[Εψιλον, 25/10/09]
Οταν αρχίζουν οι τροπικές βροχές στην περιοχή του ποταμού Κονγκό, στην κεντροδυτική Αφρική, οι χωματόδρομοι της Μπραζαβίλ, πρωτεύουσας της Δημοκρατίας του Κονγκό, γεμίζουν λάσπες. Το περπάτημα σ' αυτούς βάζει σε δοκιμασία τους Sapeurs, τα μέλη του κινήματος SAPE (Societe des Ambianceurs et des Personnes Elegantes: κοινωνία των κομψών ανθρώπων και των ανθρώπων που φτιάχνουν ατμόσφαιρα), μία από τις βασικές αρχές του οποίου είναι η αυστηρή καθαριότητα σώματος και ρούχων. Αλλά η λάσπη είναι το λιγότερο. Σε μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, με μέσο μηνιαίο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ, ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων ενός πολύχρονου εμφυλίου που αποδεκάτισε πολλούς και διέλυσε τις υποδομές της χώρας, οι Sapeurs, στην πλειονότητά τους νέοι από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, πρέπει να θυσιάσουν πολλά για να ικανοποιήσουν το πάθος για τα πανάκριβα ευρωπαϊκά ρούχα.
Είναι τέτοιο το κόστος μιας εμφάνισης, που οι νεοφερμένοι στο κίνημα αναγκάζονται να νοικιάζουν ρούχα από τους παλαιότερους για λίγες δεκάδες ευρώ τη βραδιά. Οι παλαιότεροι, με τη σειρά τους, που για μιαν αξιοπρεπή εμφάνιση (κοστούμι, παπούτσια και τα αξεσουάρ) ξοδεύουν περισσότερα από 2.000 ευρώ, αναγκάζονται είτε να καταφεύγουν σε παράνομες δραστηριότητες -μαύρη αγορά, δουλεμπόριο και λαθρεμπόριο- είτε να κάνουν αιματηρές οικονομίες.
Οι θυσίες είναι κι αυτές μέρος του παιχνιδιού, απόδειξη της απόλυτης πίστης τους στη θεότητα της κομψότητας. Οπως λέει ο 20χρονος Μισέλ στον φωτογράφο Ντανιέλε Ταμάνι (Daniele Tamagni), που απαθανάτισε το κίνημα στο βιβλίο του «Gentlemen of Bacongo» (εκδ. Trolley Books, www.trolleybooks.com), ο Sapeur «είναι ευτυχισμένος όταν δεν τρώει, γιατί τα κατάλληλα ρούχα τρέφουν την ψυχή και δίνουν ικανοποίηση στο σώμα. Δύσκολο να σκεφτεί κανείς διατύπωση πιο κοντά σ' αυτήν ενός φανατικού θρησκευόμενου.
Στην καθημερινότητά τους οι Sapeurs ντύνονται απλά. Μεταμορφώνονται μόνο στις εξόδους τους, σε δικά τους σημεία συγκέντρωσης, μπαρ και κλαμπ, όπου συχνά περνούν όλο το βράδυ με μια μπίρα, μέρος του προγράμματος αιματηρής οικονομίας. Ετσι κι αλλιώς, τη μέθη που θα τους προσέφερε το αλκοόλ τη βρίσκουν στην αναγνώριση και το θαυμασμό των γύρω τους.
Προκειμένου να τραβήξουν τα βλέμματα, δίνουν συχνά ολόκληρες παραστάσεις, τραβώντας γύρω τους θαμπωμένα παιδιά που προσπαθούν να τους αγγίξουν, και διοργανώνουν διαγωνισμούς καλύτερης εμφάνισης. Κάποιοι απ' αυτούς έχουν μια δόση τρέλας» λέει ο Ταμάνι. Οχι μόνο γιατί είναι τρέλα να ξοδεύεις τόσα χρήματα σε ρούχα. Αλλά και γιατί είναι απίστευτος ο τρόπος που ντύνονται και συμπεριφέρονται. Φωνάζουν, επιδεικνύονται, δίνουν παράσταση... Εχουν την ανάγκη να είναι σταρ, έστω και για λίγο.
