τραγούδι του Ξυλούρη, από το μοναδικό σιντί που είχε μαζί του, και συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Ετρεξαν κοντά του δυο τρεις καταστηματάρχες της πλατείας. Με τον Πέτρο Κουτσούμπα, ιδιοκτήτη μπαρ, διαμόρφωσαν τα τελικά κείμενα. Μίλησαν για τον ΟΚΑΝΑ, ότι λύση δεν είναι να φύγει, αλλά να λειτουργήσει σωστά. Μίλησαν για τα οφέλη της αποποινικοποίησης της χρήσης. Είπαν ότι αποκηρύσσουν τη βία, όχι τόσο για να καθη- συχάσουν τους χρήστες και τους διακινητές, όσο για να συγκρατήσουν κάποιους θερμοκέφαλους κατοίκους, που ήταν έτοιμοι να πάρουν τα καδρόνια. Από ένα μπαλκόνι κάποιος φώναξε «όχι άλλο Ξυλούρη» κι έφεραν σιντί με Ασιμο και άλλα, πιο ροκ κομμάτια (ίσως και Σιδηρόπουλο, σε ένα κάπως ειρωνικό γύρισμα της ιστορίας). Κι έμειναν εκεί αποφασισμένοι, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, από το πρωί στις 9 μέχρι τα μεσάνυχτα, να μιλούν στους χρήστες και να δείχνουν τους διακινητές με το δάχτυλο, απευθύνοντάς τους προσωπικές εκκλήσεις να φύγουν από την πλατεία.
Ύστερα από δεκαπέντε μέρες ήταν φανερό ότι θα νικούσαν. Οι περισσότεροι χρήστες και διακινητές είχαν αποχωρήσει. Κάποιοι με το καλό, άλλοι με το άγριο. Εναν διακινητή τον στρίμωξαν πέντε έξι, του πήραν τα χάπια που είχε στο μηχανάκι και του τα διέλυσαν σε νερό. Σ' έναν άλλο χρειάστηκε να του απευθύνουν το λόγο προσωπικά τέσσερις φορές πριν τους αδειάσει τη γωνιά.
Και στην πλατεία άρχισε να μαζεύεται κόσμος από τη γειτονιά. Πρώτα δυο ζευγάρια, από τρία παιδιά το καθένα, που κάθονταν να παίξουν στις κούνιες και την μπασκέτα, δώρο της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων και του Αυτοδιαχειριζόμενου Πάρκου Ναυαρίνου με αφορμή τα πρώτα γενέθλια του πάρκου τον Μάρτιο. Οι υπεύθυνοι της μικροφωνικής έφεραν κι άλλα παιχνίδια, δύο ποδοσφαιράκια, αργότερα δύο τραπέζια πινγκ πονγκ, κι ακόμη έπλυναν με χλωρίνη και απορρυπαντικά την πλατεία, ασβέστωσαν τα δέντρα και φύτεψαν καινούργια. Ο δήμος μυρίστηκε ότι κάτι κινείται και βοήθησε κι αυτός, βάζοντας κούνιες και φυτεύοντας πεύκα. Κάθε πρωί, το πότισμα, με ευθύνη των ανθρώπων της μικροφωνικής, διαρκεί τρεις ώρες.
Κι έτσι η πλατεία έγινε πάλι κέντρο δραστηριότητας, την οποία φροντίζουν να συντηρούν οι άνθρωποι και οι συλλογικότητες της περιοχής, με συνεχή παρουσία και περιφρούρηση. Τα τραπεζοκαθίσματα των καφέ γεμίζουν. Στα παγκάκια και τα πεζούλια κάθονται Ελληνες, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Μπαγκλαντεσιανοί, Σύριοι και άλλοι, κάθε ηλικίας. Ανθρωποι που απέφευγαν να διασχίσουν την πλατεία και άλλοι που έπαιζαν σ' αυτήν μικροί, τώρα την ανακαλύπτουν και πάλι. Μια οθόνη προβολής δείχνει τα βράδια Χατζηχρήστο και Βέγγο. Μετά τις συναυλίες και τις εκδηλώσεις που διοργάνωσαν συλλογικότητες της περιοχής (η Κένι Αρκανά του La Rage · ακόμη περισσότερο, οι Χάσμα, Σπυριδούλα και άλλοι σε συναυλία ενάντια στην κρατική καταστολή· ο Κωστής Μαραβέγιας· πάρτι από τον Αστέρα Εξαρχείων), κάποιοι έλεγαν συγκινημένοι ότι τόσο κόσμο στην πλατεία είχαν να δουν από τα τέλη του 1970.
Πρόκειται για το «θαύμα της πλατείας Εξαρχείων ή πώς να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας», όπως έγραψε η στήλη πόλης της «Lifo», που, κατά τα άλλα, σε αντίθεση με τις αρχές της κίνησης στα Εξάρχεια, επισημαίνει για το εμπορικό τρίγωνο πως «σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να γίνει», αν δεν φύγει ο ΟΚΑΝΑ και ουσιαστικά χαιρετίζει την αστυνόμευσή του («από κάπου πρέπει ν' αρχίσεις»).
Υπάρχουν όμως και κάποιοι που επιμένουν να κάνουν ενοχλητικές ερωτήσεις. «Σα να λέμε, σκουπίσαμε το δωμάτιο και σπρώξαμε κάτω από το χαλί ό,τι βρήκαμε», λέει μια κάτοικος της περιοχής που δεν θέλει να δημοσιευτεί το όνομά της για να μην έχει προβλήματα στη γειτονιά. «Διότι η πρέζα δεν έφυγε. Εδώ είναι. Δύο στενά παρακάτω. Και το εμπόριο και οι χρήστες. Τι αλλάζει; Οτι δεν είναι πια μέσα στα πόδια μας το νταλαβέρι;»
Είναι αλήθεια. Το εμπόριο και η χρήση ουσιών που γίνονταν στην πλατεία δεν σταμάτησαν (τα κοινωνικά φαινόμενα δεν εμφανίζονται ούτε σταματούν με θαύματα), απλώς μετατοπίστηκαν λίγο πιο κάτω, στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, ανάμεσα στο Μουσείο και το Πολυτεχνείο, και στο κομμάτι της Πατησίων μέχρι τη Στουρνάρη, επιβαρύνοντας πολύ μια ήδη επιβαρημένη περιοχή.
«Η πλατεία βέβαια αποδόθηκε στους κοινωνικούς αποδέκτες της», συνεχίζει σε ειρωνικό τόνο η κάτοικος, «στους κατοίκους και στους πέριξ καταστηματάρχες, οι οποίοι, με γεμάτα τα τραπεζάκια πλέον, αποσβένουν τα αλμυρά τέλη που πλήρωναν πάντα στο δήμο. Και όλα αυτά, χωρίς να βγουν μαχαίρια ή άλλα φονικά εργαλεία. Αυτή τη φορά, τα πρεζόνια δεν εκδιώχτηκαν βίαια, ούτε ρατσιστικά, αλλά με τη διατύπωση μιας απλής παράκλησης».
