[Εψιλον, 28/3/10]
Το 1935 μια βρετανίδα μελετήτρια των γερμανικών γραμμάτων, η Ελίζα Μάριον Μπάτλερ, η αμφιθυμία της οποίας προς τους Γερμανούς συναγωνιζόταν την αμφιθυμία των Γερμανών προς εκείνη, δημοσίευσε μια μελέτη που προκάλεσε αντιδράσεις στη Γερμανία. Ενας λόγος που μας αφορά αυτή η μελέτη σήμερα είναι ο τίτλος της: «Η τυραννία της Ελλάδας επί της Γερμανίας. Αν τον διαβάζαμε στο «Stern», θα καταλαβαίναμε ή ότι οι Γερμανοί γκρινιάζουν πάλι για τις οικονομικές αξιώσεις της Ελλάδας ή ότι αντιστρέφουν την πραγματικότητα: όπως ξέρουμε, η Γερμανία είναι αυτή που -μήνες τώρα- μας τυραννά· όχι το αντίστροφο.
Αλλά την Μπάτλερ δεν την ένοιαζε η νεότερη Ελλάδα, για την οποία άλλωστε και οι Γερμανοί δεν είχαν σοβαρούς λόγους να νοιάζονται τότε. Η Μπάτλερ μιλούσε για την αρχαία Ελλάδα και την ψύχωση των Γερμανών με τους αρχαίους Ελληνες· ψύχωση που, όπως η ίδια πίστευε, έκανε τους Γερμανούς να θυσιάσουν τα ταλέντα τους εις μάτην· για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
«Αν οι Ελληνες είναι τύραννοι», έγραφε η Μπάτλερ, «οι Γερμανοί είναι σκλάβοι. Η Ελλάδα έχει αλλάξει βαθιά την πορεία του νεωτερικού πολιτισμού, επιβάλλοντας τη σκέψη της, τα πρότυπά της, τις λογοτεχνικές φόρμες της, τις εικόνες της, τα οράματά της και τα όνειρά της όπου είναι γνωστή. Αλλά η Γερμανία είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμα της θριαμβευτικής πνευματικής τυραννίας της Ελλάδας. Οι Γερμανοί έχουν μιμηθεί τους Ελληνες πιο δουλικά· έχουν παθιαστεί με μανία μαζί τους στο έπακρο και τους έχουν αφομοιώσει λιγότερο από κάθε άλλη φυλή. Η έκταση της ελληνικής επιρροής σε όλη την Ευρώπη είναι ανυπολόγιστη· η έντασή της βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της στη Γερμανία.
Είχε δίκιο - αν όχι στο ύφος, πάντως στην τελευταία της διαπίστωση: η (αρχαιο)ελληνική επιρροή έφτασε στο υψηλότερο σημείο της στη Γερμανία του 19ου αι. Οι Γερμανοί ασχολήθηκαν σε τόση έκταση και ποιότητα με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ώστε οι επιστήμες της ελληνικής αρχαιογνωσίας τούς οφείλουν σχεδόν τα πάντα.
Η οφειλή δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα των σοφών λογίων που μελέτησαν την Ελλάδα - αν και υπάρχουν πολλά και σημαντικά: από τον Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, που στο πρώτο μισό του 18ου αι. έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης αρχαιολογίας μέσα από τη συστηματική μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, έως τον δεύτερο ουμανισμό του Γκέτε, του Σίλερ, του Χέρντερ (που ανακάλυψαν εκ νέου την ελληνική αρχαιότητα) και τον κλασικό φιλόλογο Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα καταπιάστηκε με κάθε πτυχή της αρχαιοελληνικής γραμματείας σε 60 μονογραφίες και αναρίθμητα άρθρα.