Κριτήριο για τη σωστή εμφάνιση ενός Sapeur δεν είναι μόνο η τιμή των ρούχων. Εξίσου -αν όχι περισσότερη- σημασία έχει ο συνδυασμός χρωμάτων και υφασμάτων. Απαράβατος κανόνας είναι αυτός των τριών χρωμάτων, που επιβάλλει όχι περισσότερα από τρία χρώματα σε κάθε εμφάνιση, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ. Είναι τέτοια η φαντασία, η τόλμη και η κομψότητα των συνδυασμών των Sapeurs, που ο βρετανός σχεδιαστής Πολ Σμιθ (υπογράφει τον πρόλογο στο βιβλίο του Ταμάνι) εμπνεύστηκε απ' αυτούς τη φθινοπωρινή κολεξιόν του!
Αυτή η λατρεία της κομψότητας θυμίζει το κίνημα του δανδισμού στην Ευρώπη του 19ου αιώνα - και, πράγματι, οι Sapeurs θεωρούν εαυτούς συνεχιστές του. Βέβαια, ο ευρωπαϊκός δανδισμός ήταν μια έμμεση στάση διαμαρτυρίας για το γούστο και τις αξίες της ανερ- χόμενης τότε αστικής τάξης και την πτώση της αριστοκρατίας. Μεταφερμένος στις ιδιαίτερες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες του Κονγκό σήμερα, ο δανδισμός αποκτά το χαρακτήρα του παράδοξου.
Οι περισσότεροι μελετητές αναγνωρίζουν ότι το SAPE έχει τις ρίζες του στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., όταν ακόμη το Κονγκό ήταν γαλλική αποικία και το Παρίσι θεωρούνταν η πρωτεύουσα της κομψότητας. Το 1922 ο Andre Grenard Matsoua, εμβληματική θρησκευτική και πολιτική προσωπικότητα του Κονγκό, με έντονη αντιαποικιακή δράση, επέστρεψε στη χώρα από το Παρίσι ντυμένος σαν αληθινός γάλλος τζέντλεμαν. Οι συμπρατιώτες του τον θεωρούν τον πρώτο μεγάλο Sapeur.
Πάντως, το SAPE αναπτύχθηκε ως κίνημα μετά την ανεξαρτησία του 1960, τη δεκαετία του '70, υπό το καθεστώς του προέδρου Ngouabi που ανακήρυξε τη χώρα πρώτη Λαϊκή Δημοκρατία της Αφρικής. Από αυτήν την άποψη, το SAPE έχει κοινά στοιχεία με άλλα κινήμα- τα εναλλακτικής κουλτούρας των νέων, που εκδηλώνουν την απογοήτευσή τους για τις συνθήκες της ζωής τους κατασκευάζοντας κοινούς κώδικες ενδυμασίας: τους πανκ στη Βρετανία του '70, τους ράπερ στις ΗΠΑ του '80 ή τους ρόκερ στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ τη δεκαετία του '90.
Σύμφωνα με τον Bazenguissa-Ganga και τη MacGaffey που μελέτησαν το φαινόμενο, οι Sapeurs «αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο είδος αντίστασης μέσω της δημιουργίας μιας αντιθετικής, αντι-ηγεμονικής κουλτούρας. Μέσα από αυτήν επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους και ανταγωνίζονται για την απόκτηση κύρους σύμφωνα με το δικό τους σύστημα αξιών, αποκλείοντας όσους είναι μέρος του συστήματος, το οποίο έχει αποκλείσει τους ίδιους.
Από την Μπραζαβίλ το κίνημα πέρασε στην Κινσάσα, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (τότε Ζαΐρ), της πρώην βελγικής αποικίας στην άλλη πλευρά του ποταμού Κονγκό. Εκεί το κίνημα απέκτησε εμφανέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά. Ηταν η εποχή της κυριαρχίας του δικτάτορα Μομπούτου, που με την υποστήριξη των ΗΠΑ δημιούργησε ένα από τα πιο αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα της Αφρικής. Ο Μομπούτου ξεκίνησε τη λεγόμενη «εκστρατεία αυθεντικότητας», που μεταξύ άλλων αποκήρυσσε τα ευρωπαϊκά ρούχα και προέκρινε μια δική του εκδοχή ενδυμασίας, μια μορφή πανωφοριού που έμεινε γνωστό ως αμπακόστ (από το γαλλικό a-bas-le-costume: κάτω το κοστούμι).