Η ειρωνεία της τελευταίας πρότασης πηγάζει από δύο σημεία: «αυτή τη φορά» και «απλή παράκληση». Γιατί άλλες φορές κάποιοι έχουν χρησιμοποιήσει μαδέρια και πέτρες, μέχρι και πιστόλια, για να διώξουν τους χρήστες και τους διακινητές από την πλατεία. (Οπως, βέβαια, όπλα και μαχαίρια έχουν χρησιμοποιήσει χρήστες και διακινητές, όχι μόνο για να αμυνθούν αλλά και για τις μικροκλοπές και τις μικροεπιθέσεις που κάνουν). Κι ακόμη, μια παράκληση να φύγεις από κάπου δεν είναι ποτέ απλή, στο βαθμό που αφήνει να εννοηθεί πως, αν αρνηθείς, αυτός που παρακαλά μπορεί και να ξεχάσει γρήγορα τους καλούς του τρόπους.
Πού σταματά λοιπόν ο αγώνας ενάντια στην πρέζα και πού αρχίζει ο φασισμός; Έχουν κάποιοι το δικαίωμα να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να διώξουν από μια πλατεία όποιον πιστεύουν ότι τους εμποδίζει να τη χρησιμοποιήσουν; Με ποιες προϋποθέσεις; Στο όνομα τίνος; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τα τελευταία χρόνια όσους δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια. Διαβάζοντας κανείς σχετικές συζητήσεις στο Διαδίκτυο, συζητήσεις έντονες και σε μεγάλη έκταση εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια, τα βλέπει να επανέρχονται ξανά και ξανά, με επιχειρήματα εκατέρωθεν.
Ενα βράδυ του Ιουλίου, συναντώ στην πλατεία Εξαρχείων τον Αχιλλέα Σεβαστόπουλο και είμαι έτοιμος να του θέσω αυτά τα ερωτήματα, αλλά δεν χρειάζεται. Τα έχει θέσει πρώτα ο ίδιος στον εαυτό του και με προλαβαίνει. «Η πλατεία είναι ανοιχτή για όλους», λέει. «Δεν μπορεί να έρχονται ένας, δυο χρήστες και να τους διώχνουμε. Αυτό είναι ρατσισμός. Δεν μπορούμε να δώσουμε δικαίωμα σε κανέναν να μας πει φασίστες, ρατσιστές ή ρουφιάνους. Είναι πολύ βαρύ, ό,τι και να 'ναι αυτός που το λέει».
Σκέφτομαι ότι κάποιοι στην πλατεία είναι έτοιμοι να κάνουν ακριβώς αυτό, να διώξουν κόσμο, έστω και με τη μέθοδο της «απλής παράκλησης». Πάλι με προλαβαίνει ο Αχ. Σεβαστόπουλος: «Ορισμένοι πιτσιρικάδες, δικά μας παιδιά, δεν λένε να το καταλάβουν. Μάλλιασε η γλώσσα μου να τους το εξηγώ. Οι χρήστες θα φύγουν μόνοι τους, τώρα που υπάρχει κόσμος στην πλατεία και δεν βρίσκουν εμπόρους, διότι δεν έχουν να πάρουν τη δόση τους από κάπου. Κι άλλωστε δεν τα βάζουμε με τους χρήστες. Κι αυτά δικά μας παιδιά είναι. Φίλοι των παιδιών μας».
Στο διπλανό κάθισμα, η Μαρία Παπαδοπούλου, η σύζυγός του, συμπληρώνει μια σκέψη που δεν έχουμε συνηθίσει ν' ακούμε απ' όσους σκίζουν τα ρούχα τους για την έξαρση της χρήσης ναρκωτικών στους δρόμους του κέντρου. «Αν πέσει το παιδί σου στην πρέζα», λέει, «είναι τυχαίο. Εμείς ως γονείς δεν κάναμε τίποτα ιδιαίτερο. Και οι γονείς παιδιών που έπεσαν στην πρέζα είναι εξαίρετοι άνθρωποι, καλλιεργημένοι. Οπότε κλονίζεσαι. Σαν τι θα τους αντιμετωπίσουμε λοιπόν αυτούς τους ανθρώπους;»
Στην παρέα προστίθεται ο Στέφανος Γαλάνης, 28 χρόνων, γεννημένος και μεγαλωμένος στα Εξάρχεια, και αναλαμβάνει να εξηγήσει την τακτική της απλής παράκλησης. «Μέχρι το χειμώνα», λέει, «που ξεκίνησαν συνελεύσεις στην πλατεία, η πλατεία δεν υπήρχε για μας. Κι έτσι δεν μιλάγαμε μεταξύ μας, δεν είχαμε σημείο επαφής. Ο καθένας προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα με τον τρόπο του. Πέντε έξι άνθρωποι προσπαθούσαν με τη βία. Υπήρχε ένας παππούς που ανέβαινε στις ταράτσες και πέταγε αβγά. Αλλος πετούσε πέτρες. Εγώ κατέβαινα με τους φίλους μου και κάναμε τους σεκιουριτάδες. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί χωρίς βία, όπως τώρα. Ξέρουμε πια πώς να μιλήσουμε. Αν έρθει κάποιος χρήστης σε καλή κατάσταση, δεν έχουμε δικαίωμα να τον διώξουμε. Αλλά αν έρθει να ψαχτεί με ουσίες και είναι χάλια, του λέμε ότι εδώ έχει μικρά παιδιά και του ζητάμε να πάει πιο κάτω. Το καταλαβαίνει και ο ίδιος και φεύγει».
Οπως και να έχει, από τον προβληματισμό αν είναι σωστό να απομακρύνεις τον οποιονδήποτε από ένα δημόσιο χώρο, ξεχωρίζει ένα επιχείρημα: οι χρήστες, την ώρα που βρίσκονται υπό την επήρεια, δεν χρησιμοποιούν την πλατεία ως χώρο ελεύθερης συνύπαρξης. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε να συνυπάρξουν με άλλους ούτε να χαρούν την ίδια την πλατεία, αλλά να εξασφαλίσουν τη δόση τους και να βυθιστούν στον κόσμο της. Χειρότερα, με ορισμένες πιθανές ενέργειές τους, όπως οι μικροεπιθέσεις και η αντικοινωνική συμπεριφορά που μπορεί να εμφανίζουν, είναι αυτοί που αποκλείουν κόσμο από την πλατεία.
Αυτό το επιχείρημα, με διαφορετική ορολογία, μου αναπτύσσει ο Νώντας Σκυφτούλης από την Αντιεξουσιαστική Κίνηση και τον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Nosotros, που συμμετέχει στις πρωτοβουλίες κατά της διακίνησης ουσιών στην πλατεία. «Είμαστε υπέρ του ελεύθερου, δημόσιου και κοινωνικού χώρου», λέει. «Αυτό σημαίνει ότι η πρόσβαση σε κάθε πλατεία, ακόμα κι όταν αυτή λειτουργεί με ένα πλαίσιο, πρέπει να είναι ελεύθερη. Οταν όμως χρησιμοποιεί την πλατεία το κύκλωμα της πρέζας, επιβάλλει δικτατορία και μετατρέπει το χώρο σε κλειστό. Γιατί η πρέζα φέρνει και τη βαρβαρότητα, τον ολοκληρωτισμό αυτής της επιλογής. Επιπλέον, η πλατεία Εξαρχείων δεν είναι γειτονιά, είναι μητροπολιτικό κέντρο. Επειδή στα μητροπολιτικά κέντρα επικρατεί στριμωξίδι, επιβιώνει κανείς με μια δυναμική διεκδίκηση του χώρου. Στην πλατεία Εξαρχείων, ο αντιεξουσιαστικός χώρος έχει μια ιστορική, βιωματική παρουσία και συνδιεκδικεί την πλατεία στο όνομα αυτής της παρουσίας, που παραμένει σήμερα ζωντανή καιδυνατή. Αντίθετα από τον Αγιο Παντελεήμονα, εδώ οι καταστηματάρχες και οι κάτοικοι έβαλαν το ζήτημα όχι στο όνομα της τάξης ή του κέρδους, αλλά στο όνομα της ελευθερίας. Δεν λειτούργησαν δηλαδή ως συντηρητικοί νοικοκυραίοι, ούτε χρησιμοποίησαν βία, αντιθέτως τάσσονται υπέρ των χρηστών και υπέρ της αποποινικοποίησης της χρήσης».