Αυτό που αποτελεί μοναδική συνεισφορά της Γερμανίας στις αρχαιοελληνικές σπουδές είναι η συστηματικότητα. Αναπτύχθηκε στη Γερμανία μια αρχαιογνωσία συστηματική, που δεν υπήρχε αλλού στον κόσμο» εξηγεί ο Εμμανουήλ Βουτυράς, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οσο και αν υπήρχαν και αλλού κορυφαίοι αρχαιογνώστες, στη Γερμανία υπήρχε ένα συνολικό επίπεδο, το οποίο ήταν ασύγκριτα ανώτερο. Κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι υπήρχε επαγγελματισμός και σύστημα στο πανεπιστήμιο.
Στα τέλη του 18ου αι. η μελέτη των αρχαίων ελληνικών άρχισε να αυτονομείται από τη θεολογία, τη νομική και την ιατρική. Η αρχαιοελληνική φιλολογία αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος στον οποίο εντάχθηκε μεγάλο εύρος γνωστικών αντικειμένων, από τη γραμματική, την ερμηνευτική, την επιγραφική, την παπυρολογία μέχρι τη γεωγραφία, την ιστορία και την αρχαιολογία.
Σ' αυτό συνέβαλαν οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα στην ανώτερη αλλά και στη μέση εκπαίδευση. Οι αλλαγές στην πρώτη προήλθαν χάρη κυρίως στις προσπάθειες δύο καθηγητών: του Κρίστιαν Γκότλομπ Χάινε, του πρώτου που μελέτησε συστηματικά την αρχαία ελληνική μυθολογία, και του μαθητή του, Φρίντριχ Αουγκουστ Βολφ, ο οποίος με το έργο του «Προλεγόμενα στον Ομηρο» έφερε τον Ομηρο στη μόδα, όχι μόνο μεταξύ των πανεπιστημιακών, αλλά και γενικότερα των λογίων της εποχής.
Σημαντικότερες ήταν οι αλλαγές στη μέση εκπαίδευση, οι οποίες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον Γουίλεμ φον Χούμπολτ, όπως παρατηρεί ο Εμμ. Βουτυράς. Το σχολείο έβγαζε πια αποφοίτους με εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, τόσο που, όπως γράφει ο καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Joachim Latacz, οι απόφοιτοι «κατείχαν τις αρχαίες γλώσσες καλύτερα από ό,τι τις κατέχουν σήμερα οι περισσότεροι απόφοιτοι ενός εξειδικευμένου ευρωπαϊκού πανεπιστημιακού τμήματος κλασικής φιλολοφίας.
Και πώς μπορούσε να είναι διαφορετικά; Οι μαθητές έκαναν αρχαία ελληνικά από την ηλικία των 13 με 15. Οταν αποφοιτούσαν είχαν μελετήσει στο πρωτότυπο Ομηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πλάτωνα, Δημοσθένη, Λυσία, Ισοκράτη, Πλούταρχο και ποιήματα της Σαπφώς και του Πινδάρου - και μπορούσαν να μεταφράζουν όχι μόνο από τα αρχαία ελληνικά στα γερμανικά, αλλά και αντιστρόφως.
Μέσα από αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, που ανταποκρινόταν στις ανάγκες της βιομηχανικής επανάστασης για ομοιογενή και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση προκειμένου να στελεχωθεί η διοικητική μηχανή του κράτους, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έγινε το πρότυπο όχι μόνο των επιφανών λογίων, αλλά και της μορφωμένης ανώτερης αστικής τάξης.