Στην εκστρατεία της «αυθεντικότητας» αντέδρασαν έντονα οι Sapeurs, με πρώτο τον σταρ τραγουδιστή της ρούμπας Πάπα Γουέμπε, που είχε τη δυνατότητα να ταξιδεύει στη Γηραιά Ηπειρο και να επιλέγει για τις εμφανίσεις του μερικά από τα κομψότερα και ακριβότερα ρούχα των ευρωπαϊκών οίκων, καλώντας τους πιστούς του να τον ακολουθήσουν.
Σήμερα, η πολιτική διάσταση του κινήματος έχει μάλλον ατονήσει. Οι Sapeurs αποφεύγουν να πάρουν θέση σε ό,τι αφορά τις αιματηρές φυλετικές συγκρούσεις που έχουν στοιχίσει τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Το όνειρο των περισσότερων είναι να μεταναστεύσουν στο Παρίσι και να ζήσουν άνετη ζωή, κοντά στους αγαπημένους τους οίκους μόδας, περπατώντας όχι πια στους λασπωμένους δρόμους της Μπραζαβίλ και της Κινσάσα, αλλά σε ασφαλτοστρωμένους και καθαρούς δρόμους, δίπλα στους καλοντυμένους Γάλλους. Αυτό το όνειρο γίνεται, βέβαια, όλο και δυσκολότερο να πραγματοποιηθεί λόγω της ολοένα και πιο αυστηρής πολιτικής της Ευρώπης σε ζητήματα βίζας και μετανάστευσης. Οι Sapeurs φαίνονται καταδικασμένοι να μη ζήσουν το όνειρό τους - ή, μάλλον, να το ζήσουν ακριβώς σαν όνειρο, υιοθετώντας τη γαλλική εμφάνιση και συμπεριφορά ή, τέλος πάντων, μια εξιδανικευμένη καρικατούρα της, ξεφεύγοντας έτσι από την πραγματικότητα των αιματη- ρών συγκρούσεων και της φτώχειας.
Δεν πρόκειται, όμως, για ολοκληρωτική παράδοση στις γαλλικές αξίες. Μένοντας προσκολλημένοι σε κώδικες που έχουν χαράξει οι ίδιοι, δημιουργούν έναν χώρο έξω από το τυπικό παριζιάνικο καλούπι, και έτσι διεκδικούν και πάλι τη δική τους μορφή "παριζιανισμού", σύμφωνα με αυτόνομους αισθητικούς κώδικες» γράφει ο Dominic Thomas στο βιβλίο του «Black France: Colonialism, Immigration and Transnationalism.
Ομως, η Γαλλία -και, ιδιαίτερα, το Παρίσι- διατηρεί το μύθο που είχε την περίοδο της αποικιοκρατίας· έναν μύθο που χαράχτηκε βαθιά μέσω της προπαγάνδας της αποικιοκρατικής εκπαίδευσης. Ο μύθος της Γαλλίας» γράφει ο καθηγητής Αφρικανικής Ιστορίας, Didier Gondola «παραμένει ένας τρόπος για αυτούς τους "θυσιασμένους" νέους να προσαρμοστούν στις συνεχείς αλλαγές της πραγματικότητας, πάνω στις οποίες δεν ασκούν κανέναν έλεγχο. Μέσα απ' αυτό το ταξίδι στο SAPE, γινόμαστε μάρτυρες του θανάτου της πραγματικότητας και της μετενσάρκωσής της στα όνειρα.
Οταν αρχίζουν οι τροπικές βροχές στην περιοχή του ποταμού Κονγκό, στην κεντροδυτική Αφρική, οι χωματόδρομοι της Μπραζαβίλ, πρωτεύουσας της Δημοκρατίας του Κονγκό, γεμίζουν λάσπες. Το περπάτημα σ' αυτούς βάζει σε δοκιμασία τους Sapeurs, τα μέλη του κινήματος SAPE (Societe des Ambianceurs et des Personnes Elegantes: κοινωνία των κομψών ανθρώπων και των ανθρώπων που φτιάχνουν ατμόσφαιρα), μία από τις βασικές αρχές του οποίου είναι η αυστηρή καθαριότητα σώματος και ρούχων. Αλλά η λάσπη είναι το λιγότερο. Σε μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, με μέσο μηνιαίο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ, ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων ενός πολύχρονου εμφυλίου που αποδεκάτισε πολλούς και διέλυσε τις υποδομές της χώρας, οι Sapeurs, στην πλειονότητά τους νέοι από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, πρέπει να θυσιάσουν πολλά για να ικανοποιήσουν το πάθος για τα πανάκριβα ευρωπαϊκά ρούχα.