Το επιβεβαιώνουν τα λόγια της Ρίκας Ροδάκη, που λειτουργεί πρατήριο βιολογικών προϊόντων κοντά στην πλατεία και είναι μέλος της Πρωτοβουλίας Επαγγελματιών και μέλος της Συνέλευσης της Πλατείας (όπως και όλα τα μέλη συλλογικοτήτων σε αυτό το άρθρο, εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό της, όχι τις συλλογικότητες στις οποίες ανήκει): «Ολα αυτά τα χρόνια», λέει, «οι συλλογικότητες κάναμε εκδηλώσεις με τους τοξικομανείς μέσα στην πλατεία. Αυτοί που είχαμε στόχο να διώξουμε είναι οι πρεζέμποροι, όχι οι χρήστες. Και θα σου πω και το άλλο. Ρατσιστές είναι αυτοί που πίναν τον καφέ τους στο καφενείο και βλέπανε τον άρρωστο τον τοξικομανή να είναι κάτω, σε ελεεινή μορφή να χτυπάει ένεση μπροστά στα πόδια τους, και σφυρίζαν αδιάφορα. Αυτοί είναι ρατσιστές και κυνικοί απέναντι στον ανθρώπινο πόνο».
Και λοιπόν; Σταματά ο ανθρώπινος πόνος με την απομάκρυνσή του από την πλατεία; Κανείς στα Εξάρχεια δεν το ισχυρίζεται. Ολοι αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα δεν λύθηκε, μόνο μεταφέρθηκε λίγα στενά πιο κάτω. Από κάπου όμως πρέπει να αρχίσει κανείς, λένε. «Παρόλο που η εικόνα στην Τοσίτσα είναι αποκαρδιωτική, αν μπορούσα να ιεραρχήσω, θα έλεγα ότι προηγείται η πλατεία», λέει η Ελλη Μποτονάκη, μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων. Η πλατεία προηγείται, πιστεύουν οι κάτοικοι, γιατί οι γύρω δρόμοι είναι περισσότερο κατοικημένοι από τους δρόμους γύρω από την Τοσίτσα, και, κυρίως, γιατί, αντίθετα από την Τοσίτσα, λόγω της θέσης της, της ιστορίας της και της δομής της, η πλατεία λειτουργεί ως χώρος συνύπαρξης όλων των ηλικιών, των εθνικοτήτων και των ιδεολογιών. Αυτή τη συνύπαρξη απέκλειε, λένε, η τόσο μεγάλη παρουσία χρηστών και διακινητών, με τους όρους που γινόταν.
Αλλωστε, σε σχέση με τις συνήθεις μυωπικές αντιδράσεις, που αρκούνται να προτάσσουν «δραστικά μέτρα» για την απομάκρυνση της διακίνησης από τον άμεσο ζωτικό χώρο των συμφερόντων του καθενός, οι Εξαρχειώτες βλέπουν λίγο πέρα από τη μύτη τους. «Ο ΟΚΑΝΑ είναι χώρος που περιθάλπει τους αρρώστους», λέει ο Αχ. Σεβαστόπουλος. «Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε εναντίον του. Ζητάμε μόνο να μην είναι μαζεμένα όλα τα κέντρα απεξάρτησης εδώ και βέβαια να δουλεύουν μεθοδικά και σωστά, χωρίς τις ντροπιαστικές λίστες αναμονής, που φτάνουν τους τέσσερις πέντε μήνες, και χωρίς το παραεμπόριο υποκατάστατων ουσιών που γίνεται απέξω».
____________
Τριάντα χρόνια μάχες με την πρέζα
Η τελευταία αφορμή για όσα έγιναν πριν από λίγους μήνες στην πλατεία Εξαρχείων δόθηκε ένα βράδυ, όταν χρήστες και διακινητές ναρκωτικών ουσιών στην πλατεία, «πρεζάκια» και «βαποράκια» δηλαδή, κυνήγησαν μια κοπέλα να της πάρουν την τσάντα. Την επομένη, στις 13 Μαΐου, ο Αχιλλέας Σεβαστόπουλος, ιδιοκτήτης τριών εστιατορίων που βρίσκονται λίγο πιο πέρα, έφερε στην πλατεία μια μικροφωνική εγκατά- σταση και, όπως σχεδίαζε μέρες αλλά ούτε ο ίδιος πίστευε πως θα κάνει, άρχισε να μιλάει στους χρήστες και τους διακινητές.
«Είμαστε μαζί σας», τους είπε. «Δεν πολεμάμε τους αρρώστους. Πολεμάμε την αρρώστια. Τέρμα το εμπόριο. Διακινητές και διακινήτριες της πρέζας, σας παρακαλούμε. Αφήστε τη γειτονιά μας. Είκοσι πέντε χρόνια σάς φιλοξενούσαμε. Φιλοξενήστε μας κι εσείς στην πλατεία μας». Εβαλε ένα τραγούδι του Ξυλούρη, από το μοναδικό σιντί που είχε μαζί του, και συνέχισε στον ίδιο τόνο.
Ετρεξαν κοντά του δυο τρεις καταστηματάρχες της πλατείας. Με τον Πέτρο Κουτσούμπα, ιδιοκτήτη μπαρ, διαμόρφωσαν τα τελικά κείμενα. Μίλησαν για τον ΟΚΑΝΑ, ότι λύση δεν είναι να φύγει, αλλά να λειτουργήσει σωστά. Μίλησαν για τα οφέλη της αποποινικοποίησης της χρήσης. Είπαν ότι αποκηρύσσουν τη βία, όχι τόσο για να καθη- συχάσουν τους χρήστες και τους διακινητές, όσο για να συγκρατήσουν κάποιους θερμοκέφαλους κατοίκους, που ήταν έτοιμοι να πάρουν τα καδρόνια. Από ένα μπαλκόνι κάποιος φώναξε «όχι άλλο Ξυλούρη» κι έφεραν σιντί με Ασιμο και άλλα, πιο ροκ κομμάτια (ίσως και Σιδηρόπουλο, σε ένα κάπως ειρωνικό γύρισμα της ιστορίας). Κι έμειναν εκεί αποφασισμένοι, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, από το πρωί στις 9 μέχρι τα μεσάνυχτα, να μιλούν στους χρήστες και να δείχνουν τους διακινητές με το δάχτυλο, απευθύνοντάς τους προσωπικές εκκλήσεις να φύγουν από την πλατεία.
