2/7/11

Βενετία Καντσά: Οι «αόρατες» ερωτικές σχέσεις μεταξύ γυναικών

[10%, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2009]

H επιστημονική ενασχόλησή της Βενετίας Καντσά με τις ομόφυλες γυναικείες σχέσεις στη σύγχρονη Ελλάδα, καρπός της οποίας είναι σειρά δημοσιεύσεων σε βιβλία και περιοδικά, αρχίζει ήδη από τη μεταπτυχιακή διπλωματική της εργασία «Δυνάμει φίλες, δυνάμει ερωμένες: Συναντήσεις γυναικών στην Ερεσό Λέσβου» το 1995. Ακολουθεί η διδακτορική της διατριβή «Κόρες που δεν μιλούνε, μητέρες που δεν ακούνε. ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε γυναίκες στη σύγχρονη Ελλάδα» το 2001 και άλλες δύο εθνογραφικές έρευνες, μία με θέμα τη μη-ετερόφυλη μητρότητα και άλλη μία σχετικά με θέματα σεξουαλικότητας, πολιτικής και ιδιότητας του πολίτη με αναφορά κυρίως στο γάμο ομοφύλων.

Σήμερα, η Βενετία Καντσά  είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, όπου διδάσκει, μεταξύ άλλων, τα μεταπτυχιακά μαθήματα «Ανθρωπολογία της Συγγένειας και του Φύλου» και «Φύλο και Πολιτική».  

Μιλά στο 10% για τη μη-ορατότητα των ομόφυλων γυναικείων σχέσεων, τη σχέση της σεξουαλικότητας με την ταυτότητα, τη διαφορά του coming out στην Ελλάδα από τη δυτική Ευρώπη, τον γάμο και την υιοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, και εξετάζει το ερώτημα αν η Σαπφώ ήταν λεσβία.
____________

***
Το ενδιαφέρον μου για το ζήτημα της μη ορατότητας των ομόφυλων σχέσεων μεταξύ γυναικών ξεκίνησε από την παρατήρηση ότι στο χώρο της ελληνικής εθνογραφίας αυτές οι σχέσεις φαίνεται σαν να μην μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Πρόκειται για μια αορατότητα, η οποία συνδέεται όχι μόνο με τη σημασία του ρόλου των γυναικών ως μητέρων ή συντρόφων στα πλαίσια ετερόφυλων σχέσεων, αλλά και με μια αδυναμία κατανόησης της γυναικείας σεξουαλικότητας ως αυτόνομης, χωρίς τη μεσολάβηση του ανδρικού βλέμματος ή σώματος. Γιατί αν, όπου και όταν, υπάρχει κάποια εξοικείωση με τον λεσβιακό έρωτα, ο τελευταίος γίνεται συνήθως αντιληπτός σαν μια «φάση» που μπορεί να είναι παροδική ή, εναλλακτικά, ως μια «πικάντικη» σεξουαλική πρακτική, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άνδρα θεατή. Αντίθετα, η ανδρική σεξουαλικότητα εμφανίζεται ως αυτόνομη και αυθύπαρκτη, συνθήκη που συνδέεται με την κεντρική θέση που κατέχει η έννοια της διείσδυσης στις αντιλήψεις για τη σεξουαλικότητα.

«Ιδιωτικές» στιγμές και οικογενειακές συμβάσεις

Όσον αφορά το ζήτημα της μη ορατότητας των γυναικείων ομόφυλων σχέσεων στην Ελλάδα θα ήθελα να σταθώ σε δύο σημεία. Το πρώτο σχετίζεται με το πόσο έντονη είναι η έμφαση στον ιδιωτικό χαρακτήρα της σεξουαλικότητας.

Η φράση «τα εν οίκω μη εν δήμω» φαίνεται να χαρακτηρίζει τις περισσότερες εκφράσεις σεξουαλικής συμπεριφοράς και όσα συμβαίνουν στην κρεβατοκάμαρα, στο δωμάτιο, στο σπίτι μας, τα οποία και δεν δημοσιοποιούμε, με αποτέλεσμα να εντείνεται η αορατότητα. Η δεύτερη διαπίστωση αφορά τη στενή σχέση με την οικογένεια, ο ρόλος της οποίας παραμένει στην Ελλάδα πολύ σημαντικός. Επειδή τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες εξακολουθούν να ορίζονται με αναφορά στην οικογένεια, τη συγγένεια και τη μητρότητα, οι γυναίκες έχουν μεγάλη δυσκολία να μιλήσουν για τις ομόφυλες σχέσεις τους με την οικογένειά τους. Και όταν μιλήσουν, κυρίως στις μητέρες τους, αυτές κάνουν πως δεν ακούνε. Υπάρχει δηλαδή μια συνθήκη σιωπής, στα πλαίσια της οποίας, ακόμα και αν λεκτικά έχει τεθεί το ζήτημα, «μπαίνει κάτω από το χαλί», δεν αναγνωρίζεται. Πρόκειται, νομίζω, για έναν τρόπο διαπραγμάτευσης των στενών οικογενειακών σχέσεων.
Coming out αλά ελληνικά