Αλλά η επιγραμματική διατύπωση του Χούμπολτ ότι «οι αρχαίοι Ελληνες είναι για μας ό,τι ήταν οι θεοί τους γι' αυτούς» έκρυβε και κάτι άλλο: η ελληνοκεντρική στροφή των Γερμανών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάγκη τους να διαφοροποιηθούν από το λατινοκεντρισμό των καθολικών χωρών, ιδίως της Γαλλίας. Οπως και σήμερα, έτσι και τότε οι δύο γειτονικοί λαοί είχαν μια ανταγωνιστική σχέση η οποία τους είχε φέρει αντιμέτωπους σε πολέμους. Οι Γάλλοι είχαν στραφεί κυρίως προς τους Ρωμαίους, αναζητώντας στις πολιτικές δομές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το πρότυπο για τη δική τους κρατική οργάνωση. Ως απάντηση, οι Γερμανοί αναζήτησαν συγγένειες στην αρχαία Ελλάδα - όχι τόσο στις πολιτικές δομές της όσο στον πολιτισμό της. Αυτός δεν ήταν, άλλωστε, ο πολιτισμός που ακόμα και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν αξεπέραστο και είχαν υιοθετήσει πλήρως; Οπως η κατακερματισμένη αρχαία Ελλάδα ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στρατιωτικά, αλλά κατάφερε να επικρατήσει στο πεδίο του πολιτισμού, έτσι και η κατακερματισμένη και ηττημένη Γερμανία μπορούσε, όπως πίστευαν οι γερμανοί λογοτέχνες και διανοούμενοι, να ανταγωνιστεί ή και να ξεπεράσει τους Γάλλους στο χώρο του πνεύματος και των τεχνών.
«Η στροφή προς την ελληνική αρχαιότητα είχε εδώ σε μεγάλο βαθμό και ιδεολογική λειτουργία, καθώς συνέβαλε στην κατασκευή του γερμανικού έθνους και της ταυτότητας των Γερμανών» λέει ο Αντώνης Ρεγκάκος, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οπως και να έχει, η Γερμανία έγινε το κέντρο των κλασικών σπουδών παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο που τα μεγαλύτερα ονόματα των κλασικών φιλολόγων και αρχαιολόγων της Ελλάδας του πρώτου μισού του 20ού αι. σπούδασαν στη Γερμανία: Ι. Συκουτρής (ο μόνος μη Γερμανός που είχε γίνει δεκτός στον στενό φιλολογικό κύκλο Graeca Wilamowitziana), Ι. Θ. Κακριδής, Στ. Καψωμένος, από τους φιλολόγους· Χρ. Τσούντας, Χρ. Καρούζος, Κ. Ρωμαίος, από τους αρχαιολόγους· και δεν είναι οι μόνοι.
Η άνθηση των κλασικών σπουδών στη Γερμανία συνεχίστηκε ώς τον Μεσοπόλεμο. Ο ναζισμός οδήγησε στη φυγή από τη χώρα πολλούς καθηγητές κλασικών σπουδών και μέλη της μορφωμένης ανώτερης αστικής τάξης που είχαν εβραϊκή καταγωγή, δυσχεραίνοντας τη συνέχεια των κλασικών σπουδών. Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο ναζισμός οικειοποιούνταν το κλασικό ιδεώδες, προσαρμοσμένο στα δικά του μέτρα και για τους δικούς του σκοπούς.
«Υπήρχε αυτό το παράξενο μείγμα στους ναζί» λέει ο Εμμ. Βουτυράς. Από τη μια έδιωχναν από τη Γερμανία μερικούς από τους πιο σημαντικούς μελετητές της αρχαιότητας και, από την άλλη, θαύμαζαν την αρχαιότητα. Αλλά τη θαύμαζαν ως στενόμυαλοι μικροαστοί, επειδή έτσι είχαν μάθει από το σχολείο· όχι επειδή την καταλάβαιναν. Αν μου επιτρέπεται μια ειρωνική παρατήρηση, δεν είναι πολύ διαφορετικός ο θαυμασμός τους από τον δικό μας θαυμασμό για τους αρχαίους ημών προγόνους. Ο καθένας βρίσκει στην αρχαία παράδοση αυτό που επιδιώκει να βρει και φέρνει την παράδοση στα μέτρα του.