Ύστερα από δεκαπέντε μέρες ήταν φανερό ότι θα νικούσαν. Οι περισσότεροι χρήστες και διακινητές είχαν αποχωρήσει. Κάποιοι με το καλό, άλλοι με το άγριο. Εναν διακινητή τον στρίμωξαν πέντε έξι, του πήραν τα χάπια που είχε στο μηχανάκι και του τα διέλυσαν σε νερό. Σ' έναν άλλο χρειάστηκε να του απευθύνουν το λόγο προσωπικά τέσσερις φορές πριν τους αδειάσει τη γωνιά.
Και στην πλατεία άρχισε να μαζεύεται κόσμος από τη γειτονιά. Πρώτα δυο ζευγάρια, από τρία παιδιά το καθένα, που κάθονταν να παίξουν στις κούνιες και την μπασκέτα, δώρο της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων και του Αυτοδιαχειριζόμενου Πάρκου Ναυαρίνου με αφορμή τα πρώτα γενέθλια του πάρκου τον Μάρτιο. Οι υπεύθυνοι της μικροφωνικής έφεραν κι άλλα παιχνίδια, δύο ποδοσφαιράκια, αργότερα δύο τραπέζια πινγκ πονγκ, κι ακόμη έπλυναν με χλωρίνη και απορρυπαντικά την πλατεία, ασβέστωσαν τα δέντρα και φύτεψαν καινούργια. Ο δήμος μυρίστηκε ότι κάτι κινείται και βοήθησε κι αυτός, βάζοντας κούνιες και φυτεύοντας πεύκα. Κάθε πρωί, το πότισμα, με ευθύνη των ανθρώπων της μικροφωνικής, διαρκεί τρεις ώρες.
Κι έτσι η πλατεία έγινε πάλι κέντρο δραστηριότητας, την οποία φροντίζουν να συντηρούν οι άνθρωποι και οι συλλογικότητες της περιοχής, με συνεχή παρουσία και περιφρούρηση. Τα τραπεζοκαθίσματα των καφέ γεμίζουν. Στα παγκάκια και τα πεζούλια κάθονται Ελληνες, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Μπαγκλαντεσιανοί, Σύριοι και άλλοι, κάθε ηλικίας. Ανθρωποι που απέφευγαν να διασχίσουν την πλατεία και άλλοι που έπαιζαν σ' αυτήν μικροί, τώρα την ανακαλύπτουν και πάλι. Μια οθόνη προβολής δείχνει τα βράδια Χατζηχρήστο και Βέγγο. Μετά τις συναυλίες και τις εκδηλώσεις που διοργάνωσαν συλλογικότητες της περιοχής (η Κένι Αρκανά του La Rage · ακόμη περισσότερο, οι Χάσμα, Σπυριδούλα και άλλοι σε συναυλία ενάντια στην κρατική καταστολή· ο Κωστής Μαραβέγιας· πάρτι από τον Αστέρα Εξαρχείων), κάποιοι έλεγαν συγκινημένοι ότι τόσο κόσμο στην πλατεία είχαν να δουν από τα τέλη του 1970.
Πρόκειται για το «θαύμα της πλατείας Εξαρχείων ή πώς να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας», όπως έγραψε η στήλη πόλης της «Lifo», που, κατά τα άλλα, σε αντίθεση με τις αρχές της κίνησης στα Εξάρχεια, επισημαίνει για το εμπορικό τρίγωνο πως «σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να γίνει», αν δεν φύγει ο ΟΚΑΝΑ και ουσιαστικά χαιρετίζει την αστυνόμευσή του («από κάπου πρέπει ν' αρχίσεις»).
Υπάρχουν όμως και κάποιοι που επιμένουν να κάνουν ενοχλητικές ερωτήσεις. «Σα να λέμε, σκουπίσαμε το δωμάτιο και σπρώξαμε κάτω από το χαλί ό,τι βρήκαμε», λέει μια κάτοικος της περιοχής που δεν θέλει να δημοσιευτεί το όνομά της για να μην έχει προβλήματα στη γειτονιά. «Διότι η πρέζα δεν έφυγε. Εδώ είναι. Δύο στενά παρακάτω. Και το εμπόριο και οι χρήστες. Τι αλλάζει; Οτι δεν είναι πια μέσα στα πόδια μας το νταλαβέρι;»
Είναι αλήθεια. Το εμπόριο και η χρήση ουσιών που γίνονταν στην πλατεία δεν σταμάτησαν (τα κοινωνικά φαινόμενα δεν εμφανίζονται ούτε σταματούν με θαύματα), απλώς μετατοπίστηκαν λίγο πιο κάτω, στον πεζόδρομο της Τοσίτσα, ανάμεσα στο Μουσείο και το Πολυτεχνείο, και στο κομμάτι της Πατησίων μέχρι τη Στουρνάρη, επιβαρύνοντας πολύ μια ήδη επιβαρημένη περιοχή.
«Η πλατεία βέβαια αποδόθηκε στους κοινωνικούς αποδέκτες της», συνεχίζει σε ειρωνικό τόνο η κάτοικος, «στους κατοίκους και στους πέριξ καταστηματάρχες, οι οποίοι, με γεμάτα τα τραπεζάκια πλέον, αποσβένουν τα αλμυρά τέλη που πλήρωναν πάντα στο δήμο. Και όλα αυτά, χωρίς να βγουν μαχαίρια ή άλλα φονικά εργαλεία. Αυτή τη φορά, τα πρεζόνια δεν εκδιώχτηκαν βίαια, ούτε ρατσιστικά, αλλά με τη διατύπωση μιας απλής παράκλησης».
Η ειρωνεία της τελευταίας πρότασης πηγάζει από δύο σημεία: «αυτή τη φορά» και «απλή παράκληση». Γιατί άλλες φορές κάποιοι έχουν χρησιμοποιήσει μαδέρια και πέτρες, μέχρι και πιστόλια, για να διώξουν τους χρήστες και τους διακινητές από την πλατεία. (Οπως, βέβαια, όπλα και μαχαίρια έχουν χρησιμοποιήσει χρήστες και διακινητές, όχι μόνο για να αμυνθούν αλλά και για τις μικροκλοπές και τις μικροεπιθέσεις που κάνουν). Κι ακόμη, μια παράκληση να φύγεις από κάπου δεν είναι ποτέ απλή, στο βαθμό που αφήνει να εννοηθεί πως, αν αρνηθείς, αυτός που παρακαλά μπορεί και να ξεχάσει γρήγορα τους καλούς του τρόπους.
Πού σταματά λοιπόν ο αγώνας ενάντια στην πρέζα και πού αρχίζει ο φασισμός; Έχουν κάποιοι το δικαίωμα να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και να διώξουν από μια πλατεία όποιον πιστεύουν ότι τους εμποδίζει να τη χρησιμοποιήσουν; Με ποιες προϋποθέσεις; Στο όνομα τίνος; Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τα τελευταία χρόνια όσους δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια. Διαβάζοντας κανείς σχετικές συζητήσεις στο Διαδίκτυο, συζητήσεις έντονες και σε μεγάλη έκταση εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια, τα βλέπει να επανέρχονται ξανά και ξανά, με επιχειρήματα εκατέρωθεν.