Επειδή το υπάρχον πλαίσιο αφήνει πολύ λίγα περιθώρια για άλλες μορφές σεξουαλικότητας, για να μπορέσει ο γονιός να δεχτεί την κόρη του χωρίς να διακινδυνεύσει τη σχέση τους, επικρατεί αυτή η σύμβαση σιωπής. Την ίδια στιγμή, αν κάποια το πει στην οικογένειά της, νιώθει ότι κάνει κάτι πολύ σημαντικό, όχι τόσο με την έννοια του coming out, όπως για παράδειγμα σ' ένα αμερικάνικο συμφραζόμενο όπου ταυτίζεται η σεξουαλικότητα με την ταυτότητα, όσο επειδή οι ίδιες οι οικογενειακές σχέσεις θεωρούνται πολύ σημαντικές. Αν καταφέρεις να το πεις και να διασφαλίσεις τη συνέχεια των καλών σχέσεων, μπορείς στη συνέχεια να το πεις και σε άλλα πλαίσια, με άλλους ακροατές.

Ομοφυλοφιλία του Νότου
Δυσκολίες βέβαια συναντιούνται και σε άλλες χώρες. Υπάρχουν όμως δύο βασικές διαφορές σε σχέση με τη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Η πρώτη είναι ότι εκεί υπάρχει ένα λεσβιακό κίνημα, όχι μόνο με όρους πολιτικής οργάνωσης, αλλά κυρίως ως ένα δίκτυο ανθρώπων πέρα από το στενό συμφραζόμενο του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος. Υπάρχουν σχετικά βιβλιοπωλεία ή καφέ, ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτερα και αμβλύνονται οι αρνητικές συνδηλώσεις του. Η ομόφυλη σεξουαλικότητα γίνεται αντιληπτή ως κάτι που δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό, αποκτά δε συχνά θετικό πρόσημο. Αντίθετα, στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ λίγα βιβλία, περιοδικά, κείμενα, ταινίες, θεατρικά έργα που να συνδέουν την ομόφυλη σεξουαλικότητα με ευρύτερα ζητήματα και έτσι αυτές οι σχέσεις περιθωριοποιούνται και εμφανίζονται να αφορούν μια κλειστή μειοψηφία.

Η δεύτερη διαφορά σχετίζεται με τον ρόλο της οικογένειας στις κοινωνίες της νότιας Ευρώπης και ειδικά στην Ελλάδα. Το οικογενειακό δίκτυο σχέσεων προσφέρει σε σημαντικό βαθμό οικονομικές, συναισθηματικές και κοινωνικές παροχές. Ας μην ξεχνάμε ότι μια γυναίκα που έχει ομόφυλη σχέση και παιδί βρίσκεται συχνά σε παρόμοια κατάσταση με μια μόνη μητέρα. Όταν δεν υπάρχουν οι παιδικοί σταθμοί που υπάρχουν στη Γερμανία, ποιοι θα τη βοηθήσουν αν όχι οι γονείς της; Είναι λοιπόν διαφορετικό να θελήσεις να έρθεις σε ρήξη με την οικογένειά σου στη Γερμανία και διαφορετικό στην Ελλάδα.
Με ποια ταυτότητα;

Πρέπει να σημειώσω ότι είμαι διστακτική στο ζήτημα της αορατότητας, επειδή μια έμφαση σ' αυτήν μπορεί να εκληφθεί σαν μια προτροπή για ορατότητα. Νομίζω ότι είναι κάπως περιοριστικό να δούμε την ορατότητα με την έννοια μιας δήλωσης, όπως αυτή εγγράφεται στην ονομαζόμενη «πολιτική της ταυτότητας», τη σχολή δηλαδή που προτάσσει τη σεξουαλικότητα ως κυρίαρχη ταυτότητα των ατόμων. Η πολιτική της ταυτότητας έχει δεχτεί μεγάλη κριτική, στο πλαίσιο της αναγνώρισης ότι καθοριζόμαστε από πολλά πράγματα, τα οποία είναι ρευστά και μεταβάλλονται. Σε πολλές περιπτώσεις, η σεξουαλικότητα δεν είναι η μόνη καθοριστική παράμετρος της ταυτότητας. Τι σημαίνει λοιπόν ορατότητα στο πλαίσιο της πολιτικής της ταυτότητας; Ότι βγαίνει κάποια στον δρόμο; Και αυτού του είδους η ορατότητα είναι η μόνη πολιτικοποιημένη κίνηση που μπορεί να κάνει;

