22/6/11

Βικτόρια Χίσλοπ: Η απρόσμενη γαλήνη μιας πρώην αποικίας λεπρών

[Εψιλον, 15/4/07]

Ήταν η έκπληξη της χρονιάς στα εκδοτικά πράγματα της Αγγλίας. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Το Νησί» έμεινε για καιρό στην πρώτη θέση των πωλήσεων, ξεπερνώντας τα 800.000 αντίτυπα. Πριν λίγες ημέρες η Βικτόρια Χίσλοπ (Victoria Hislop), που γράφει σε περιοδικά άρθρα με τις περιπέτειές της από τα ταξίδια που πραγματοποιεί μανιωδώς, κέρδισε το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στα Βρετανικά Βραβεία Βιβλίου, γνωστότερα ως Nibbies, ένας θεσμός που είναι για τη βρετανική βιομηχανία βιβλίου ό,τι είναι τα Όσκαρ για τον αμερικανικό κινηματογράφο. Όλα αυτά με ένα μυθιστόρημα που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα, και μάλιστα όχι σε τουριστικό θέρετρο, αλλά στο νησάκι της Σπιναλόγκα στην Κρήτη, μια αποικία λεπρών μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.

____________

Σας ξάφνιασε η επιτυχία του βιβλίου;

Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου όταν άρχισα να το γράφω πριν πέντε χρόνια. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, πίστευα πολύ στην ιστορία του βιβλίου και ήξερα με βεβαιότητα ότι πρέπει να εκδοθεί. Για πολύ λίγα πράγματα στη ζωή μου είχα τέτοια σιγουριά. Και νιώθω ότι στην πορεία υπήρξα πολύ τυχερή. Κέρδισα πολλά, ας τα ονομάσω, βραβεία –ότι εκδόθηκε το βιβλίο, ότι είχε τέτοια ανταπόκριση. Η βράβευσή μου στα Nibbies επισφράγισε όλη αυτή την προσπάθεια.

Βρήκατε εύκολα εκδότη;

Η πρώτη ατζέντισσα που της έστειλα την ιδέα την απέρριψε. Βρήκε το θέμα μη εμπορικό. Κλείσαμε το τηλέφωνο και θυμάμαι ότι σκεφτόμουν, «τι ηλίθια γυναίκα, δεν μπορεί να καταλάβει περί τίνος πρόκειται – αυτή χάνει!». Η αλήθεια είναι ότι το θέμα της λέπρας βρίσκεται προς το τέλος της σειράς από πλευράς εμπορικότητας. Είναι ξεπερασμένο, αποκρουστικό, αντιστέκεται στο γκλάμουρ. Ένα μυθιστόρημα για το AIDS είναι πιθανότατα πιο εμπορικό. Και όμως. Ήξερα ότι το μέρος για το οποίο έγραφα και οι χαρακτήρες που είχα δημιουργήσει ήταν ιδιαίτεροι. Δεν αισθανόμουν τόσο ότι έχω να κατασκευάσω μια ιστορία όσο ότι η ιστορία υπάρχει και περιμένει κάποιον να την πει.

Πώς σας ήρθε η ιδέα;

Κάναμε διακοπές στην Κρήτη με τον σύζυγό μου και τα δυο μας παιδιά και επισκεφτήκαμε τη Σπιναλόγκα. Ένιωσα έναν έντονο ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα. Περίμενα ένα απαίσιο εγκαταλελειμμένο μέρος καταμεσίς του κόλπου. Αντί γι’αυτό, υπήρχαν σημάδια ανθρώπινης παρουσίας. Το έβλεπες στις μικρές λεπτομέρειες - ξέφτια από κουρτίνες που κρέμονται ακόμη από παράθυρα, απομεινάρια από παντζούρια που τρίζουν ακόμη με τον αέρα, ο χώρος του δημόσιου πλυσταριού, οι εκκλησίες, τα σπίτια. Όλα αυτά δίνουν την εντύπωση ενός πανέμορφου χώρου. Προφανώς ήταν ένας τόπος πόνου και δυστυχίας, αλλά αισθάνθηκα ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν μίζερα.

Δεν σας αγρίεψε το μέρος;

Κάθε άλλο. Κάποιοι μου είπαν ότι το βρήκαν καταθλιπτικό και άγριο. Κρίμα γι’αυτούς - εγώ το αγάπησα. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, νιώθω πολύ οικεία στη Σπιναλόγκα. Με ηρεμεί, όπως με ηρεμεί το σπίτι μου στην Αγγλία. Ζω σε ένα σπίτι του 14ου αιώνα. Οι αιώνες του δίνουν μια παράξενη ατμόσφαιρα που σε γαληνεύει.