Ενα βράδυ του Ιουλίου, συναντώ στην πλατεία Εξαρχείων τον Αχιλλέα Σεβαστόπουλο και είμαι έτοιμος να του θέσω αυτά τα ερωτήματα, αλλά δεν χρειάζεται. Τα έχει θέσει πρώτα ο ίδιος στον εαυτό του και με προλαβαίνει. «Η πλατεία είναι ανοιχτή για όλους», λέει. «Δεν μπορεί να έρχονται ένας, δυο χρήστες και να τους διώχνουμε. Αυτό είναι ρατσισμός. Δεν μπορούμε να δώσουμε δικαίωμα σε κανέναν να μας πει φασίστες, ρατσιστές ή ρουφιάνους. Είναι πολύ βαρύ, ό,τι και να 'ναι αυτός που το λέει».
Σκέφτομαι ότι κάποιοι στην πλατεία είναι έτοιμοι να κάνουν ακριβώς αυτό, να διώξουν κόσμο, έστω και με τη μέθοδο της «απλής παράκλησης». Πάλι με προλαβαίνει ο Αχ. Σεβαστόπουλος: «Ορισμένοι πιτσιρικάδες, δικά μας παιδιά, δεν λένε να το καταλάβουν. Μάλλιασε η γλώσσα μου να τους το εξηγώ. Οι χρήστες θα φύγουν μόνοι τους, τώρα που υπάρχει κόσμος στην πλατεία και δεν βρίσκουν εμπόρους, διότι δεν έχουν να πάρουν τη δόση τους από κάπου. Κι άλλωστε δεν τα βάζουμε με τους χρήστες. Κι αυτά δικά μας παιδιά είναι. Φίλοι των παιδιών μας».
Στο διπλανό κάθισμα, η Μαρία Παπαδοπούλου, η σύζυγός του, συμπληρώνει μια σκέψη που δεν έχουμε συνηθίσει ν' ακούμε απ' όσους σκίζουν τα ρούχα τους για την έξαρση της χρήσης ναρκωτικών στους δρόμους του κέντρου. «Αν πέσει το παιδί σου στην πρέζα», λέει, «είναι τυχαίο. Εμείς ως γονείς δεν κάναμε τίποτα ιδιαίτερο. Και οι γονείς παιδιών που έπεσαν στην πρέζα είναι εξαίρετοι άνθρωποι, καλλιεργημένοι. Οπότε κλονίζεσαι. Σαν τι θα τους αντιμετωπίσουμε λοιπόν αυτούς τους ανθρώπους;»
Στην παρέα προστίθεται ο Στέφανος Γαλάνης, 28 χρόνων, γεννημένος και μεγαλωμένος στα Εξάρχεια, και αναλαμβάνει να εξηγήσει την τακτική της απλής παράκλησης. «Μέχρι το χειμώνα», λέει, «που ξεκίνησαν συνελεύσεις στην πλατεία, η πλατεία δεν υπήρχε για μας. Κι έτσι δεν μιλάγαμε μεταξύ μας, δεν είχαμε σημείο επαφής. Ο καθένας προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα με τον τρόπο του. Πέντε έξι άνθρωποι προσπαθούσαν με τη βία. Υπήρχε ένας παππούς που ανέβαινε στις ταράτσες και πέταγε αβγά. Αλλος πετούσε πέτρες. Εγώ κατέβαινα με τους φίλους μου και κάναμε τους σεκιουριτάδες. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί χωρίς βία, όπως τώρα. Ξέρουμε πια πώς να μιλήσουμε. Αν έρθει κάποιος χρήστης σε καλή κατάσταση, δεν έχουμε δικαίωμα να τον διώξουμε. Αλλά αν έρθει να ψαχτεί με ουσίες και είναι χάλια, του λέμε ότι εδώ έχει μικρά παιδιά και του ζητάμε να πάει πιο κάτω. Το καταλαβαίνει και ο ίδιος και φεύγει».
Οπως και να έχει, από τον προβληματισμό αν είναι σωστό να απομακρύνεις τον οποιονδήποτε από ένα δημόσιο χώρο, ξεχωρίζει ένα επιχείρημα: οι χρήστες, την ώρα που βρίσκονται υπό την επήρεια, δεν χρησιμοποιούν την πλατεία ως χώρο ελεύθερης συνύπαρξης. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε να συνυπάρξουν με άλλους ούτε να χαρούν την ίδια την πλατεία, αλλά να εξασφαλίσουν τη δόση τους και να βυθιστούν στον κόσμο της. Χειρότερα, με ορισμένες πιθανές ενέργειές τους, όπως οι μικροεπιθέσεις και η αντικοινωνική συμπεριφορά που μπορεί να εμφανίζουν, είναι αυτοί που αποκλείουν κόσμο από την πλατεία.
Αυτό το επιχείρημα, με διαφορετική ορολογία, μου αναπτύσσει ο Νώντας Σκυφτούλης από την Αντιεξουσιαστική Κίνηση και τον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Nosotros, που συμμετέχει στις πρωτοβουλίες κατά της διακίνησης ουσιών στην πλατεία. «Είμαστε υπέρ του ελεύθερου, δημόσιου και κοινωνικού χώρου», λέει. «Αυτό σημαίνει ότι η πρόσβαση σε κάθε πλατεία, ακόμα κι όταν αυτή λειτουργεί με ένα πλαίσιο, πρέπει να είναι ελεύθερη. Οταν όμως χρησιμοποιεί την πλατεία το κύκλωμα της πρέζας, επιβάλλει δικτατορία και μετατρέπει το χώρο σε κλειστό. Γιατί η πρέζα φέρνει και τη βαρβαρότητα, τον ολοκληρωτισμό αυτής της επιλογής. Επιπλέον, η πλατεία Εξαρχείων δεν είναι γειτονιά, είναι μητροπολιτικό κέντρο. Επειδή στα μητροπολιτικά κέντρα επικρατεί στριμωξίδι, επιβιώνει κανείς με μια δυναμική διεκδίκηση του χώρου. Στην πλατεία Εξαρχείων, ο αντιεξουσιαστικός χώρος έχει μια ιστορική, βιωματική παρουσία και συνδιεκδικεί την πλατεία στο όνομα αυτής της παρουσίας, που παραμένει σήμερα ζωντανή καιδυνατή. Αντίθετα από τον Αγιο Παντελεήμονα, εδώ οι καταστηματάρχες και οι κάτοικοι έβαλαν το ζήτημα όχι στο όνομα της τάξης ή του κέρδους, αλλά στο όνομα της ελευθερίας. Δεν λειτούργησαν δηλαδή ως συντηρητικοί νοικοκυραίοι, ούτε χρησιμοποίησαν βία, αντιθέτως τάσσονται υπέρ των χρηστών και υπέρ της αποποινικοποίησης της χρήσης».
Το επιβεβαιώνουν τα λόγια της Ρίκας Ροδάκη, που λειτουργεί πρατήριο βιολογικών προϊόντων κοντά στην πλατεία και είναι μέλος της Πρωτοβουλίας Επαγγελματιών και μέλος της Συνέλευσης της Πλατείας (όπως και όλα τα μέλη συλλογικοτήτων σε αυτό το άρθρο, εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό της, όχι τις συλλογικότητες στις οποίες ανήκει): «Ολα αυτά τα χρόνια», λέει, «οι συλλογικότητες κάναμε εκδηλώσεις με τους τοξικομανείς μέσα στην πλατεία. Αυτοί που είχαμε στόχο να διώξουμε είναι οι πρεζέμποροι, όχι οι χρήστες. Και θα σου πω και το άλλο. Ρατσιστές είναι αυτοί που πίναν τον καφέ τους στο καφενείο και βλέπανε τον άρρωστο τον τοξικομανή να είναι κάτω, σε ελεεινή μορφή να χτυπάει ένεση μπροστά στα πόδια τους, και σφυρίζαν αδιάφορα. Αυτοί είναι ρατσιστές και κυνικοί απέναντι στον ανθρώπινο πόνο».