Εδώ εισέρχεται, ωστόσο, το καίριο ζήτημα που απασχόλησε και τον χώρο του φεμινισμού: πώς διεκδικείς, πώς κάνεις φεμινιστική πολιτική, αν δεν υιοθετήσεις, για παράδειγμα, την ταυτότητα της «γυναίκας»; Γιατί δεν φτάνει να μιλήσεις γενικά για άρση των διακρίσεων χωρίς να καταγράψεις συγκεκριμένες διακρίσεις και τον τρόπο που αυτές δημιουργούνται. Από την άλλη, πώς υιοθετείς την ταυτότητα της «γυναίκας», που παραπέμπει σε μια ουσιοκρατική αντιμετώπιση του φύλου, παραβλέποντας ότι το φύλο κατασκευάζεται, διαφοροποιείται και αλλάζει; Μια πιθανή απάντηση θα ήταν η υιοθέτηση συγκυριακών πολιτικών: ανάλογα με το πλαίσιο και το αντικείμενο των διεκδικήσεων. Με άλλα λόγια, η υιοθέτηση μιας ταυτότητας για μια δεδομένη χρονική στιγμή, για τον συγκεκριμένο σκοπό και με συγκεκριμένο στόχο, τη στιγμή που γνωρίζεις ότι το επόμενο λεπτό η έμφαση και το πολιτικό διακύβευμα οφείλουν να έχουν μετατοπιστεί.

Παντρεμένες με παιδιά
Πρέπει πάντα να διακρίνουμε μεταξύ διαφορετικών επιπέδων, ακόμα και στη χρήση των όρων, διότι γνωρίζω πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που υιοθετούν τον όρο «λεσβία» ή «γκέι» σ' ένα συγκυριακό πολιτικό συμφραζόμενο, ενώ σε προσωπικό διατηρούν τις επιφυλάξεις τους, ακριβώς διότι μια τέτοια πολιτική της ταυτότητας δημιουργεί πιθανά ένα είδος (αυτό-)εγκλεισμού. Ας δούμε, για παράδειγμα, το αίτημα για αναγνώριση του δικαιώματος στον ομόφυλο γάμο και το δικαίωμα στην υιοθεσία. Άλλο είναι η πολιτική διεκδίκηση για την αναγνώριση ενός δικαιώματος σε πολιτικό και νομικό επίπεδο και άλλο η όποια επιθυμία έχει κάποια να παντρευτεί και ν' αποκτήσει παιδί. Η πολιτική διεκδίκηση του γάμου και της υιοθεσίας, που μπορεί να εμφανίζεται και ανεξάρτητα από την ύπαρξη της σχετικής επιθυμίας, σχετίζεται με τη συνειδητοποίηση ότι η έννοια της ιδιότητας του πολίτη είναι έμφυλη και σεξουαλική: τοποθετούμαστε στην κοινωνία με όρους φύλου και σεξουαλικότητας και διαφοροποιoύμαστε σε σχέση με αυτούς. Σ' αυτό το επίπεδο, η διεκδίκηση του γάμου και της υιοθεσίας αφορούν την άρση της διαφοροποιητικής διάκρισης, την αναγνώριση ότι μια ομόφυλη σχέση δεν σε κάνει καλύτερο ή χειρότερο σύντροφο και γονέα.

Ακόμα όμως και αν συγκυριακά προκρίνει κάποιος τη διεκδίκηση ενός δικαιώματος, η συζήτηση δεν μπορεί να λήγει εκεί. Διότι και στην περίπτωση που οι πολιτικές διεκδικήσεις πετύχουν την κοινωνική ενσωμάτωση μιας κατηγορίας ανθρώπων -στη συγκεκριμένη περίπτωση των παντρεμένων ομόφυλων ζευγαριών με παιδιά- πρέπει να συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποιες διακρίσεις εξακολουθούν να υφίστανται, καθώς πάντα θα υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων που θα διαφοροποιούνται. Μπορεί, για παράδειγμα, να μην είναι ελληνικής καταγωγής ή να μην έχουν τα αναγκαία χρήματα ή να μην έχουν την επιθυμία να παντρευτούν και να γίνουν γονείς.
Ήταν η Σαπφώ λεσβία;
Η κυρίαρχη ομοφοβία έχει ως αποτέλεσμα να μη μιλάει κανείς για ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων του ιδίου φύλου σε άλλες ιστορικές στιγμές, άρα λοιπόν να καταγράφει και να ομογενοποιεί το παρελθόν μέσα από το βλέμμα της κυρίαρχης σημερινής κατάστασης. Από την άλλη, ο κινηματικός λόγος χρειάζεται συχνά ένα παρελθόν, που όμως δεν παύει να είναι επινοημένο ως ένα βαθμό. Η ανάδειξη της Σαπφώς ως «λεσβίας» εγγράφεται στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα παρελθόν που θα έδειχνε ότι η ομοφυλοφιλία έχει ρίζες και δεν παρουσιάστηκε ξαφνικά. Ωστόσο το γεγονός ότι η Σαπφώ είχε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες δεν την καθιστά αυτομάτως «λεσβία» ή «ομοφυλόφιλη» με σημερινούς όρους. Αυτό θα ήταν ετεροχρονισμός. Η σωματική επαφή δεν έχει από μόνη της σημασίες, δεν χαρακτηρίζεται εκ των προτέρων ως ομοφυλόφιλη ή ετεροφυλόφιλη, παρά μόνο αν την τοποθετήσουμε εντός ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού πλαισίου.

-*-