Σαν να είναι στοιχειωμένο;

Κάπως έτσι. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα και δεν είμαι ιδιαίτερα ευσυγκίνητη. Ούτε όμως πιστεύω ότι πεθαίνουμε και απλά εξαφανιζόμαστε. Δεν ξέρω – αφήνουμε κάτι, μια αστρική μυρωδιά, ίχνη, μια ατμόσφαιρα. Ένιωσα λοιπόν ότι πρέπει να γραφτεί μια πιο αισιόδοξη και ρεαλιστική ιστορία για το νησί. Είδα ότι κανείς δεν την είχε γράψει κι αποφάσισα ότι πρέπει να την γράψω εγώ.

Πού εντοπίζετε την αισιοδοξία σε μια αποικία λεπρών;

Στη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, τη δύναμη της επιβίωσης. Πριν λίγο καιρό ήρθε να με βρει στην Κρήτη ένας άνθρωπος από την Αθήνα, ο Μανώλης. Κάποτε φρόντιζε τους λεπρούς στη Σπιναλόγκα και στα τέλη του ’60, αρχές του ’70, αρρώστησε κι ο ίδιος. Βλέπεις στο πρόσωπό του τα σημάδια της αρρώστιας. Έπρεπε λοιπόν να μπει στο νοσοκομείο της Αγίας Βαρβάρας στην Αθήνα. Αγαπούσε μια γυναίκα κι ήξερε ότι θα την αποχωριζόταν όσο ήταν στο νοσοκομείο, κι ότι ακόμη κι αν θεραπευόταν, το πιθανότερο ήταν να τη χάσει. Και όμως, θεραπεύτηκε, παντρεύτηκαν κι έκαναν και μια κόρη. Είναι σήμερα 84 ετών και είναι από τους πιο αξιαγάπητους και δυνατούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει - πολύ πιο δυνατός και αστείος από πολλούς γνωστούς μου που ζουν μια εύκολη ζωή.

Δείχνετε τους ανθρώπους στη Σπιναλόγκα να παντρεύονται, να ζουν μια φυσιολογική κοινωνική ζωή. Βασιστήκατε στη φαντασία σας ή σε στοιχεία;

Βασίστηκα στα ίχνη που υπάρχουν στο ίδιο το νησί, σε λιγοστά στοιχεία που βρήκα στα αγγλικά, κι έπρεπε να δημιουργήσω τα υπόλοιπα. Αλλά η μεγάλη μου ανταμοιβή ήταν ότι όσοι διάβασαν το βιβλίο στην Ελλάδα μου είπαν ότι αποτύπωσα σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Υπήρχε στη Σπίνα Λόγκα ένας ασθενής, τυφλός αλλά πολύ ιδιαίτερος, νομίζω ότι ήταν δικηγόρος. Ο Μανώλης έχει καταγράψει τα απομνημονεύματα αυτού του ανθρώπου και μου είπε ότι κάπως έτσι ζούσαν.

Τους βάζετε να εκδίδουν μέχρι και εφημερίδα.

Αυτό είναι πραγματικό στοιχείο - το βρήκα σ’ένα βιβλιαράκι για την ιστορία του νησιού. Και μάλιστα έλεγε ότι εξέδιδαν σατιρική εφημερίδα, αλλά αναγκάστηκα να απαλείψω το στοιχείο της σάτιρας, γιατί ο σύζυγός μου είναι διευθυντής μιας πολύ γνωστής σατιρικής εφημερίδας στην Αγγλία, του Private Eye, και ο κόσμος θα νόμιζε ότι προσπαθούσα να κάνω χιούμορ, ότι αναφερόμουν έμμεσα σε αυτόν. Πάντως, το γεγονός ότι έβγαζαν σατιρική εφημερίδα στο νησί δείχνει πολλά – ότι είχαν αίσθηση του χιούμορ, ότι ενδιαφέρονταν για τον έξω κόσμο, ότι ήταν έξυπνοι.