Και λοιπόν; Σταματά ο ανθρώπινος πόνος με την απομάκρυνσή του από την πλατεία; Κανείς στα Εξάρχεια δεν το ισχυρίζεται. Ολοι αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα δεν λύθηκε, μόνο μεταφέρθηκε λίγα στενά πιο κάτω. Από κάπου όμως πρέπει να αρχίσει κανείς, λένε. «Παρόλο που η εικόνα στην Τοσίτσα είναι αποκαρδιωτική, αν μπορούσα να ιεραρχήσω, θα έλεγα ότι προηγείται η πλατεία», λέει η Ελλη Μποτονάκη, μέλος της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων. Η πλατεία προηγείται, πιστεύουν οι κάτοικοι, γιατί οι γύρω δρόμοι είναι περισσότερο κατοικημένοι από τους δρόμους γύρω από την Τοσίτσα, και, κυρίως, γιατί, αντίθετα από την Τοσίτσα, λόγω της θέσης της, της ιστορίας της και της δομής της, η πλατεία λειτουργεί ως χώρος συνύπαρξης όλων των ηλικιών, των εθνικοτήτων και των ιδεολογιών. Αυτή τη συνύπαρξη απέκλειε, λένε, η τόσο μεγάλη παρουσία χρηστών και διακινητών, με τους όρους που γινόταν.
Αλλωστε, σε σχέση με τις συνήθεις μυωπικές αντιδράσεις, που αρκούνται να προτάσσουν «δραστικά μέτρα» για την απομάκρυνση της διακίνησης από τον άμεσο ζωτικό χώρο των συμφερόντων του καθενός, οι Εξαρχειώτες βλέπουν λίγο πέρα από τη μύτη τους. «Ο ΟΚΑΝΑ είναι χώρος που περιθάλπει τους αρρώστους», λέει ο Αχ. Σεβαστόπουλος. «Δεν μπορούμε λοιπόν να είμαστε εναντίον του. Ζητάμε μόνο να μην είναι μαζεμένα όλα τα κέντρα απεξάρτησης εδώ και βέβαια να δουλεύουν μεθοδικά και σωστά, χωρίς τις ντροπιαστικές λίστες αναμονής, που φτάνουν τους τέσσερις πέντε μήνες, και χωρίς το παραεμπόριο υποκατάστατων ουσιών που γίνεται απέξω».
____________
Τριάντα χρόνια μάχες με την πρέζα
Αν αυτή τη φορά το πείραμα κατά της διακίνησης ναρκωτικών στην πλατεία Εξαρχείων φαίνεται μέχρι στιγμής να πετυχαίνει, αυτό μάλλον οφείλεται στη δυνατότητα όσων το ξεκίνησαν να το στηρίξουν με το χρόνο, την ενέργειά τους και τις οικονομίες τους. Στο παρελθόν, εκδηλώσεις και ενέργειες στην πλατεία έπασχαν σε αυτά τα τρία σημεία, και κυρίως στο χρονικό: έπειτα από λίγο, οι κάτοικοι έφευγαν, οι χρήστες και οι διακινητές επανέρχονταν. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που μπαίνει μικροφωνική στην πλατεία - πριν από δύο χρόνια, η Πρωτοβουλία Αναρχικών Εξαρχείων έκανε δεκαήμερο εκδηλώσεων στην πλατεία που περιλάμβανε μικροφωνική εγκατάσταση και προβολές ταινιών.
Τα τελευταία χρόνια, συλλογικότητες και άτομα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή έχουν κινητοποιηθεί για το θέμα των ναρκωτικών. Τον Οκτώβριο του 2008, κάτοικοι και επαγγελματίες διαδήλωσαν με σύνθημα «έξω η πρέζα από την πλατεία». Τον περασμένο χειμώνα, έγιναν ανοιχτές συνελεύσεις όπου συζητήθηκαν οι κατάλληλοι τρόποι δράσης. Αυτές οι συζητήσεις οδήγησαν σε κοινές πρωτοβουλίες (στις οποίες συμμετείχαν η Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων, η Πρωτοβουλία Επαγγελματιών Εξαρχείων, το Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου, ο Ελεύθερος Κοινωνικός Χώρος Nosotros και Συλλογικότητες, Ατομα και Κάτοικοι από τα Εξάρχεια), με αποκορύφωμα μια σειρά εκδηλώσεων στην πλατεία τον Μάρτιο, υπό τον τίτλο «Διακίνηση ιδεών και όχι ουσιών», που περιλάμβαναν θέατρο σκιών, παρεμβάσεις με μικροφωνική, πρωτάθλημα ποδοσφαιράκι και φλίπερ, προβολές, συναυλίες και εργαστήρια κηπευτικής και ανακύκλωσης.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η έξαρση της διακίνησης ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας έφερε στην περιοχή περισσότερους εμπόρους, διακινητές και χρήστες. Πολλοί στα Εξάρχεια πιστεύουν ότι αυτό έγινε με την ανοχή ή και την παρότρυνση της αστυνομίας. Επικαλούμενοι συνομιλίες τους με τους χρήστες, πολλοί στα Εξάρχεια λένε ότι η αστυνομία παρακινούσε χρήστες από άλλα στέκια του κέντρου να μετακινηθούν προς τα εκεί. Και προσθέτουν ότι, παρά τον αστυνομικό κλοιό που κατά καιρούς επιβάλλει η αστυνομία στην πλατεία, εφαρμόζοντας από τον Οκτώβριο την πολιτική Χρυσοχοΐδη, οι διακινητές και οι έμποροι εξακολουθούσαν να κάνουν μέσα στην πλατεία ανενόχλητοι τη δουλειά τους.
Την ίδια στιγμή, επεισόδια βίας έκαναν σταθερά την εμφάνισή τους, είτε από χρήστες και διακινητές που επιτίθενταν σε περαστικούς και κατοίκους, συνήθως με στόχο την κλοπή, είτε από αυτοσχέδιες ομάδες κατοίκων που πετούσαν αβγά και πέτρες ή έπαιρναν ξύλα και κυνηγούσαν τους επιτιθέμενους.
Οι συγκρούσεις με επίκεντρο τα ναρκωτικά στα Εξάρχεια έχουν μακρά ιστορία. Η πρέζα εμφανίστηκε στην περιοχή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι άνθισε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στη μεταπολίτευση, τα Εξάρχεια, με την έντονη παρουσία των φοιτητών του Πολυτεχνείου και την εξάπλωση της αντικουλτούρας της αμφισβήτησης, τραβούσαν τους εμπόρους. Ο ρόλος της αστυνομίας θεωρήθηκε ύποπτος από νωρίς. Το σύνθημα «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» γράφτηκε στους τοίχους των Εξαρχείων στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
«Σε πρώτη φάση η αστυνομία θεώρησε μεγαλύτερο πρόβλημα την ανάπτυξη της αναρχίας σε σχέση με την πρέζα, γι' αυτό και έκανε τα στραβά μάτια ή προωθούσε την πρέζα από άλλες πλατείες εδώ», λέει ο Νώντας Σκυφτούλης. «Ιστορικά, υπήρξε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ αναρχίας και πρέζας, μιας και είχαμε το ίδιο τάργκετ γκρουπ στη νεολαία. Και ο χώρος μας είχε μεγάλες απώλειες από την πρέζα».
