23/6/11

Εξευγενισμός: η ταξική αναβάθμιση μιας περιοχής

[Εψιλον, 11/10/09]

 Τα νέα κτίσματα τύπου «λοφτ», που κατασκευάζονται στο Γκάζι και το Μεταξουργείο, η μετατροπή του Ψυρρή και του Γκαζιού σε περιοχές διασκέδασης, οι χώροι πολιτισμού και τα εμπορικά κέντρα που ξεφυτρώνουν στην Πειραιώς, τα σχέδια ανάπλασης του Βοτανικού, η ολοκλήρωση της ανάπλασης της πλατείας Αυδή και του εργοστασίου μεταξιού στο Μεταξουργείο και τα σχέδια για το μέλλον του Κεραμεικού, όπως και ο τρόπος που εξελίχθηκε η πρόσφατη συζήτηση για την εγκληματικότητα και την υποβάθμιση του κέντρου, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε σοβαρές αλλαγές στον οικιστικό και κοινωνικό ιστό του κέντρου της Αθήνας.


Το ερώτημα είναι: Με ποιο τίμημα και για ποιους; Συγκεκριμένα: τι θα γίνουν οι κάτοικοι που μένουν τώρα σ' αυτές τις περιοχές, άνθρωποι χαμηλών εισοδημάτων, εργάτες, μετανάστες, Ρομά και παλιοί κάτοικοι της Αθήνας; Γιατί, όπως έγραψε το 1964 η κοινωνιολόγος Ρουθ Γκλας, εισάγοντας τον όρο gentrification (που αποδόθηκε στα ελληνικά εξευγενισμός), «από τη στιγμή που ξεκινά σε μια περιοχή αυτή η διαδικασία του "εξευγενισμού", συνεχίζει γρήγορα μέχρις ότου όλοι ή οι περισσότεροι των αρχικών κατοίκων από την εργατική τάξη εκτοπιστούν και αλλάξει ο συνολικός κοινωνικός χαρακτήρας της περιοχής.

Η διαδικασία του εξευγενισμού, όπως έχει εξελιχθεί σε όλες σχεδόν τις μεγαλουπόλεις της Δύσης, συνδέεται με δημογραφικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλλαγές των τελευταίων 50 χρόνων. Κάποτε τα προάστια ανταποκρίνονταν στο όνειρο της πυρηνικής οικογένειας για μια ζωή με ησυχία, τάξη και ασφάλεια, μακριά από τις εντάσεις του κέντρου. Καθώς όμως οι πόλεις μεγαλώνουν και η πυρηνική οικογένεια δίνει τη θέση της σε άλλες μορφές νοικοκυριών, τα προάστια δεν προσφέρονται πια να καλύψουν τις ανάγκες των γόνων των μεσαίων και μεγαλοαστικών στρωμάτων, που θέλουν να συνδυάσουν σε κοντινή απόσταση τη δουλειά, τη διασκέδαση και την κατοικία. Δημιουργείται, λοιπόν, ζήτηση για κατοικία σε κεντρικές περιοχές, οι οποίες αποκτούν πολιτιστική και εμπορική αξία.

«Οι κεντρικές περιοχές που εξευγενίζονται έχουν κάποιες πολιτιστικές αξίες που τώρα αναγνωρίζει και η αγορά», λέει η Ελένη Πορτάλιου, καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής της Αθήνας και δημοτική σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων με την παράταξη Ανοιχτή Πόλη. Είναι τμήμα της ιστορικής πόλης, γειτνιάζουν με αρχαιολογικούς χώρους, έχουν μια μικροκλίμακα κι έναν ενδιαφέροντα ιστό, όχι τον ξεχαρβαλωμένο ιστό που βρίσκουμε σε ορισμένα ανοικονόμητα προάστια· έχουν ατμόσφαιρα. Αυτά τα στοιχεία είναι που εμπορευματοποιούνται.