Τηρουμένων των αναλογιών, αυτού του είδους την κριτική απηύθυναν κάποιοι και στους Γερμανούς των περασμένων εποχών για την αρχαιολατρία τους. Ο Νίτσε, για παράδειγμα, που ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία 24 ετών ως καθηγητής κλασικής φιλολογίας, αμφισβήτησε τον τρόπο που ερμήνευσε την αρχαιότητα η γερμανική αστική τάξη, καθώς θεωρούσε ότι αν η γνώση του παρελθόντος μάς διδάσκει κάτι, αυτό δεν είναι ο ουμανισμός, αλλά η τραγικότητα της ύπαρξης.
Αλλά αυτός που, τουλάχιστον κατά την Μπάτλερ, έδωσε τη χαριστική βολή στην αρχαία Ελλάδα είναι ο Χάινριχ Χάινε, σατιρικός συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Εξηγεί ο Αντώνης Ρεγκάκος: «Ο Χάινε ήταν ένα από αυτούς που διαισθάνθηκαν νωρίς πόσο αδύναμη ήταν η ελληνική αρχαιότητα μπροστά σε νεωτερικά φαινόμενα, όπως ο εκβιομηχανισμός, οι φυσικές επιστήμες και η τεχνολογία, ο εθνικισμός, οι επαναστάσεις και οι κοινωνικές συγκρούσεις. Αυτό διαφαίνεται από τον τρόπο που σκηνοθετεί τον αποχαιρετισμό των ειδώλων της ελληνικής αρχαιότητας. Οταν το 1848 ο ποιητής καταρρέει στο Λούβρο μπροστά στην -επίκαιρη στις μέρες μας- Αφροδίτη της Μήλου, παρουσιάζει τη θεά να τον κοιτάζει με οίκτο, αλλά ταυτόχρονα χωρίς παρηγορητική διάθεση, σαν να ήθελε να πει: "Δεν βλέπεις ότι δεν έχω χέρια για να μπορέσω να σε βοηθήσω;"»
Σήμερα, σε μια ακόμα ειρωνική αντιστροφή της Ιστορίας, αυτός που καταρρέει είναι η Ελλάδα. Η Γερμανία στέκεται άγαλμα που αρνείται να τείνει χείρα βοηθείας. Εκτός κι αν θεωρήσουμε βοήθεια το ψεύτικο χέρι της Αφροδίτης με το δάχτυλο υψωμένο στο εξώφυλλο του «Focus.
Αλλά την Μπάτλερ δεν την ένοιαζε η νεότερη Ελλάδα, για την οποία άλλωστε και οι Γερμανοί δεν είχαν σοβαρούς λόγους να νοιάζονται τότε. Η Μπάτλερ μιλούσε για την αρχαία Ελλάδα και την ψύχωση των Γερμανών με τους αρχαίους Ελληνες· ψύχωση που, όπως η ίδια πίστευε, έκανε τους Γερμανούς να θυσιάσουν τα ταλέντα τους εις μάτην· για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
«Αν οι Ελληνες είναι τύραννοι», έγραφε η Μπάτλερ, «οι Γερμανοί είναι σκλάβοι. Η Ελλάδα έχει αλλάξει βαθιά την πορεία του νεωτερικού πολιτισμού, επιβάλλοντας τη σκέψη της, τα πρότυπά της, τις λογοτεχνικές φόρμες της, τις εικόνες της, τα οράματά της και τα όνειρά της όπου είναι γνωστή. Αλλά η Γερμανία είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμα της θριαμβευτικής πνευματικής τυραννίας της Ελλάδας. Οι Γερμανοί έχουν μιμηθεί τους Ελληνες πιο δουλικά· έχουν παθιαστεί με μανία μαζί τους στο έπακρο και τους έχουν αφομοιώσει λιγότερο από κάθε άλλη φυλή. Η έκταση της ελληνικής επιρροής σε όλη την Ευρώπη είναι ανυπολόγιστη· η έντασή της βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της στη Γερμανία.