Τον Νοέμβριο του 1987, αντιεξουσιαστές συγκρούστηκαν με διακινητές ναρκωτικών και δημοσιοποίησαν τις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε συλλήψεις η αστυνομία.
Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία που είχε γράψει σε παλιό του άρθρο ο δημοσιογράφος Τάκης Καμπύλης: το ΥΠΕΧΩΔΕ ανέθεσε σε ομάδα πολεοδόμων να εξαγγείλει ένα πρόγραμμα ανάπλασης των Εξαρχείων, με πεζοδρομήσεις και κίνητρα για ανάπτυξη της κατοικίας και ήπιες παρεμβάσεις. Μια μέρα πριν την ανακοίνωση του σχεδίου, τα ΜΑΤ εισέβαλαν στην πλατεία και ακολούθησε χάος, ακυρώνοντας στην πράξη την εξαγγελία του προγράμματος. Οπως αναφέρει το άρθρο, ο επικεφαλής της ομάδας πολεοδόμων κ. Τσαγκαράτος αποκάλυψε ότι ανώτατο στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. του είπε πως η επέμβαση έγινε διότι η αστυνομία χρειαζόταν τα «πρεζάκια» και τα «βαποράκια» ως πηγές πληροφόρησης και δεν διακινδύνευε να τα χάσει «με πεζοδρομήσεις και αναπλάσεις».
Μάλιστα, ορισμένοι συνδέουν την έξαρση της διακίνησης ναρκωτικών στα Εξάρχεια με σχέδια υποβάθμισης της περιοχής, προκειμένου να πέσουν οι τιμές γης και ορισμένοι να επωφεληθούν από τη μελλοντική ανάπλαση της περιοχής, στην οποία κάποτε είχε ακουστεί ότι θα κατασκευαζόταν και σταθμός μετρό. Ο επόμενος στόχος του Αχ. Σεβαστόπουλου και άλλων κατοίκων, ατόμων και συλλογικοτήτων των Εξαρχείων είναι η πραγματοποίηση μιας πορείας που θα γίνει μαζί με τους τοξικομανείς, όσους μαζευτούν. Θα περνάει, το οραματίζονται, από όλα τα στέκια της διακίνησης στο κέντρο της Αθήνας και θα καταλήγει στο υπουργείο Υγείας. «Δεν μπορούμε να λύσουμε ως γειτονιά το φαινόμενο των ναρκωτικών, που είναι κοινωνικό φαινόμενο», λέει η Ρ. Ροδάκη. «Δεν πιστεύουμε όμως ότι το πρόβλημα αφορά μόνο τη γειτονιά μας και τέλος. Υπάρχουν πολλές σκέψεις. Εχουμε αποφασίσει να βρεθούμε μαζί με άλλες πρωτοβουλίες κατοίκων του κέντρου να συζητήσουμε. Αλλά μέχρι ν' αλλάξουμε συνολικά την κατάσταση, δεν πρέπει να κάνουμε τίποτε άλλο; Σεβόμενοι βέβαια πάντα το διαφορετικό και επαγρυπνώντας για φαινόμενα ρατσισμού».
____________
Πληκτρολογήστε
http://www.youtube.com/watch?v=h7DCaYGeWTA
Από την τηλεοπτική εκπομπή «3 στον αέρα» (Σ. Διγενή, Γ. Δημαράς, Γ. Παπαδόπουλος) του 1988, ο Β. Παπακωνσταντίνου απαντά (στο 5:00) σε ερωτήσεις για τα ναρκωτικά και την πλατεία Εξαρχείων, διηγούμενος πρόσφατο τότε περιστατικό λιντσαρίσματος εμπόρων ναρκωτικών από νέους της πλατείας Εξαρχείων. Σαν να μην πέρασε μια μέρα...
http://exarchia.pblogs.gr/
Το μπλογκ της Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων, που, μαζί με άλλες συλλογικότητες και ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια, έχουν αναλάβει δράση εδώ και καιρό κατά της διακίνησης ουσιών στην πλατεία Εξαρχείων.
____________
Τα τελευταία χρόνια, συλλογικότητες και άτομα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή έχουν κινητοποιηθεί για το θέμα των ναρκωτικών. Τον Οκτώβριο του 2008, κάτοικοι και επαγγελματίες διαδήλωσαν με σύνθημα «έξω η πρέζα από την πλατεία». Τον περασμένο χειμώνα, έγιναν ανοιχτές συνελεύσεις όπου συζητήθηκαν οι κατάλληλοι τρόποι δράσης. Αυτές οι συζητήσεις οδήγησαν σε κοινές πρωτοβουλίες (στις οποίες συμμετείχαν η Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων, η Πρωτοβουλία Επαγγελματιών Εξαρχείων, το Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου, ο Ελεύθερος Κοινωνικός Χώρος Nosotros και Συλλογικότητες, Ατομα και Κάτοικοι από τα Εξάρχεια), με αποκορύφωμα μια σειρά εκδηλώσεων στην πλατεία τον Μάρτιο, υπό τον τίτλο «Διακίνηση ιδεών και όχι ουσιών», που περιλάμβαναν θέατρο σκιών, παρεμβάσεις με μικροφωνική, πρωτάθλημα ποδοσφαιράκι και φλίπερ, προβολές, συναυλίες και εργαστήρια κηπευτικής και ανακύκλωσης.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η έξαρση της διακίνησης ναρκωτικών στο κέντρο της Αθήνας έφερε στην περιοχή περισσότερους εμπόρους, διακινητές και χρήστες. Πολλοί στα Εξάρχεια πιστεύουν ότι αυτό έγινε με την ανοχή ή και την παρότρυνση της αστυνομίας. Επικαλούμενοι συνομιλίες τους με τους χρήστες, πολλοί στα Εξάρχεια λένε ότι η αστυνομία παρακινούσε χρήστες από άλλα στέκια του κέντρου να μετακινηθούν προς τα εκεί. Και προσθέτουν ότι, παρά τον αστυνομικό κλοιό που κατά καιρούς επιβάλλει η αστυνομία στην πλατεία, εφαρμόζοντας από τον Οκτώβριο την πολιτική Χρυσοχοΐδη, οι διακινητές και οι έμποροι εξακολουθούσαν να κάνουν μέσα στην πλατεία ανενόχλητοι τη δουλειά τους.
Την ίδια στιγμή, επεισόδια βίας έκαναν σταθερά την εμφάνισή τους, είτε από χρήστες και διακινητές που επιτίθενταν σε περαστικούς και κατοίκους, συνήθως με στόχο την κλοπή, είτε από αυτοσχέδιες ομάδες κατοίκων που πετούσαν αβγά και πέτρες ή έπαιρναν ξύλα και κυνηγούσαν τους επιτιθέμενους.