Είναι τέτοιο το κόστος μιας εμφάνισης, που οι νεοφερμένοι στο κίνημα αναγκάζονται να νοικιάζουν ρούχα από τους παλαιότερους για λίγες δεκάδες ευρώ τη βραδιά. Οι παλαιότεροι, με τη σειρά τους, που για μιαν αξιοπρεπή εμφάνιση (κοστούμι, παπούτσια και τα αξεσουάρ) ξοδεύουν περισσότερα από 2.000 ευρώ, αναγκάζονται είτε να καταφεύγουν σε παράνομες δραστηριότητες -μαύρη αγορά, δουλεμπόριο και λαθρεμπόριο- είτε να κάνουν αιματηρές οικονομίες.
Οι θυσίες είναι κι αυτές μέρος του παιχνιδιού, απόδειξη της απόλυτης πίστης τους στη θεότητα της κομψότητας. Οπως λέει ο 20χρονος Μισέλ στον φωτογράφο Ντανιέλε Ταμάνι (Daniele Tamagni), που απαθανάτισε το κίνημα στο βιβλίο του «Gentlemen of Bacongo» (εκδ. Trolley Books, www.trolleybooks.com), ο Sapeur «είναι ευτυχισμένος όταν δεν τρώει, γιατί τα κατάλληλα ρούχα τρέφουν την ψυχή και δίνουν ικανοποίηση στο σώμα. Δύσκολο να σκεφτεί κανείς διατύπωση πιο κοντά σ' αυτήν ενός φανατικού θρησκευόμενου.
Στην καθημερινότητά τους οι Sapeurs ντύνονται απλά. Μεταμορφώνονται μόνο στις εξόδους τους, σε δικά τους σημεία συγκέντρωσης, μπαρ και κλαμπ, όπου συχνά περνούν όλο το βράδυ με μια μπίρα, μέρος του προγράμματος αιματηρής οικονομίας. Ετσι κι αλλιώς, τη μέθη που θα τους προσέφερε το αλκοόλ τη βρίσκουν στην αναγνώριση και το θαυμασμό των γύρω τους.
Προκειμένου να τραβήξουν τα βλέμματα, δίνουν συχνά ολόκληρες παραστάσεις, τραβώντας γύρω τους θαμπωμένα παιδιά που προσπαθούν να τους αγγίξουν, και διοργανώνουν διαγωνισμούς καλύτερης εμφάνισης. Κάποιοι απ' αυτούς έχουν μια δόση τρέλας» λέει ο Ταμάνι. Οχι μόνο γιατί είναι τρέλα να ξοδεύεις τόσα χρήματα σε ρούχα. Αλλά και γιατί είναι απίστευτος ο τρόπος που ντύνονται και συμπεριφέρονται. Φωνάζουν, επιδεικνύονται, δίνουν παράσταση... Εχουν την ανάγκη να είναι σταρ, έστω και για λίγο.
Κριτήριο για τη σωστή εμφάνιση ενός Sapeur δεν είναι μόνο η τιμή των ρούχων. Εξίσου -αν όχι περισσότερη- σημασία έχει ο συνδυασμός χρωμάτων και υφασμάτων. Απαράβατος κανόνας είναι αυτός των τριών χρωμάτων, που επιβάλλει όχι περισσότερα από τρία χρώματα σε κάθε εμφάνιση, συμπεριλαμβανομένων και των αξεσουάρ. Είναι τέτοια η φαντασία, η τόλμη και η κομψότητα των συνδυασμών των Sapeurs, που ο βρετανός σχεδιαστής Πολ Σμιθ (υπογράφει τον πρόλογο στο βιβλίο του Ταμάνι) εμπνεύστηκε απ' αυτούς τη φθινοπωρινή κολεξιόν του!
Αυτή η λατρεία της κομψότητας θυμίζει το κίνημα του δανδισμού στην Ευρώπη του 19ου αιώνα - και, πράγματι, οι Sapeurs θεωρούν εαυτούς συνεχιστές του. Βέβαια, ο ευρωπαϊκός δανδισμός ήταν μια έμμεση στάση διαμαρτυρίας για το γούστο και τις αξίες της ανερ- χόμενης τότε αστικής τάξης και την πτώση της αριστοκρατίας. Μεταφερμένος στις ιδιαίτερες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες του Κονγκό σήμερα, ο δανδισμός αποκτά το χαρακτήρα του παράδοξου.