Είχε δίκιο - αν όχι στο ύφος, πάντως στην τελευταία της διαπίστωση: η (αρχαιο)ελληνική επιρροή έφτασε στο υψηλότερο σημείο της στη Γερμανία του 19ου αι. Οι Γερμανοί ασχολήθηκαν σε τόση έκταση και ποιότητα με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ώστε οι επιστήμες της ελληνικής αρχαιογνωσίας τούς οφείλουν σχεδόν τα πάντα.
Η οφειλή δεν αφορά μόνο τα πρόσωπα των σοφών λογίων που μελέτησαν την Ελλάδα - αν και υπάρχουν πολλά και σημαντικά: από τον Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν, που στο πρώτο μισό του 18ου αι. έβαλε τις βάσεις της σύγχρονης αρχαιολογίας μέσα από τη συστηματική μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, έως τον δεύτερο ουμανισμό του Γκέτε, του Σίλερ, του Χέρντερ (που ανακάλυψαν εκ νέου την ελληνική αρχαιότητα) και τον κλασικό φιλόλογο Ούλριχ φον Βιλαμόβιτς-Μέλεντορφ, ο οποίος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα καταπιάστηκε με κάθε πτυχή της αρχαιοελληνικής γραμματείας σε 60 μονογραφίες και αναρίθμητα άρθρα.
Αυτό που αποτελεί μοναδική συνεισφορά της Γερμανίας στις αρχαιοελληνικές σπουδές είναι η συστηματικότητα. Αναπτύχθηκε στη Γερμανία μια αρχαιογνωσία συστηματική, που δεν υπήρχε αλλού στον κόσμο» εξηγεί ο Εμμανουήλ Βουτυράς, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οσο και αν υπήρχαν και αλλού κορυφαίοι αρχαιογνώστες, στη Γερμανία υπήρχε ένα συνολικό επίπεδο, το οποίο ήταν ασύγκριτα ανώτερο. Κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι υπήρχε επαγγελματισμός και σύστημα στο πανεπιστήμιο.
Στα τέλη του 18ου αι. η μελέτη των αρχαίων ελληνικών άρχισε να αυτονομείται από τη θεολογία, τη νομική και την ιατρική. Η αρχαιοελληνική φιλολογία αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος στον οποίο εντάχθηκε μεγάλο εύρος γνωστικών αντικειμένων, από τη γραμματική, την ερμηνευτική, την επιγραφική, την παπυρολογία μέχρι τη γεωγραφία, την ιστορία και την αρχαιολογία.
Σ' αυτό συνέβαλαν οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα στην ανώτερη αλλά και στη μέση εκπαίδευση. Οι αλλαγές στην πρώτη προήλθαν χάρη κυρίως στις προσπάθειες δύο καθηγητών: του Κρίστιαν Γκότλομπ Χάινε, του πρώτου που μελέτησε συστηματικά την αρχαία ελληνική μυθολογία, και του μαθητή του, Φρίντριχ Αουγκουστ Βολφ, ο οποίος με το έργο του «Προλεγόμενα στον Ομηρο» έφερε τον Ομηρο στη μόδα, όχι μόνο μεταξύ των πανεπιστημιακών, αλλά και γενικότερα των λογίων της εποχής.
Σημαντικότερες ήταν οι αλλαγές στη μέση εκπαίδευση, οι οποίες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον Γουίλεμ φον Χούμπολτ, όπως παρατηρεί ο Εμμ. Βουτυράς. Το σχολείο έβγαζε πια αποφοίτους με εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, τόσο που, όπως γράφει ο καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Joachim Latacz, οι απόφοιτοι «κατείχαν τις αρχαίες γλώσσες καλύτερα από ό,τι τις κατέχουν σήμερα οι περισσότεροι απόφοιτοι ενός εξειδικευμένου ευρωπαϊκού πανεπιστημιακού τμήματος κλασικής φιλολοφίας.