Στις ίδιες κεντρικές περιοχές συγκεντρώθηκαν βιομηχανίες και βιοτεχνίες και μαζί εργάτες που δούλευαν σ' αυτές και λαϊκά στρώματα, μαζί με συναφείς χρήσεις: καφενεία, παντοπωλεία, λαϊκοί κινηματογράφοι, οίκοι ανοχής. Λόγω της αποβιομηχάνισης της οικονομίας και της ανάπτυξης του τριτογενούς τομέα και επίσης λόγω της εγκατάλειψης των περιοχών από τα μεσαία και μεγαλοαστικά στρώματα που έφυγαν προς τα προάστια, αυτές οι κεντρικές περιοχές αφέθηκαν στη μοίρα τους, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστούν. Η μεγάλη πτώση της αξίας της γης έκανε τις περιοχές αυτές καταφύγιο για τους απόκληρους της πόλης.

Το παράδοξο είναι ότι η πτώση της αξίας γης κάνει τώρα τις ίδιες περιοχές πόλο έλξης των επενδυτών που φιλοδοξούν να τις εξευγενίσουν. Ο Θωμάς Μαλούτας, καθηγητής Ανθρώπινης Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΕΚΚΕ, εξηγεί: «Οταν η κρατική μηχανή και η τοπική κοινωνία δεν αντιπαλεύουν την υποβάθμιση μιας περιοχής και τις κοινωνικές οξύνσεις που εμφανίζονται, έχουμε ένα μοντέλο εξευγενισμού, σύμφωνα με το οποίο η γη γίνεται τόσο φτηνή που αποτελεί ευκαιρία για επενδύσεις του κεφαλαίου.

Σε μια ήπια μορφή εξευγενισμού, όπως συμβαίνει διεθνώς, προηγείται συνήθως μια μεταβατική περίοδος, όπου το Δημόσιο επεμβαίνει σε μια περιοχή με επενδύσεις μικρής κλίμακας. Σε αυτό το στάδιο μετακομίζουν στην περιοχή τα λεγόμενα «μποέμ στρώματα. Πρόκειται κυρίως για καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες, ανθρώπους που χρειάζονται μεγάλους χώρους για τη δουλειά τους κι έλκονται από το μεταιχμιακό χαρακτήρα της περιοχής.

Με τον ερχομό τους, η περιοχή γίνεται ακόμη πιο ελκυστική και η αξία γης αυξάνεται, όχι όμως ακόμη σε σημείο απαγορευτικό για μεγάλες επενδύσεις. Τότε, έρχονται στην περιοχή μεγαλοαστικά στρώματα και επενδυτές με πιο συντηρητικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που ανεβάζουν στα ύψη τις τιμές και αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία της περιοχής, απομακρύνοντας τόσο τους παλιούς κατοίκους όσο και τους νεοφερμένους μποέμ. Αυτή είναι η ήπια μορφή εξευγενισμού, που καταλήγει στον εκτοπισμό μέσω μιας ανάπλασης «ευρωπαϊκού τύπου», με πεζοδρομήσεις, δεντροφυτεύσεις, δημιουργία γκαλερί και εναλλακτικών χώρων εστίασης και ψυχαγωγίας.

Υπάρχουν και πιο βίαιες μορφές εξευγενισμού: επιχειρήσεις-σκούπα, αναγκαστικές εξώσεις ενοικιαστών, κατεδαφίσεις, ανεγέρσεις πολυτελών κατοικιών και τεράστιων χώρων εργασίας, εμπορίου και ψυχαγωγίας. Αυτή είναι η περίπτωση του εξευγενισμού που συνέβη σε πολλές αμερικανικές πόλεις και αλλού, με κλασικό παράδειγμα τα Ντόκλαντς του Λονδίνου, δίπλα στον Τάμεση, όπου ο εξευγενισμός συνδέθηκε με το θατσερισμό της δεκαετίας του 1980 και συνοδεύτηκε από συγκρούσεις μεταξύ παλιών και νέων κατοίκων.