Οι περισσότεροι μελετητές αναγνωρίζουν ότι το SAPE έχει τις ρίζες του στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., όταν ακόμη το Κονγκό ήταν γαλλική αποικία και το Παρίσι θεωρούνταν η πρωτεύουσα της κομψότητας. Το 1922 ο Andre Grenard Matsoua, εμβληματική θρησκευτική και πολιτική προσωπικότητα του Κονγκό, με έντονη αντιαποικιακή δράση, επέστρεψε στη χώρα από το Παρίσι ντυμένος σαν αληθινός γάλλος τζέντλεμαν. Οι συμπρατιώτες του τον θεωρούν τον πρώτο μεγάλο Sapeur.
Πάντως, το SAPE αναπτύχθηκε ως κίνημα μετά την ανεξαρτησία του 1960, τη δεκαετία του '70, υπό το καθεστώς του προέδρου Ngouabi που ανακήρυξε τη χώρα πρώτη Λαϊκή Δημοκρατία της Αφρικής. Από αυτήν την άποψη, το SAPE έχει κοινά στοιχεία με άλλα κινήμα- τα εναλλακτικής κουλτούρας των νέων, που εκδηλώνουν την απογοήτευσή τους για τις συνθήκες της ζωής τους κατασκευάζοντας κοινούς κώδικες ενδυμασίας: τους πανκ στη Βρετανία του '70, τους ράπερ στις ΗΠΑ του '80 ή τους ρόκερ στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ τη δεκαετία του '90.
Σύμφωνα με τον Bazenguissa-Ganga και τη MacGaffey που μελέτησαν το φαινόμενο, οι Sapeurs «αναπτύσσουν ένα ιδιαίτερο είδος αντίστασης μέσω της δημιουργίας μιας αντιθετικής, αντι-ηγεμονικής κουλτούρας. Μέσα από αυτήν επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους και ανταγωνίζονται για την απόκτηση κύρους σύμφωνα με το δικό τους σύστημα αξιών, αποκλείοντας όσους είναι μέρος του συστήματος, το οποίο έχει αποκλείσει τους ίδιους.
Από την Μπραζαβίλ το κίνημα πέρασε στην Κινσάσα, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (τότε Ζαΐρ), της πρώην βελγικής αποικίας στην άλλη πλευρά του ποταμού Κονγκό. Εκεί το κίνημα απέκτησε εμφανέστερα πολιτικά χαρακτηριστικά. Ηταν η εποχή της κυριαρχίας του δικτάτορα Μομπούτου, που με την υποστήριξη των ΗΠΑ δημιούργησε ένα από τα πιο αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα της Αφρικής. Ο Μομπούτου ξεκίνησε τη λεγόμενη «εκστρατεία αυθεντικότητας», που μεταξύ άλλων αποκήρυσσε τα ευρωπαϊκά ρούχα και προέκρινε μια δική του εκδοχή ενδυμασίας, μια μορφή πανωφοριού που έμεινε γνωστό ως αμπακόστ (από το γαλλικό a-bas-le-costume: κάτω το κοστούμι).
Στην εκστρατεία της «αυθεντικότητας» αντέδρασαν έντονα οι Sapeurs, με πρώτο τον σταρ τραγουδιστή της ρούμπας Πάπα Γουέμπε, που είχε τη δυνατότητα να ταξιδεύει στη Γηραιά Ηπειρο και να επιλέγει για τις εμφανίσεις του μερικά από τα κομψότερα και ακριβότερα ρούχα των ευρωπαϊκών οίκων, καλώντας τους πιστούς του να τον ακολουθήσουν.