Επικοινωνούσαν με τον έξω κόσμο;

Δέχονταν επισκέπτες και αγαθά από την Κρήτη. Μια γαλλική εφημερίδα από το 1928 δείχνει μια φωτογραφία επισκεπτών να αποβιβάζονται με τις βάρκες στο νησί. Αλλά στο μυθιστόρημα περιόρισα τα πολλά πάρε-δώσε με τον έξω κόσμο, γιατί ήθελα να δώσω την εικόνα ενός μικρόκοσμου, μιας κοινωνίας περισσότερο κλειστής. Η εικόνα ενός νησιού απομονωμένου κάνει την ιστορία δυνατότερη. Πρόκειται άλλωστε για έναν τόπο εξορίας.

Βρίσκετε αναλογίες στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε σήμερα τέτοιες ασθένειες;

Μοιάζει πολύ με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τους ασθενείς του AIDS, τουλάχιστον όταν πρωτοεμφανίστηκε το AIDS και δεν γνωρίζαμε ακόμη πολλά. Ο κόσμος φοβόταν ακόμα και να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με τους ασθενείς. Και ακόμη και σήμερα τόσο οι λεπροί όσο και όσοι έχουν AIDS είναι κοινωνικά στιγματισμένοι. Το ίδιο δεν συμβαίνει με τους ψυχικά αρρώστους που τους κλείνουμε σε άσυλα; Ο κόσμος φοβάται το διαφορετικό, το εξοστρακίζει. Νομίζω ότι η εικόνα του νησιού ενσαρκώνει την εικόνα του κοινωνικά απόβλητου ανθρώπου. Θέλησα, παίρνοντας αφορμή από την απρόσμενη ομορφιά του μέρους, να προκαλέσω τον αναγνώστη να επανεξετάσει τις προκαταλήψεις του για το πώς αντιμετωπίζει το διαφορετικό.

Η εικόνα που έχουμε για την αρρώστια ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

Όχι. Μια συνηθισμένη παρεξήγηση είναι να νομίζουμε ότι όταν κάποιος κολλήσει λέπρα, όπως κολλούν ακόμη άνθρωποι στην Ινδία, την Αφρική και αλλού, χάνει αμέσως τα δάκτυλά του και το σώμα του παραμορφώνεται. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα από τα τελευταία στάδια της αρρώστιας. Στην αρχή, το μικρόβιο επιτίθεται στα νεύρα με αποτέλεσμα να μην νιώθεις κάποια σημεία του σώματος. Μπορεί να έχεις μια φουσκάλα, έναν κάλο, ένα κόψιμο και να μην το καταλάβεις. Το αφήνεις λοιπόν χωρίς θεραπεία και στο τέλος αναγκάζονται να στο κόψουν. Μπορείς να έχεις την ασθένεια για χρόνια χωρίς να το γνωρίζεις. Αλλά ευτυχώς πλέον θεραπεύεται.

Βασίσατε τους χαρακτήρες σε υπαρκτά πρόσωπα;

Θέλησα να βασιστώ περισσότερο στη φαντασία μου. Όταν ολοκλήρωσα το βιβλίο επισκέφτηκα νοσοκομεία λεπρών στην Ινδία, αλλά νωρίτερα το απέφυγα. Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω υπαρκτούς ανθρώπους ούτε να περιγράψω τα συμπτώματα πολύ παραστατικά.

Για να μην σοκάρετε;

Νομίζω ότι δεν θα βοηθούσε το βιβλίο. Είχα την οδηγία από τον εκδότη να μην βάλω σκηνές σεξ στο βιβλίο και αποφάσισα να μην έχω και παραστατικές περιγραφές. Άλλωστε εγώ η ίδια δεν τα πάω καλά με τις αρρώστιες και τα νοσοκομεία. Πρόσφατα έσπασα το πόδι μου παίζοντας τένις κι έπρεπε να πάω ν’ αλλάξω το γύψο. Με ρώτησε ο γιατρός αν ήθελα να κοιτάξω την πληγή. Δεν μπορούσα – του είπα να αλλάξει το γύψο γρήγορα να ξεμπερδεύουμε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω νοσοκόμος.