Η Αθήνα, βέβαια έχει, τις δικές της ιδιαιτερότητες. Οπως επισημαίνει ο Θ. Μαλούτας, η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα είναι περισσότερο άκαμπτη σε σχέση με τις αγγλοσαξωνικές χώρες. Ενώ, για παράδειγμα, το 20% των νοικοκυριών της Αμερικής μετακομίζει κάθε χρόνο, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%. Επιπλέον, το πανταχού παρόν σύστημα της αντιπαροχής και το μεγάλο ποσοστό ιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου παρεμποδίζουν τις εύκολες, γρήγορες και μεγάλης κλίμακας μετακινήσεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επιχειρήθηκε ο εξευγενισμός του Ψυρρή, μιας παραδοσιακά λαϊκής και εργατικής συνοικίας που διατηρούσε ώς τότε το χαρακτήρα της, στεγάζοντας δεκάδες βιοτεχνίες και παραδοσιακά επαγγέλματα. Παρακινημένοι από τα σχέδια ανάπλασης της περιοχής, ένας μικρός αριθμός μποέμ στρωμάτων και επιχειρηματίες ήρθαν στου Ψυρρή με σκοπό να δημιουργήσουν την αθηναϊκή εκδοχή του Σόχο. Ομως οι αλλαγές έγιναν τόσο άναρχα και βιαστικά, που τελικά επικράτησε η βιομηχανία εστίασης και αναψυχής στην πιο μαζική και τουριστική της εκδοχή.

Η συνοικία κορέστηκε, οι επενδύσεις δεν φαίνεται ότι απέδωσαν τα αναμενόμενα και πολλοί εγκαταλείπουν τώρα την περιοχή που σε ορισμένα σημεία της δίνει την αίσθηση μιας τεχνητής πόλης, μιας Ντίσνεϊλαντ. Οι περιοχές αλλοιώνονται», σημειώνει η Ελένη Πορτάλιου, «χάνουν τα χαρακτηριστικά που είχαν όταν ήταν ελκυστικές στην πρώτη φάση της επένδυσης. Γιατί τα κελύφη των κτηρίων δεν είναι νεκρά σώματα. Νοηματοδοτούνται και από τις χρήσεις που προσλαμβάνουν.

Μια εκτεταμένη ζώνη εστίασης και ψυχαγωγίας διαμορφώνεται τώρα στο Γκάζι, ακολουθώντας τα βήματα του Ψυρρή. Οι μουσουλμάνοι, που άρχισαν να εγκαθίστανται στο Γκάζι τη δεκαετία του 1970 για να εργαστούν στο εργοστάσιο γκαζιού, σήμερα εγκαταλείπουν την περιοχή, μαζί με ένα μεγάλο μέρος των υπόλοιπων κατοίκων που δεν μπορούν ν' αντέξουν τον υπερβολικό θόρυβο το βράδυ και τη δραματική αύξηση των ενοικίων. Οπως μας πληροφορεί η Γεωργία Αλεξανδρή, υποψήφια διδάκτωρ Ανθρώπινης Γεωγραφίας που ετοιμάζει τη διδακτορική διατριβή της για τον εξευγενισμό στην Αθήνα με επιβλέποντα καθηγητή τον Θ. Μαλούτα, μέσα σε δέκα χρόνια το ενοίκιο για ένα δυάρι αυξήθηκε περισσότερο από πέντε φορές και η τιμή πώλησης μιας μονοκατοικίας σχεδόν τριπλασιάστηκε.

Με εξαίρεση την Πλάκα, οι εξελίξεις αυτές είναι πρόσφατες και δεν αποτυπώνονται στα στοιχεία της απογραφής του 2001. Σε κάποιες περιπτώσεις και ειδικά στο Μεταξουργείο», λέει ο Θ. Μαλούτας, «ενδέχεται να δούμε κάποια στοιχεία ενδεικτικά εξευγενισμού με τη νέα απογραφή του 2011. Υπάρχουν ήδη κάποιες ενδείξεις, αλλά πρέπει να δούμε τι σημαίνει και ποσοτικά στο σύνολο των κατοίκων της πόλης μια ιστορία που φαίνεται σε μεγάλο βαθμό σημειακή.