Και πώς μπορούσε να είναι διαφορετικά; Οι μαθητές έκαναν αρχαία ελληνικά από την ηλικία των 13 με 15. Οταν αποφοιτούσαν είχαν μελετήσει στο πρωτότυπο Ομηρο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πλάτωνα, Δημοσθένη, Λυσία, Ισοκράτη, Πλούταρχο και ποιήματα της Σαπφώς και του Πινδάρου - και μπορούσαν να μεταφράζουν όχι μόνο από τα αρχαία ελληνικά στα γερμανικά, αλλά και αντιστρόφως.
Μέσα από αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, που ανταποκρινόταν στις ανάγκες της βιομηχανικής επανάστασης για ομοιογενή και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση προκειμένου να στελεχωθεί η διοικητική μηχανή του κράτους, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός έγινε το πρότυπο όχι μόνο των επιφανών λογίων, αλλά και της μορφωμένης ανώτερης αστικής τάξης.
Αλλά η επιγραμματική διατύπωση του Χούμπολτ ότι «οι αρχαίοι Ελληνες είναι για μας ό,τι ήταν οι θεοί τους γι' αυτούς» έκρυβε και κάτι άλλο: η ελληνοκεντρική στροφή των Γερμανών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάγκη τους να διαφοροποιηθούν από το λατινοκεντρισμό των καθολικών χωρών, ιδίως της Γαλλίας. Οπως και σήμερα, έτσι και τότε οι δύο γειτονικοί λαοί είχαν μια ανταγωνιστική σχέση η οποία τους είχε φέρει αντιμέτωπους σε πολέμους. Οι Γάλλοι είχαν στραφεί κυρίως προς τους Ρωμαίους, αναζητώντας στις πολιτικές δομές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το πρότυπο για τη δική τους κρατική οργάνωση. Ως απάντηση, οι Γερμανοί αναζήτησαν συγγένειες στην αρχαία Ελλάδα - όχι τόσο στις πολιτικές δομές της όσο στον πολιτισμό της. Αυτός δεν ήταν, άλλωστε, ο πολιτισμός που ακόμα και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν αξεπέραστο και είχαν υιοθετήσει πλήρως; Οπως η κατακερματισμένη αρχαία Ελλάδα ηττήθηκε από τους Ρωμαίους στρατιωτικά, αλλά κατάφερε να επικρατήσει στο πεδίο του πολιτισμού, έτσι και η κατακερματισμένη και ηττημένη Γερμανία μπορούσε, όπως πίστευαν οι γερμανοί λογοτέχνες και διανοούμενοι, να ανταγωνιστεί ή και να ξεπεράσει τους Γάλλους στο χώρο του πνεύματος και των τεχνών.
«Η στροφή προς την ελληνική αρχαιότητα είχε εδώ σε μεγάλο βαθμό και ιδεολογική λειτουργία, καθώς συνέβαλε στην κατασκευή του γερμανικού έθνους και της ταυτότητας των Γερμανών» λέει ο Αντώνης Ρεγκάκος, καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Οπως και να έχει, η Γερμανία έγινε το κέντρο των κλασικών σπουδών παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο που τα μεγαλύτερα ονόματα των κλασικών φιλολόγων και αρχαιολόγων της Ελλάδας του πρώτου μισού του 20ού αι. σπούδασαν στη Γερμανία: Ι. Συκουτρής (ο μόνος μη Γερμανός που είχε γίνει δεκτός στον στενό φιλολογικό κύκλο Graeca Wilamowitziana), Ι. Θ. Κακριδής, Στ. Καψωμένος, από τους φιλολόγους· Χρ. Τσούντας, Χρ. Καρούζος, Κ. Ρωμαίος, από τους αρχαιολόγους· και δεν είναι οι μόνοι.