Οι συγκρούσεις με επίκεντρο τα ναρκωτικά στα Εξάρχεια έχουν μακρά ιστορία. Η πρέζα εμφανίστηκε στην περιοχή στα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι άνθισε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στη μεταπολίτευση, τα Εξάρχεια, με την έντονη παρουσία των φοιτητών του Πολυτεχνείου και την εξάπλωση της αντικουλτούρας της αμφισβήτησης, τραβούσαν τους εμπόρους. Ο ρόλος της αστυνομίας θεωρήθηκε ύποπτος από νωρίς. Το σύνθημα «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη» γράφτηκε στους τοίχους των Εξαρχείων στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
«Σε πρώτη φάση η αστυνομία θεώρησε μεγαλύτερο πρόβλημα την ανάπτυξη της αναρχίας σε σχέση με την πρέζα, γι' αυτό και έκανε τα στραβά μάτια ή προωθούσε την πρέζα από άλλες πλατείες εδώ», λέει ο Νώντας Σκυφτούλης. «Ιστορικά, υπήρξε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ αναρχίας και πρέζας, μιας και είχαμε το ίδιο τάργκετ γκρουπ στη νεολαία. Και ο χώρος μας είχε μεγάλες απώλειες από την πρέζα».
Τον Νοέμβριο του 1987, αντιεξουσιαστές συγκρούστηκαν με διακινητές ναρκωτικών και δημοσιοποίησαν τις πινακίδες των αυτοκινήτων τους, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε συλλήψεις η αστυνομία.
Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία που είχε γράψει σε παλιό του άρθρο ο δημοσιογράφος Τάκης Καμπύλης: το ΥΠΕΧΩΔΕ ανέθεσε σε ομάδα πολεοδόμων να εξαγγείλει ένα πρόγραμμα ανάπλασης των Εξαρχείων, με πεζοδρομήσεις και κίνητρα για ανάπτυξη της κατοικίας και ήπιες παρεμβάσεις. Μια μέρα πριν την ανακοίνωση του σχεδίου, τα ΜΑΤ εισέβαλαν στην πλατεία και ακολούθησε χάος, ακυρώνοντας στην πράξη την εξαγγελία του προγράμματος. Οπως αναφέρει το άρθρο, ο επικεφαλής της ομάδας πολεοδόμων κ. Τσαγκαράτος αποκάλυψε ότι ανώτατο στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. του είπε πως η επέμβαση έγινε διότι η αστυνομία χρειαζόταν τα «πρεζάκια» και τα «βαποράκια» ως πηγές πληροφόρησης και δεν διακινδύνευε να τα χάσει «με πεζοδρομήσεις και αναπλάσεις».
Μάλιστα, ορισμένοι συνδέουν την έξαρση της διακίνησης ναρκωτικών στα Εξάρχεια με σχέδια υποβάθμισης της περιοχής, προκειμένου να πέσουν οι τιμές γης και ορισμένοι να επωφεληθούν από τη μελλοντική ανάπλαση της περιοχής, στην οποία κάποτε είχε ακουστεί ότι θα κατασκευαζόταν και σταθμός μετρό. Ο επόμενος στόχος του Αχ. Σεβαστόπουλου και άλλων κατοίκων, ατόμων και συλλογικοτήτων των Εξαρχείων είναι η πραγματοποίηση μιας πορείας που θα γίνει μαζί με τους τοξικομανείς, όσους μαζευτούν. Θα περνάει, το οραματίζονται, από όλα τα στέκια της διακίνησης στο κέντρο της Αθήνας και θα καταλήγει στο υπουργείο Υγείας. «Δεν μπορούμε να λύσουμε ως γειτονιά το φαινόμενο των ναρκωτικών, που είναι κοινωνικό φαινόμενο», λέει η Ρ. Ροδάκη. «Δεν πιστεύουμε όμως ότι το πρόβλημα αφορά μόνο τη γειτονιά μας και τέλος. Υπάρχουν πολλές σκέψεις. Εχουμε αποφασίσει να βρεθούμε μαζί με άλλες πρωτοβουλίες κατοίκων του κέντρου να συζητήσουμε. Αλλά μέχρι ν' αλλάξουμε συνολικά την κατάσταση, δεν πρέπει να κάνουμε τίποτε άλλο; Σεβόμενοι βέβαια πάντα το διαφορετικό και επαγρυπνώντας για φαινόμενα ρατσισμού».
____________
Πληκτρολογήστε
http://www.youtube.com/watch?v=h7DCaYGeWTA
Από την τηλεοπτική εκπομπή «3 στον αέρα» (Σ. Διγενή, Γ. Δημαράς, Γ. Παπαδόπουλος) του 1988, ο Β. Παπακωνσταντίνου απαντά (στο 5:00) σε ερωτήσεις για τα ναρκωτικά και την πλατεία Εξαρχείων, διηγούμενος πρόσφατο τότε περιστατικό λιντσαρίσματος εμπόρων ναρκωτικών από νέους της πλατείας Εξαρχείων. Σαν να μην πέρασε μια μέρα...
http://exarchia.pblogs.gr/
Το μπλογκ της Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων, που, μαζί με άλλες συλλογικότητες και ανθρώπους που δραστηριοποιούνται στα Εξάρχεια, έχουν αναλάβει δράση εδώ και καιρό κατά της διακίνησης ουσιών στην πλατεία Εξαρχείων.
____________
Δείτε
«Ο Δράκουλας των Εξαρχείων», σκην. Νίκος Ζερβός, 1983
Πολιτική και πολιτιστική σάτιρα της ελληνικής κοινωνίας και παρωδία των σπλάτερ ταινιών τρόμου σε μια ταινία που έχει μείνει καλτ.
«Πανικός στο Νιντλ Παρκ», σκην. Τζέρι Τσάτζμπεργκ, 1971.
Ο έρωτας του Μπόμπι (Αλ Πατσίνο στη δεύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση), εθισμένου στην ηρωίνη και χάστλερ, και της Ελεν (Κίτι Γουίν, βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στις Κάνες) με φόντο την πλατεία Σέρμαν της Νέας Υόρκης και τους χρήστες ναρκωτικών που συχνάζουν σ' αυτή. Ρεαλιστική κινηματογραφική προσέγγιση σε μια από τις πρώτες -αν όχι την πρώτη- ταινία που περιλαμβάνει σκηνή κατά την οποία γίνεται χρήση ηρωίνης με σύριγγα.
-*-
«Ο Δράκουλας των Εξαρχείων», σκην. Νίκος Ζερβός, 1983
Πολιτική και πολιτιστική σάτιρα της ελληνικής κοινωνίας και παρωδία των σπλάτερ ταινιών τρόμου σε μια ταινία που έχει μείνει καλτ.
«Πανικός στο Νιντλ Παρκ», σκην. Τζέρι Τσάτζμπεργκ, 1971.
Ο έρωτας του Μπόμπι (Αλ Πατσίνο στη δεύτερη κινηματογραφική του εμφάνιση), εθισμένου στην ηρωίνη και χάστλερ, και της Ελεν (Κίτι Γουίν, βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στις Κάνες) με φόντο την πλατεία Σέρμαν της Νέας Υόρκης και τους χρήστες ναρκωτικών που συχνάζουν σ' αυτή. Ρεαλιστική κινηματογραφική προσέγγιση σε μια από τις πρώτες -αν όχι την πρώτη- ταινία που περιλαμβάνει σκηνή κατά την οποία γίνεται χρήση ηρωίνης με σύριγγα.
-*-