Φαίνεται ότι διάφοροι σχεδιασμοί θέλουν την περιοχή του Μεταξουργείου και του Κεραμεικού να εξευγενίζεται για να γίνει η νέα περιοχή κατοικίας του κέντρου. Ενας από τους επιχειρηματίες που τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιούνται έντονα στην περιοχή είναι ο Ιάσων Τσάκωνας, με την εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Oliaros. Πρόσφατα η Oliaros διοργάνωσε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για νέους αρχιτέκτονες ώς 35 ετών, που κλήθηκαν να σχεδιάσουν μια πρότυπη φοιτητική εστία που θα κατασκευαστεί σε άδειο οικόπεδο του Μεταξουργείου. Σύμφωνα με το έγκυρο διεθνές περιοδικό τέχνης «The Art Newspaper», ο Ι. Τσάκωνας βρίσκεται επίσης πίσω από την ιδέα για τη διοργάνωση της διεθνούς πλατφόρμας τέχνης RemapKM σε άδεια κτήρια και οικόπεδα του Κεραμεικού και του Μεταξουργείου. Το RemapKM κατηγορήθηκε ότι για χάρη της τέχνης έδιωξε μετανάστες που ζούσαν σε κάποιο από τα κτήρια και ότι συνδέθηκε με τις πρόσφατες επιχειρήσεις-σκούπα στην περιοχή, αλλά οι διοργανωτές διέψευσαν τις κατηγορίες.

«Η περιοχή δίνει την τεράστια ευκαιρία να γίνει κάτι θετικό για το μέλλον του κέντρου της Αθήνας», μας λέει ο Ι. Τσάκωνας. Εξηγεί: περίπου το 30% των ιδιοκτησιών της περιοχής είναι ερειπωμένα κτήρια ή άδεια οικόπεδα. Επιπλέον, η περιοχή έχει πολύ καλή κλίμακα δρόμου, σωστή ρυμοτομία, πράσινο, νεοκλασικά, πολυκατοικίες, αρχαιολογικούς χώρους και μια μελέτη αναβάθμισης του Δήμου Αθηναίων από το 1993 που προσπαθεί να δώσει ώθηση οικιστική στην περιοχή. Μιλά για «αναζωογόνηση» της περιοχής, όχι για εξευγενισμό. Αν αφήσεις την κατάσταση αποκλειστικά στα οικονομικά συμφέροντα», λέει, «η περιοχή θα γίνει σαν το Ψυρρή και το Γκάζι. Το ζήτημα είναι πώς μπορείς να δημιουργήσεις ένα περιβάλλον ισορροπημένο: με δυνατή οικιστική βάση, με καταστήματα της γειτονιάς, με κάποιους χώρους εστίασης και αναψυχής και με χώρους τέχνης και μουσικής που δημιουργούν ενδιαφέρον σε επίπεδο δημιουργικό.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ένας τρόπος να επιτευχθεί αυτού του είδους η ανάπλαση είναι η αρχιτεκτονική: η δενδροφύτευση και η δημιουργία ποδηλατόδρομων μπορούν, για παράδειγμα, να εμποδίσουν την κατάληψη των πεζοδρόμων από τραπεζοκαθίσματα. Ενας άλλος τρόπος είναι να πειστούν οι ιδιοκτήτες των κτηρίων να συμμετέχουν στο όραμα μιας βιώσιμης περιοχής και να μην πωλούν ή να μην ενοικιάζουν τους χώρους τους για χρήσεις που δεν συμφωνούν με τη φυσιογνωμία της. Ο ρόλος της πολιτείας είναι σημαντικός όσο κι ο ρόλος των κατοίκων. Πρέπει να είναι ενημερωμένοι και οργανωμένοι σε τέτοιο επίπεδο, που να ξέρουν, για παράδειγμα, ότι το μαγαζί στη γωνία δεν επιτρέπεται να γίνει καφενείο, μόνο σπίτι. Κι αν πάει να γίνει καφενείο, να παρέμβουν για να το σταματήσουν», λέει ο Ι. Τσάκωνας. Σχεδιάζει μάλιστα τη δημιουργία μιας δεξαμενής σκέψης από αρχιτέκτονες και ειδικούς που θα προσφέρουν τεχνογνωσία και ιδέες σε συντονισμό με τους κατοίκους της περιοχής.

