18/6/11

Κατευθυνόμενος τουρισμός: Κυνηγώντας δολάρια στην Αθήνα

[Εψιλον, 6/8/06]

Ένα απόγευμα του Ιουλίου, η Νικόλ, 18 χρονών από τη Μασαχουσέτη, κοιτάζει βιτρίνες στην Πανδρόσου, τον πιο τουριστικό δρόμο της Αθήνας, μαζί με τον πατέρα της και εκατοντάδες συμπατριώτες της που έφτασαν το πρωί στον Πειραιά με το κρουαζιερόπλοιο Grand Princess. Ξεχωρίζουν από τους άλλους τουρίστες από τις κονκάρδες που φορούν στο στήθος για να μη χαθούν: λατινικά γράμματα και αριθμοί, κωδικοί των πούλμαν που, μετά από μια σύντομη ξενάγηση στην πόλη, τους άφησαν στο Σύνταγμα για ψώνια. Σε λίγες ώρες το Princess θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα, και η Νικόλ βιάζεται. «Έχει τόσα καταστήματα εδώ», λέει, «και πολύ καλές τιμές». Μου δείχνει την καδένα και το δαχτυλίδι που αγόρασε. Ωραία είναι, αλλά γιατί τέτοια βιασύνη να ψωνίσει κοσμήματα στην Αθήνα; «Είναι μοναδικά κομμάτια», λέει, «αυθεντικά».

Οι Αμερικανοί τουρίστες είναι η χαρά της τουριστικής αγοράς. Φτάνουν κατά χιλιάδες στην Ελλάδα με μεγάλα κρουαζιερόπλοια που κάνουν το γύρο της Μεσογείου -περισσότερα από 350 δρομολόγια θα σταματήσουν στον Πειραιά φέτος το καλοκαίρι- και είναι φορτωμένοι δολάρια και πιστωτικές κάρτες. Ακόμα και αν τελευταία, με την άνοδο του ευρώ, είναι πιο προσεκτικοί, ξοδεύουν απλόχερα. «Ο μέσος Αμερικανός», μου λέει ξεναγός που συνεργάζεται χρόνια με αμερικανικά τουριστικά γραφεία, «ξοδεύει όσο τέσσερις Γερμανοί». Αγοράζουν τα πάντα, και κυρίως κοσμήματα, που φημίζονται για την τιμή τους –τα ελληνικά εργατικά χέρια είναι φθηνότερα- και τα αρχαιοελληνικά τους σχέδια. «Όπως οι Έλληνες πάνε στην Αμερική για ηλεκτρονικά», λέει ο ξεναγός, «έτσι οι Αμερικανοί έρχονται εδώ για κοσμήματα». Αρχαίο πνεύμα αθάνατο από τον τόπο του, και σε συμφέρουσα τιμή – τι άλλο θέλει ένας τουρίστας;

Δεν αρκεί βέβαια το αρχαίο πνεύμα να στηρίξει την αγορά – συν Αθηνά και χείρα κίνει. Με στόχο τα πολυπόθητα δολάρια έχει στηθεί ολόκληρος μηχανισμός, συχνά στα όρια της νομιμότητας, ή και κάτω από αυτά. Οι τουρίστες στηρίζονται στην καλοσύνη των αγνώστων, αλλά η καλοσύνη είναι για το εμπόριο ό,τι η στολή της Κοκκινοσκουφίτσας για το μεταμφιεσμένο Κακό Λύκο. Η αγορά ξέρει καλά να στήνει παγίδες.

Το ψηστήρι αρχίζει από το πλοίο. Σε κάθε καμπίνα, ένα κανάλι κλειστού κυκλώματος κι ένα περιοδικό εξασφαλίζουν τη διαφήμιση τοπικών καταστημάτων και προϊόντων. Τα επιμελείται η Onboard Media, μια εταιρεία που ειδικεύεται στη διαφημιστική προώθηση των τοπικών αγορών σε μερικά από τα μεγαλύτερα κρουαζιερόπλοια στον κόσμο. «Καλλιεργούμε την ιδέα ότι τα ψώνια είναι μέρος της εμπειρίας του ταξιδιού», λέει ο διευθυντής του ευρωπαϊκού τμήματος Ντάριο Παστορέλι. «Ειδικά οι Αμερικάνοι αγοράζουν εύκολα αν τους πεις μια ιστορία. Τους λέμε την ιστορία των καταστημάτων και των προϊόντων και τονίζουμε ότι δεν πρόκειται να τα βρουν στην πατρίδα τους».

Για να εγκαταλείψουν την πισίνα, το καζίνο, τα παιχνίδια μπίνγκο και το άφθονο προπληρωμένο φαγητό στο πλοίο, το φυλλάδιο που μοιράζει η Onboard Media με τίτλο «Ανακαλύψτε τα ψώνια» τους παρακινεί: «βγείτε εκεί έξω». Αλλά εκεί έξω, τα ψώνια δεν είναι πάντα εύκολα. Άλλα λιμάνια διεκδικούν εξίσου τα χρήματα των τουριστών. Το διαπίστωσα μια Κυριακή στην Πανδρόσου που το Grand Princess είχε ήδη περάσει από τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, τη Ρώμη και τη Βενετία: στη μισή ώρα που ένας ιδιοκτήτης καταστήματος χαλιών προσπαθούσε να μου εξηγήσει γιατί η αγορά έχει λιγότερα έσοδα παρά τον αυξημένο αριθμό των τουριστών, μόνο ένας τουρίστας μας διέκοψε, κι αυτός για να ρωτήσει πού βρίσκεται η Μητρόπολη.

Άλλο πρόβλημα της Αθήνας είναι ότι δεν είναι φιλική για τον τουρίστα –έλλειψη χώρων πρόσβασης των πούλμαν, κίνηση, διαδηλώσεις, σκουπίδια- και, ακόμα μεγαλύτερο, ότι έχει πολλά αξιοθέατα. Η ξενάγηση και το κουραστικό ανέβασμα στην Ακρόπολη αφαιρούν ενέργεια και χρόνο από τα ψώνια.

«Γι’αυτό οργανώνουμε την ημέρα έτσι που να διευκολύνονται τα ψώνια», λέει ο Ντάριο Παστορέλι. «Επιλέγουμε καταστήματα γύρω από την Ακρόπολη, στην Πλάκα, όπου οι τουρίστες πηγαίνουν έτσι κι αλλιώς. Τους λέμε να μείνουν εκεί για να είναι ασφαλείς».

Στο φυλλάδιο της Onboard με προτάσεις για αξιοθέατα, μόνο μία έχει την ένδειξη «μην το χάσετε»: η αγορά της Πλάκας. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθείς τη βιαστική πορεία των γκρουπ της Princess στην πόλη, μπροστά οι ξεναγοί με πινακίδες, πίσω οι τουρίστες με τις κονκάρδες. Κατεβαίνουν γρήγορα την Ερμού και στρίβουν αριστερά για τη Μητρόπολη, όπου αρχίζει η Πανδρόσου. Οι ξεναγοί τους οδηγούν μπροστά από καταστήματα που έχουν αναρτήσει σε ευδιάκριτο σημείο το μπλε σήμα της Princess, και η περιπέτεια των αγορών αρχίζει.

Σκορπίζουν στο δρόμο, μπαίνουν στα καταστήματα, ή κάθονται στην πλατεία Μητροπόλεως κάτω από τις βελανιδιές. Συναντώ δασκάλους, πωλητές, νοσοκόμους, ελεύθερους επαγγελματίες, συνταξιούχους, μεσαία και μικροαστικά στρώματα που δείχνουν ότι οι κρουαζιέρες ανήκουν πια στην κατηγορία του λαϊκού τουρισμού. Ένα ζευγάρι από το Σιάτλ μου λέει ότι απογοητεύτηκε από την Ακρόπολη. «Με όλα αυτά τα έργα αναστύλωσης, δεν φαίνεται όπως στις φωτογραφίες. Αν το ξέραμε, θα καθόμασταν στο πλοίο να τη βλέπουμε από εκεί». Τους αφήνω να ξαποστάσουν στον ίσκιο του δέντρου, προσπαθώντας να διώξω απ'το μυαλό μου επίμονες εθνικιστικές παροιμίες με Ακροπόλεις και βελανίδια, και στρέφομαι σε μια παρέα από το Νιου Τζέρσι. «Η Ακρόπολη!», λένε. «Την είδαμε επιτέλους από κοντά». Δεν είναι όλοι οι τουρίστες ίδιοι, σκέφτομαι, μέχρι που μου δείχνουν τα ψώνια τους: ούζο, ελληνικός καφές, κι ένα λευκό τραπεζομάντηλο που λένε ότι αντιπροσωπεύει μοναδικά την Ελλάδα. «Πιο αυθεντικά δεν γίνεται», λένε.

Έξω από ένα κοσμηματοπωλείο με το σήμα της Princess έχει συγκεντρωθεί ένα γκρουπ και ακούει την ξεναγό. Βλέπω την Κάθλιν από την Καλιφόρνια, 35 ετών, να ξεμακραίνει και τη ρωτώ τι τους έλεγε. «Ότι είναι κατάστημα με μεγάλη ιστορία», λέει, «πολύ καλή ποιότητα, και πολύ καλές τιμές». Το γνωστό ποίημα.

Αυτό που δεν λέει το ποίημα είναι ότι η υπόδειξη καταστημάτων γίνεται με το αζημίωτο, βάσει συμφωνίας με το Princess (ή με άλλες εταιρείες κρουαζιερόπλοιων και τους Έλληνες εκπροσώπους τους). Η συμφωνία υποχρεώνει τα συνεργαζόμενα καταστήματα να πληρούν ορισμένες προδιαγραφές εμφάνισης, προϊόντων και τιμών, να παρέχουν δίμηνη εγγύηση επιστροφής, και, το κυριότερο, για κάθε πώληση σε πελάτη του κρουαζιερόπλοιου, να δίνουν στην ιδιοκτήτρια εταιρεία ποσοστό της τάξης του 10%.

Δεν είναι όλοι χαρούμενοι μ’αυτές τις συμφωνίες. «Όταν ο ξεναγός προτείνει ένα κατάστημα», λέει κοσμηματοπώλης που δεν συνεργάζεται με την Princess, «δυσφημίζει τους υπόλοιπους. Δεν θέλει πολύ. Φτάνει να πει ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί για τους άλλους».

Όταν επαναλαμβάνω το επιχείρημα στους συνεργαζόμενους καταστηματάρχες, γίνονται επιθετικοί. «Αγόρι μου», μου λέει ένας, «στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη εποχή δεν περιμένεις το μάννα εξ ουρανού. Τον τουρίστα πρέπει να τον κυνηγήσεις. Όσοι δεν μπορούν να προσαρμοστούν στην ελεύθερη αγορά, έχουν ξοφλήσει».

Ρωτώ τον πρόεδρο του Συλλόγου Καταστηματαρχών Τουριστικών Ειδών της Πλάκας κ. Καπετανάκη. «Αυτό που ενδιαφέρει εμάς», λέει, «είναι να έρχονται τουρίστες στην αγορά. Ακόμα κι αν οδηγούνται σε συγκεκριμένα καταστήματα, δεν θα μείνουν σ’αυτά. Η αγορά είναι μεγάλη».

Στη γλώσσα της αγοράς η υπόδειξη καταστημάτων ονομάζεται “κατευθυνόμενος τουρισμός”. Ο νόμος δεν τον απαγορεύει, αν οι συμφωνίες υπόκεινται σε φορολογικό έλεγχο και αν οι τουρίστες είναι ενημερωμένοι - κάθε στάση σε συγκεκριμένο κατάστημα πρέπει να αναγράφεται στο πρόγραμμα της εκδρομής, στα ελληνικά και στη γλώσσα του γκρουπ.

Η Onboard αναγράφει στο φυλλάδιο ότι τα διαφημιζόμενα καταστήματα έχουν καταβάλει συνδρομή, αλλά πολύ συχνά στην αγορά καμιά προϋπόθεση του νόμου δεν τηρείται. Η αγορά βουίζει για καταστήματα που κάνουν συμφωνίες κάτω από το τραπέζι με ξεναγούς, οδηγούς πούλμαν, ταξί και λιμουζίνων, ακόμα και με άσχετους που κρύβονται στο πλήθος, τους επονομαζόμενους «γαμπρούς», και την κατάλληλη στιγμή πλησιάζουν τους τουρίστες με μια φιλική συμβουλή για ψώνια. Τα ποσοστά ξεκινούν από ένα 10%, που πολλοί θεωρούν συνηθισμένο, και φτάνουν το 50%.

“Μια μέρα σταμάτησε μπροστά στο διπλανό κοσμηματοπωλείο ένα ταξί”, μου λέει κοσμηματοπώλης του κέντρου. “Ο πελάτης μπήκε δίπλα, φαίνεται δεν βρήκε τίποτα, και ήρθε σε μένα. Αγόρασε κάτι, βγήκε. Αμέσως μπαίνει ο ταξιτζής. Μου ζητάει ποσοστό 35%. Του λέω, ''για τόσα δεν βγαίνω, μπορώ να δώσω ένα 10%''. Μου λέει, ''θα στη χαλάσω τη δουλειά''. Δυο μέρες μετά, η τράπεζα με ειδοποίησε ότι ο πελάτης δεν πληρώνει την πιστωτική”.

Τα μεγάλα ποσοστά, λένε οι άνθρωποι της αγοράς, δίνονται εκεί όπου οι τουρίστες δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκρίνουν τιμές και προϊόντα: είτε τα ψώνια γίνονται στα βιαστικά, είτε τα καταστήματα βρίσκονται εκτός αγοράς. Μου αναφέρουν παραδείγματα κατευθυνόμενου τουρισμού στα Φείχθυα, την Ολυμπία, το Ζεμενό, την Καλαμπάκα, την Αράχωβα, ακόμη και σε καταστήματα γύρω από την Ακρόπολη ή σε χρυσοχοεία που βρίσκονται σε ορόφους στο Σύνταγμα και δουλεύουν μόνο με ραντεβού. Εκεί, λένε, τιμές δεν αναγράφονται ή είναι πλασματικές. Οι ξεναγοί ή οι οδηγοί στέκονται δίπλα στο ταμείο, με το μάτι στην ταμειακή μηχανή, ή, όταν αυτό είναι δύσκολο, ρωτούν τάχα αθώα τους τουρίστες τι αγόρασαν.

“Να δεις πώς έχουν τους τουρίστες, σαν στρατιωτάκια”, λέει ο κ. Γιώργος Παπαδόπουλος που έχει κοσμηματοπωλείο στους Δελφούς. “Δεν τους αφήνουν να ξεμακρύνουν μη τυχόν πάνε σε άλλο κατάστημα”. Πριν δυο μήνες, μια ομάδα Αμερικανών χάζευε τη βιτρίνα του. Ο κ. Παπαδόπουλος λέει ότι είδε τις ξεναγούς, δυο Ιταλίδες, να φωνάζουν το γκρουπ παράμερα. Βγήκε και τις είδε να μοιράζουν κάρτες. Τους άρπαξε μια από τα χέρια – ήταν η κάρτα ενός άλλου κοσμηματοπωλείου. Ο κ. Παπαδόπουλος υπέβαλε μήνυση. Λίγοι τολμούν να τα βάλουν με αυτό που πολλοί ονομάζουν «κύκλωμα ξεναγών και οδηγών», αν και δεν λείπουν περιπτώσεις όπου καταστηματάρχες απέκλεισαν την είσοδο στην αγορά σε οδηγούς πούλμαν, επειδή αυτοί οδηγούσαν τους τουρίστες σε απομονωμένα καταστήματα.

Κυκλώματα βέβαια υπάρχουν παντού στον κόσμο. Κοσμηματοπώλης μου διηγείται την εμπειρία του από το Λος Άντζελες. Το πούλμαν σταμάτησε έξω από πολυκατάστημα, λέει. Στην πόρτα του πούλμαν στάθηκαν δυο υπάλληλοι που κρατούσαν δίσκους με ποτά, ώστε να σχηματίζουν διάδρομο προς ένα κατάστημα ρούχων. Για να ελέγξει αντιδράσεις, ξέκοψε από το γκρουπ και μπήκε στο διπλανό. Όταν επέστρεψε, η ξεναγός του απήγγειλε το γνωστό ποίημα, αντεστραμμένο: ο διπλανός ήταν ακριβός, και δεν φημιζόταν για καλή ποιότητα.

Το φαινόμενο στην Ελλάδα είναι τόσο διαδεδομένο που ο ΕΟΤ σε εγκυκλίους του μιλά για «έμμεση εξαπάτηση των τουριστών, αισχροκέρδεια -αφού μόνο με αδικαιολόγητα αυξημένες τιμές μπορούν να καλυφθούν οι συχνά υπερβολικές προμήθειες των μεσαζόντων- και υποβάθμιση της συνολικής εικόνας της χώρας”. Προβλέπονται αυστηρές ποινές, αλλά, όπως παραδέχεται ο γενικός διευθυντής της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Επιχειρήσεων Τουρισμού κ. Αποστολόπουλος, «είναι δύσκολο να αστυνομεύσεις τις προμήθειες». Συνεχείς ελέγχους ζητά και η γενική γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξεναγών κ. Καλαμπουκίδου, ενώ ο πρόεδρος του Συλλόγου Αργυροχρυσοχόων κ. Ιωάννου είχε πρόσφατα συνάντηση για τον κατευθυνόμενο τουρισμό με το υπουργείο Ανάπτυξης.

Όπως έχουν τα πράγματα, συχνά οι τουρίστες ξυπνούν από τη νιρβάνα των διακοπών για να ανακαλύψουν ότι το δαχτυλίδι που πλήρωσαν για χρυσό 18 καρατίων ήταν 14 καρατίων, ή ότι την καδένα που χρυσοπλήρωσαν μπορούν να τη βρουν στη χώρα τους στη μισή τιμή. Τότε αρχίζουν τα παράπονα, οι επιστροφές, και οι οργισμένες επιστολές στις αμερικανικές εφημερίδες. Άλλοι βέβαια βρίσκουν αυτό που θέλουν, ένα αξιοπρεπές ενθύμιο σε καλή τιμή. Αλλά ποιος δεν έχει κάποτε μετανιώσει για κάτι που αγόρασε σε μια παρόρμηση της στιγμής, εμπιστευόμενος τις παροτρύνσεις αγνώστων;

Αργά το απόγευμα, οι τελευταίοι τουρίστες της Πανδρόσου ανεβαίνουν τη Μητροπόλεως για να προλάβουν τα πούλμαν της επιστροφής στον Πειραιά. Πετυχαίνω το Σκοτ, 42 ετών από την Καλιφόρνια. Μου δείχνει τον αμφορέα και δυο εικόνες που αγόρασε. Τον ρωτώ γιατί, αν και ξέρω την απάντηση. “Είναι αλλιώς να τα αγοράσεις εδώ”, λέει. “Έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική αξία, είναι αυθεντικά”.