Σήμερα, η πολιτική διάσταση του κινήματος έχει μάλλον ατονήσει. Οι Sapeurs αποφεύγουν να πάρουν θέση σε ό,τι αφορά τις αιματηρές φυλετικές συγκρούσεις που έχουν στοιχίσει τη ζωή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων. Το όνειρο των περισσότερων είναι να μεταναστεύσουν στο Παρίσι και να ζήσουν άνετη ζωή, κοντά στους αγαπημένους τους οίκους μόδας, περπατώντας όχι πια στους λασπωμένους δρόμους της Μπραζαβίλ και της Κινσάσα, αλλά σε ασφαλτοστρωμένους και καθαρούς δρόμους, δίπλα στους καλοντυμένους Γάλλους. Αυτό το όνειρο γίνεται, βέβαια, όλο και δυσκολότερο να πραγματοποιηθεί λόγω της ολοένα και πιο αυστηρής πολιτικής της Ευρώπης σε ζητήματα βίζας και μετανάστευσης. Οι Sapeurs φαίνονται καταδικασμένοι να μη ζήσουν το όνειρό τους - ή, μάλλον, να το ζήσουν ακριβώς σαν όνειρο, υιοθετώντας τη γαλλική εμφάνιση και συμπεριφορά ή, τέλος πάντων, μια εξιδανικευμένη καρικατούρα της, ξεφεύγοντας έτσι από την πραγματικότητα των αιματη- ρών συγκρούσεων και της φτώχειας.
Δεν πρόκειται, όμως, για ολοκληρωτική παράδοση στις γαλλικές αξίες. Μένοντας προσκολλημένοι σε κώδικες που έχουν χαράξει οι ίδιοι, δημιουργούν έναν χώρο έξω από το τυπικό παριζιάνικο καλούπι, και έτσι διεκδικούν και πάλι τη δική τους μορφή "παριζιανισμού", σύμφωνα με αυτόνομους αισθητικούς κώδικες» γράφει ο Dominic Thomas στο βιβλίο του «Black France: Colonialism, Immigration and Transnationalism.
Ομως, η Γαλλία -και, ιδιαίτερα, το Παρίσι- διατηρεί το μύθο που είχε την περίοδο της αποικιοκρατίας· έναν μύθο που χαράχτηκε βαθιά μέσω της προπαγάνδας της αποικιοκρατικής εκπαίδευσης. Ο μύθος της Γαλλίας» γράφει ο καθηγητής Αφρικανικής Ιστορίας, Didier Gondola «παραμένει ένας τρόπος για αυτούς τους "θυσιασμένους" νέους να προσαρμοστούν στις συνεχείς αλλαγές της πραγματικότητας, πάνω στις οποίες δεν ασκούν κανέναν έλεγχο. Μέσα απ' αυτό το ταξίδι στο SAPE, γινόμαστε μάρτυρες του θανάτου της πραγματικότητας και της μετενσάρκωσής της στα όνειρα.
____________
Διαβάστε
Dominic Thomas, «Black Africa: Colonialism, Immigration and Transnationalism», εκδ. Indiana University Press, 2007
Η κληρονομιά της αποικιοκρατικής Γαλλίας στην ταυτότητα των σημερινών Αφρικανών και, ιδίως, των μεταναστών από τις πρώην αποικίες που ζουν στη Γαλλία. Το κίνημα SAPE και οι σχέσεις του με την πρώην αποικία μελετώνται σε ξεχωριστό κεφάλαιο.
***
Janet MacGaffey & Remy Bazenguissa-Ganga, «Congo-Paris: Transnational Traders on the Margins of the Law», African Issues, 2000
Εξετάζεται το διεθνές εμπόριο μεταξύ της Ευρώπης και της Κεντρικής Αφρικής, με έμφαση στα προσωπικά δίκτυα ανθρώπων από την Κινσάσα και την Μπραζαβίλ που συνάπτουν εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ταυτότητας.
Διαβάστε
Dominic Thomas, «Black Africa: Colonialism, Immigration and Transnationalism», εκδ. Indiana University Press, 2007
Η κληρονομιά της αποικιοκρατικής Γαλλίας στην ταυτότητα των σημερινών Αφρικανών και, ιδίως, των μεταναστών από τις πρώην αποικίες που ζουν στη Γαλλία. Το κίνημα SAPE και οι σχέσεις του με την πρώην αποικία μελετώνται σε ξεχωριστό κεφάλαιο.
***
Janet MacGaffey & Remy Bazenguissa-Ganga, «Congo-Paris: Transnational Traders on the Margins of the Law», African Issues, 2000
Εξετάζεται το διεθνές εμπόριο μεταξύ της Ευρώπης και της Κεντρικής Αφρικής, με έμφαση στα προσωπικά δίκτυα ανθρώπων από την Κινσάσα και την Μπραζαβίλ που συνάπτουν εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ταυτότητας.