Ομως, ποιοι είναι οι κάτοικοι της περιοχής; Τα νέα στρώματα που ετοιμάζονται να την κατοικήσουν ή οι παλιοί της κάτοικοι; Στην περιοχή έχουν εγκατασταθεί από καιρό Ρομά και μετανάστες, κυρίως αιγυπτιακής, πολωνικής και αλβανικής καταγωγής και, πιο πρόσφατα, μετανάστες χωρίς χαρτιά που ζουν στοιβαγμένοι σε κτήρια της περιοχής, πολλά από τα οποία σε κακή κατάσταση. Δραστηριοποιούνται επίσης μετανάστες κινέζικης καταγωγής, που έχουν εργαστήρια και καταστήματα χονδρεμπόριου και ανοίγουν συνεχώς καινούργια, με χρηματοδότηση του κινεζικού κράτους («αυτοί είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση-σκούπα στην περιοχή», λέει ο Ι. Τσάκωνας). Οι οίκοι ανοχής, η διακίνηση ναρκωτικών και το τράφικινγκ συμπληρώνουν την εικόνα.

«Το θέμα είναι πώς υπερασπιζόμαστε τους αδύνατους», λέει η Ελένη Τζιρτζιλάκη, αρχιτέκτων και ιδρυτικό μέλος του Δικτύου Νομαδική Αρχιτεκτονική. Οι μετανάστες, οι παλιές αθηναϊκές οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, οι μονογονεϊκές οικογένειες, αυτοί που κατοικούν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια, οι οίκοι ανοχής, αυτοί ζουν τώρα στην περιοχή και έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν να ζουν εκεί. Πριν απ' όλα, το κράτος έχει την ευθύνη να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής τους. Αντί να δίνει τόσα χρήματα για την αστυνόμευση, πρέπει να δημιουργήσει κοινωνικά προγράμματα στο ΥΠΕΧΩΔΕ και το Δήμο Αθηναίων.

Το ερώτημα είναι από πού ξεκινά κανείς: από την ανάπλαση μιας περιοχής ή από την προσπάθεια αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων; Το αντίθετο του εξευγενισμού», γράφει ο Πίτερ Μαρκούζε, καθηγητής Αστικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, «δεν είναι η κατάρρευση και η εγκατάλειψη -ο αποεξευγενισμός- αλλά ο εκδημοκρατισμός της κατοικίας. Στο εξωτερικό έχουν γίνει επιτυχημένες προσπάθειες αναβάθμισης περιοχών χωρίς να εκτοπιστούν τα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Τέτοια παραδείγματα βρίσκουμε στη συνοικία Πρε της Γένοβας, στο Βερολίνο, σε πόλεις της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και αλλού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι δημοτικές αρχές παρενέβησαν, είτε επιδοτώντας τους παλιούς κατοίκους για να καλύψουν την αύξηση της τιμής των ενοικίων είτε υποχρεώνοντας τους επενδυτές να παραχωρήσουν ένα ποσοστό από την υπεραξία της επένδυσης για τη δημιουργία κατοικιών που απευθύνονται σε χαμηλά εισοδήματα.

Τρόποι υπάρχουν, το ερώτημα είναι αν υπάρχει θέληση. Στην Ελλάδα, η προϊστορία του Δήμου Αθηναίων και του κράτους σε ζητήματα πόλης δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ο ρόλος του ελληνικού κράτους σε όλη τη διαδικασία εξευγενισμού είναι να ενθαρρύνει τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις τοπικές κοινότητες ή ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και δημόσιας συμμετοχής», λέει η Γεωργία Αλεξανδρή.

Αν αυτή η πολιτική δεν αλλάξει, κάποιοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν ακριβά το τίμημα του εξευγενισμού της Αθήνας και κάποιοι άλλοι να επωφελούνται. Αν είναι να διωχτεί ο φτωχός κόσμος, και μάλιστα στη σημερινή οικονομική κατάσταση», λέει η Ελένη Πορτάλιου, «προτιμώ να μη γίνει καμία ανάπλαση και να μείνει έτσι η πόλη, με τα κάποια προβλήματα που έχει. Καλύτερα να μη γίνει τίποτα, αν δεν πρόκειται να υπάρξει μια διαφορετική, κοινωνικά δίκαιη προσέγγιση του θέματος.