Πιστεύετε ότι η φαντασία του συγγραφέα ξεπερνά την πραγματικότητα;

Δεν νομίζω. Πριν έναν μήνα έμαθα μια αληθινή ιστορία για τη Σπιναλόγκα τόσο ανατριχιαστική που δεν θα μπορούσα ποτέ να τη δημιουργήσω με τη φαντασία μου. Ήταν τις πρώτες μέρες που δημιουργήθηκε η αποικία και η κυβέρνηση δεν μπορούσε να βρει ανθρώπους να φροντίζουν τους λεπρούς. Πήγαν λοιπόν στις φυλακές, στους εγκληματίες που είχαν καταδικαστεί σε ισόβια, και τους είπαν, «τι προτιμάτε, να περάσετε τη ζωή σας στη φυλακή ή να πάτε στη Σπιναλόγκα να φροντίσετε τους λεπρούς;» Πολλοί διάλεξαν τη Σπιναλόγκα. Και εκεί από φυλακισμένοι μεταμορφώθηκαν σε δεσμοφύλακες. Συμπεριφέρονταν βάναυσα στους λεπρούς – τους κλείδωναν μέσα στα σπίτια νωρίς το απόγευμα, τους μεταχειρίζονταν απαίσια. Τελικά οι ασθενείς εξεγέρθηκαν και οι δεσμώτες τους απομακρύνθηκαν για να επιστρέψουν στη φυλακή. Δεν είναι καταπληκτική ιστορία; Τίποτα δεν είναι πιο απίστευτο από την ίδια τη ζωή.

Είπαν για το βιβλίο σας ότι είναι το νέο «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι».

Νομίζω ότι το είπαν γιατί το «Μαντολίνο» είναι το μόνο μυθιστόρημα για την Ελλάδα που έχουν διαβάσει οι περισσότεροι στην Αγγλία. Δεν είναι περίεργο που σχεδόν κανείς Άγγλος συγγραφέας δεν γράφει για την Ελλάδα; Γράφουν για την Ισπανία και την Ιταλία, αλλά όχι για την Ελλάδα. Και όμως, η Ελλάδα προσφέρει τόσα στοιχεία για καλές ιστορίες – η ατμόσφαιρά της, η κουλτούρα της, οι άνθρωποι.

Επισκέπτεστε συχνά την Ελλάδα;

Έχω έρθει πάνω από 30 φορές. Πρόσφατα αγοράσαμε ένα σπίτι στην Κρήτη και θα ερχόμαστε ακόμα συχνότερα. Άρχισα ήδη να μαθαίνω ελληνικά.

Τι σας αρέσει εδώ;

Ο τρόπος που επικοινωνούν μεταξύ τους οι άνθρωποι. Τους παρατηρώ στα καφενεία στην Κρήτη - περισσότερο βέβαια τους άνδρες παρά τις γυναίκες, γιατί φαίνεται ότι οι άνδρες συχνάζουν στα καφενεία και οι γυναίκες μένουν σπίτι για τις δουλειές. Επικοινωνούν πολύ άμεσα, ανοιχτά, με πάθος. Συζητούν και μοιάζουν σαν να καυγαδίζουν, συμμετέχουν στην κουβέντα με όλο τους το είναι.

Δεν είναι έτσι στην Αγγλία;

Είναι τελείως το αντίθετο. Στην Αγγλία δεν θα προσκαλούσαν ποτέ στο σπίτι τους κάποιον που δεν ξέρουν πολύ καλά. Στην Ελλάδα έχω επισκεφτεί ένα σωρό σπίτια και μου έχουν φερθεί βασιλικά. Βρίσκω να μου αρέσουν στους Έλληνες αντεστραμμένα όλα αυτά που απεχθάνομαι στους Άγγλους. Είναι γενναιόδωροι, φιλικοί. Οι Άγγλοι είναι πολύ πιο συγκρατημένοι.

Εσείς είστε συγκρατημένη;

Όχι. Αλλά εγώ δεν νιώθω καθόλου αγγλίδα. Δεν μοιάζω κιόλας με αγγλίδα. Ούτε εγώ ούτε η μητέρα μου. Έχουμε μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια. Έχουμε βρεθεί στο λάθος μέρος.

Ένας γνωστός που δεν του αρέσουν τα ταξίδια λέει ότι δεν νιώθει την ανάγκη να ταξιδέψει γιατί είναι πολύ ικανοποιημένος από τη ζωή του στο μέρος που ζει. Εσείς που ταξιδεύετε μανιωδώς νιώθετε ότι προσπαθείτε να ξεφύγετε από κάτι;

Θα έλεγα ότι δεν προσπαθώ να ξεφύγω από κάτι, αλλά να βρω κάτι άλλο. Νομίζω ότι απλά έχω την ανάγκη για ζεστασιά – και στον καιρό και στους ανθρώπους. Αυτά τα δύο συνήθως πάνε μαζί.

-*-