Η άνθηση των κλασικών σπουδών στη Γερμανία συνεχίστηκε ώς τον Μεσοπόλεμο. Ο ναζισμός οδήγησε στη φυγή από τη χώρα πολλούς καθηγητές κλασικών σπουδών και μέλη της μορφωμένης ανώτερης αστικής τάξης που είχαν εβραϊκή καταγωγή, δυσχεραίνοντας τη συνέχεια των κλασικών σπουδών. Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο ναζισμός οικειοποιούνταν το κλασικό ιδεώδες, προσαρμοσμένο στα δικά του μέτρα και για τους δικούς του σκοπούς.
«Υπήρχε αυτό το παράξενο μείγμα στους ναζί» λέει ο Εμμ. Βουτυράς. Από τη μια έδιωχναν από τη Γερμανία μερικούς από τους πιο σημαντικούς μελετητές της αρχαιότητας και, από την άλλη, θαύμαζαν την αρχαιότητα. Αλλά τη θαύμαζαν ως στενόμυαλοι μικροαστοί, επειδή έτσι είχαν μάθει από το σχολείο· όχι επειδή την καταλάβαιναν. Αν μου επιτρέπεται μια ειρωνική παρατήρηση, δεν είναι πολύ διαφορετικός ο θαυμασμός τους από τον δικό μας θαυμασμό για τους αρχαίους ημών προγόνους. Ο καθένας βρίσκει στην αρχαία παράδοση αυτό που επιδιώκει να βρει και φέρνει την παράδοση στα μέτρα του.
Τηρουμένων των αναλογιών, αυτού του είδους την κριτική απηύθυναν κάποιοι και στους Γερμανούς των περασμένων εποχών για την αρχαιολατρία τους. Ο Νίτσε, για παράδειγμα, που ξεκίνησε την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία 24 ετών ως καθηγητής κλασικής φιλολογίας, αμφισβήτησε τον τρόπο που ερμήνευσε την αρχαιότητα η γερμανική αστική τάξη, καθώς θεωρούσε ότι αν η γνώση του παρελθόντος μάς διδάσκει κάτι, αυτό δεν είναι ο ουμανισμός, αλλά η τραγικότητα της ύπαρξης.
Αλλά αυτός που, τουλάχιστον κατά την Μπάτλερ, έδωσε τη χαριστική βολή στην αρχαία Ελλάδα είναι ο Χάινριχ Χάινε, σατιρικός συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Εξηγεί ο Αντώνης Ρεγκάκος: «Ο Χάινε ήταν ένα από αυτούς που διαισθάνθηκαν νωρίς πόσο αδύναμη ήταν η ελληνική αρχαιότητα μπροστά σε νεωτερικά φαινόμενα, όπως ο εκβιομηχανισμός, οι φυσικές επιστήμες και η τεχνολογία, ο εθνικισμός, οι επαναστάσεις και οι κοινωνικές συγκρούσεις. Αυτό διαφαίνεται από τον τρόπο που σκηνοθετεί τον αποχαιρετισμό των ειδώλων της ελληνικής αρχαιότητας. Οταν το 1848 ο ποιητής καταρρέει στο Λούβρο μπροστά στην -επίκαιρη στις μέρες μας- Αφροδίτη της Μήλου, παρουσιάζει τη θεά να τον κοιτάζει με οίκτο, αλλά ταυτόχρονα χωρίς παρηγορητική διάθεση, σαν να ήθελε να πει: "Δεν βλέπεις ότι δεν έχω χέρια για να μπορέσω να σε βοηθήσω;"»
Σήμερα, σε μια ακόμα ειρωνική αντιστροφή της Ιστορίας, αυτός που καταρρέει είναι η Ελλάδα. Η Γερμανία στέκεται άγαλμα που αρνείται να τείνει χείρα βοηθείας. Εκτός κι αν θεωρήσουμε βοήθεια το ψεύτικο χέρι της Αφροδίτης με το δάχτυλο υψωμένο στο εξώφυλλο του «Focus.
-*-