____________

Υπερεξευγενισμός

* Πρόσφατα καταγράφηκε το φαινόμενο του υπερ-εξευγενισμού, κατά το οποίο τα γκόλντεν μπόις των κλάδων που συνοπτικά περιγράφονται ως «FIRE» (φωτιά ή Finance, Insurance, Real Estate, Enterprise: Οικονομία, Ασφάλειες, Κτηματαγορά και Επιχειρηματικότητα) εκτοπίζουν ακόμη και τους μεγαλοαστούς κατοίκους που κατοίκησαν μια περιοχή σε μια προηγούμενη φάση εξευγενισμού της.

* Ο Τζουζέπε Ασεμπίλιο, ο εξευγενιστής πολεοδόμος της Βαρκελώνης «με τη φήμη του άτεγκτου μάνατζερ, που δεν δίστασε να γκρεμίσει μέσα σε 20 χρόνια όσα δεν τόλμησε κανείς να ισοπεδώσει σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα», όπως έγραψε ο τύπος, πιστεύει ότι «η συνταγή του μέλλοντος είναι το "FIRE"», δηλαδή τα γκόλντεν μπόις με τον υπερ-εξευγενισμό που φέρνουν. Οι επικριτές του Ασεμπίλιο πιστεύουν απλώς ότι «η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία βρίσκονται πια στην υπηρεσία της αγοράς. Είναι πιθανό στο μέλλον να ακούσουμε περισσότερα για τον Ασεμπίλιο, γιατί κατά την προεκλογική περίοδο ο Γ. Παπανδρέου γνωστοποίησε ότι του έχει αναθέσει «σχέδια για την Ελλάδα.

* Η πρώτη διαδικασία εξευγενισμού στην Αθήνα συνέβη στην Πλάκα τη δεκαετία του 1980. Η Πλάκα ήταν παραδοσιακά μια λαϊκή και εργατική συνοικία, στην οποία άνθησε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 η βιομηχανία της εναλλακτικής και αντεργκράουντ διασκέδασης της πόλης. Τη δεκαετία του 1980, το κράτος αποφάσισε να παρέμβει: αγόρασε και ανακαίνισε νεοκλασικά κτήρια, στα οποία στέγασε υπηρεσίες του Δημοσίου, όρισε κριτήρια αισθητικής ομοιομορφίας για τις προσόψεις των καταστημάτων και θέσπισε νέες χρήσεις γης. Η Πλάκα εξυπηρετεί σήμερα σε μεγάλο βαθμό τις επενδύσεις της τουριστικής βιομηχανίας και η αξία γης είναι απλησίαστη για τα λαϊκά στρώματα που άλλοτε την κατοικούσαν.

____________

Διαβάστε

 Λίλα Λεοντίδου, «Πόλεις της σιωπής: Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940», Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, 2001

Η καθηγήτρια του Τμήματος Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου θέτει το ζήτημα του κοινωνικού αποκλεισμού στην Αθήνα και τον Πειραιά των αρχών του 20ού αι. με επίκεντρο την αναδυόμενη εργατική τάξη και εξερευνά τις σχέσεις του χωρικού και του κοινωνικού αποκλεισμού σε μια τοπική κοινωνία που περικυκλώνεται από ένα μεταβαλλόμενο διεθνές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον.

***

Neil Smith, «The New urban frontier: gentrification and the revanchist city», Routledge, 1996

Ο καθηγητής Ανθρωπολογίας και Γεωγραφίας Neil Smith αναλύει τον εξευγενισμό ως φαινόμενο οικονομικό, που έχει τις ρίζες του στην άνοδο των τιμών γης και την κερδοσκοπία. Εξετάζοντας τη διασύνδεση της δημόσιας πολιτικής για την πόλη με το φαινόμενο των αστέγων και τις εξώσεις, μιλά για μια εκδικητική διάθεση των μεγαλοαστικών στρωμάτων απέναντι στα χαμηλότερα εισοδήματα.

-*-