[Εψιλον, 14/6/09]
Γεννήθηκε στο νησί στις 4 Μαρτίου του 1851, ένα από τα οκτώ παιδιά του ιερέα παπα-Αδαμάντιου Εμμανουήλ από το Κάστρο και της Αγγελικής ή Γκιουλώς, κόρης του άρχοντα Αλέξανδρου Μωραϊτίδη. Τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο στη Σκιάθο δώδεκα χρονών, αλλά στο Γυμνάσιο δεν θα πάει πριν τα δεκαέξι του, στη Χαλκίδα πρώτα, ύστερα στον Πειραιά. Διακόπτει το Γυμνάσιο, επιστρέφει στη Σκιάθο, επισκέπτεται λίγους μήνες το Άγιον Όρος ως δόκιμος μοναχός και ξαναφεύγει, για να τελειώσει το 1874 τη Βαρβάκειο και να γραφτεί στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν θα την τελειώσει. Μαθαίνει γλώσσες, αγγλικά και γαλλικά, κι έχει ήδη αρχίσει να γράφει μυθιστορήματα και να εργάζεται ως δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνίας για εφημερίδες.
Ασκητικός, αγοραφοβικός, περήφανος, απέφευγε τις λογοτεχνικές συντροφιές, εκτός του Ζαν Μωρεάς και του διηγηματογράφου Βλαχογιάννη, και προτιμούσε για φίλο του έναν μανάβη κι έναν καλόγερο και νεωκόρο, με τον οποίο συγκατοίκησε και ο οποίος του έμαθε το ποτό. Περνούσε ώρες ψέλνοντας, κατά μόνας ή συχνά σε απόμερα ξωκλήσια, με όλο του το σώμα να μετέχει στην προσπάθεια της φωνής, ένα θέαμα μάλλον αλλόκοτο και πάντως αξιοπρόσεκτο. Παρά τις μεγάλες αμοιβές που έπαιρνε συχνά για την εργασία του, δεν κρατούσε χρήματα για τον ίδιο παρά μόνο για το ποτό και ζούσε στα όρια της εξαθλίωσης. Στο δωμάτιό του, φτωχικό, συχνά χωρίς τραπέζι, υπήρχε ένα κιβώτιο με βιβλία, ανάμεσα στα οποία Σέξπιρ, τον οποίο εκτιμούσε και αγαπούσε, η Αγία Γραφή, μια γαλλική μετάφραση ποιημάτων του Μίλτον.
«Περιφρονημένος καὶ δοξασμένος, μοναχικὸς καὶ καταφρονητικός, ὅσιος καὶ ἀλήτης», τον περιγράφει ο Παλαμάς, που προσθέτει: «Μα πάντα έσταζε κάποιο μέλι από τα χείλη του, και το κοντύλι του, έτσι άκοπα, άνετα, απρόσεχτα, με δυο τρεις μολυβιές μας άφηνε στο χαρτί αξέχαστα «σκίτσα», που το στόμα τους ήθελε φιλί, και τα μάτια τους γύρευαν αγάπη […]».
Επέστρεψε στη Σκιάθο το 1902 για δύο χρόνια, στα οποία δημοσίευσε τη Φόνισσα, το πιο γνωστό του μυθιστόρημα. