12/6/11

Γκέι Λογοτεχνία: Ροζ ή μαύρη;

[10%, Φεβρουάριος - Μάρτιος 2006]

Όπως οι συνήθεις παρουσιάσεις συγγραφέων στη Στοά του Βιβλίου, η παρουσίαση του Αντωνίου Ρουσοχατζάκη το Δεκέμβριο στον Πολύχρωμο Πλανήτη θα μπορούσε να λήξει μ’ένα βαθύ χασμουρητό. Τίποτα δεν συμβαίνει πια σ’αυτές τις υπαγορευμένες από το μάρκετινγκ εκδηλώσεις - εκτός από επιδρομές στο μπουφέ, δημόσιες σχέσεις, κι ένα παραμύθιασμα όσων νομίζουν ότι παίρνουν ανάσες πολιτισμού επειδή αναπνέουν αέρα ανακυκλωμένο στα πνευμόνια του συγγραφέα. Ο Πολύχρωμος Πλανήτης ξεφεύγει από την πεπατημένη, κυρίως διότι, όταν είσαι το πρώτο γκέι βιβλιοπωλείο της Αθήνας, το μάρκετινγκ δεν φτάνει. Έχεις να διεκδικήσεις από αδιάφορους ή φοβικούς στρέιτ και καχύποπτους γκέι το δικαίωμα να υπάρξεις, κι αυτό χρειάζεται μεράκι, πείσμα, και μια πολιτική αντίληψη των πραγμάτων. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, στη μάχη εναντίον του χασμουρητού, το οποίο αποφεύχθηκε και αυτή τη φορά, έστω και την τελευταία στιγμή, με ευθύνη κυρίως του κοινού.

Τις συστάσεις με το συγγραφέα ανέλαβε ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, παλιός διευθυντής του ΑΜΦΙ, μεταφραστής Γάλλων της πρωτοπορίας, και agent provocateur. Με πατρική φροντίδα, μας συνέστησε να μην χάνουμε την ώρα μας με πεζογραφήματα που δεν έχουν ιδιαίτερα δουλεμένο ύφος, μια ποιητικότητα, dirais-je, στο λόγο. Ευτυχώς, ο Ρουσοχατζάκης, πριν στραφεί στα πεζά, είχε περάσει από την ποίηση. Για του λόγου το αληθές, ο Θεοδωρακόπουλος μας απήγγειλε το διήγημα “Κόνιτσα, My Love” από την ομότιτλη συλλογή. Πώς είναι τα πεζοποιήματα που έγραψε ο Μποντλέρ για το Παρίσι; Περίπου έτσι, μόνο που στο διήγημα του Ρουσοχατζάκη η θεματολογία είναι γκέι και στη θέση του Παρισιού βρίσκεται η Κόνιτσα.

Αυτό διορθώνεται στην «Εδέμ», το τελευταίο μυθιστόρημα του Ρουσοχατζάκη, που παρακολουθεί έναν μάλλον στρέιτ άνδρα να ζει στο Παρίσι. Η επιλογή της πόλης δεν οφείλεται τόσο στον Μποντλέρ, όσο στην προσωπική εμπειρία του Ρουσοχατζάκη, που έζησε επτά δύσκολα χρόνια στο Παρίσι ασκούμενος στην υποκριτική τέχνη. Ηθοποιός θα ήταν σήμερα, αν ένα βραβείο για την «Κόνιτσα» δεν τον έπειθε ν’ αφήσει την υποκριτική και ν’αφεθεί στη λογοτεχνία.

Δεν είναι ξεκάθαρο τι έχασε η μια και τι κέρδισε η άλλη. Το τρακ με το οποίο ο συγγραφέας διάβασε ποιήματα από τη συλλογή «Εμπειρίες Ταλέντου» μπορεί να μαρτυρά για το ταλέντο του στην υποκριτική (λένε ότι οι σπουδαίοι ηθοποιοί έχουν πάντα τρακ), αλλά δεν βοήθησε να μεταδοθεί η ποιητικότητα στίχων όπως αυτοί (από την ενότητα «Το Πυρ του Μύθου»): «Ο χάρτης της διαδρομής μας / είναι γραμμένος σε σεντόνια / που δεν ξεχνούν το άρωμά τους, / σε στρώμα που κρατάει την υφή του ζωντανή / και την ανάσα γρήγορη και ρυθμική».

Έτσι κι αλλιώς, πάντα κάποιοι στο κοινό θα είναι πρόθυμοι να συγκινηθούν, συνήθως αυτοί που, όπως έλεγε ο Σεφέρης, προτιμούν την Ακρόπολη με πανσέληνο. Κάποιος λοιπόν μας είπε ότι ένα βιβλίο του συγγραφέα τον συγκλόνισε, διότι το διάβασε μόλις είχε χωρίσει. Άλλοι μίλησαν για έργο «ευλογημένο», «βαθιά σπαρακτικό», «συνταρακτικό», έναν «ανεμοστρόβιλο συναισθημάτων» (οι Αμερικανοί το λένε εξίσου αηδιαστικά «rollercoaster of emotions»), αποδεικνύοντας ότι ένα μέρος της γκέι κοινότητας παρακολουθεί φανατικά Μπήλιω Τσουκαλά.

Δεν έλειψε η παραδοσιακή ερώτηση προς το συγγραφέα «γιατί γράφει». Για να ξεχνά τον πόνο. Ή κάτι τέτοιο, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο ισχυρό. (Στην περίπτωση του Ρουσοχατζάκη, μάλλον λιγότερο. Διότι, όπως είπε, αν έπρεπε ν’αφήσει σ’αυτό τον κόσμο ένα μοναδικό δημιούργημα, αυτό δεν θα ήταν βιβλίο. Θα ήταν παιδί. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Στη ζωή χρειαζόμαστε εξαιρετικούς γονείς όσο και εξαιρετικούς συγγραφείς. Το πρόβλημα είναι ότι σπάνια οι δύο ιδιότητες συνυπάρχουν).

Και ξαφνικά η βραδιά απέκτησε ενδιαφέρον. Το έναυσμα έδωσε ο συγγραφέας, άθελά του, όταν είπε ότι το τρίτο βιβλίο του, το «Μπιμπερό με κόκα κόλα», είναι επίτηδες κάπως λάιτ και ροζ, ώστε να διαφοροποιηθεί από τη συνήθη μαυρίλα της ελληνικής γκέι λογοτεχνίας. Ξέρετε: περιθώριο, ψωνιστήρι, ενοχές, ΑΙDS, όλη αυτή η μιζέρια όπου όλα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά. «'Αρα δώστε χάπι έντ στα έργα σας», αστειεύτηκε ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. «Ούτε γι’αστείο», πετάχτηκε ο Τάκης Σπετσιώτης, έτερος συγγραφέας, κινηματογραφιστής και agent provocateur, που βρισκόταν στο κοινό.

Εκεί, κάτω από το διακριτικό βλέμμα του Ρουσοχατζάκη, οι παρευρισκόμενοι στον Πολύχρωμο Πλανήτη μετατράπηκαν σε συνδαιτημόνες στο πλατωνικό Συμπόσιο και βάλθηκαν να συζητούν τι χρώμα είναι σήμερα η κυρίαρχη εικόνα των γκέι. Ροζ ή μαύρη; Κι άμα μπει στο πλυντήριο της λογοτεχνίας, ξεβάφει; Δύσκολα ερωτήματα, που απαιτούν εύρος γνώσης, βάθος σκέψης και ευελιξία. Επιστρατεύτηκε ένα βαρύ πυροβολικό επιχειρημάτων και ονομάτων, από το Διονύσιο Σολωμό ως το Queer as Folk, και μοιραία η συζήτηση οδηγήθηκε στο ερώτημα: Υπάρχει γκέι λογοτεχνία; Ή μήπως η λογοτεχνία είναι μία, και το μόνο που μας νοιάζει είναι αν είναι καλή ή κακή; Ας πούμε, είναι γκέι λογοτεχνία τα ποιήματα του Καβάφη; Και καλά το «Ένας νέος της τέχνης του λόγου – στο 24ον έτος του». Αλλά το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους»;

Σε τέτοιες σκέψεις μ’έβαλε η βραδιά βγαίνοντας στην Πατησίων. Διότι, αν δεν υπάρχει γκέι λογοτεχνία, γιατί μαζευτήκαμε στον Πολύχρωμο Πλανήτη κι όχι στη Στοά του Βιβλίου ή στον Ιανό; Και γιατί, όπως ακούστηκε, ο Καβάφης και ο Όσκαρ Ουάιλντ είχαν απαγορευτεί σε διάφορες χώρες; Από την άλλη, πού σταματά το γκέι και αρχίζει η λογοτεχνία; Ή ο έρωτας; Το ίδιο δεν συμβαίνει με τον έρωτα; Στρέιτ και γκέι, χτυπά όλους το ίδιο* ο διαχωρισμός υπάρχει από τη στιγμή που μπαίνει η απαγόρευση. Ερωτήματα, ερωτήματα, ερωτήματα. Αυτά παθαίνεις όταν από τις βιβλιοπαρουσιάσεις λείπουν τα βαθιά χασμουρητά.

-*-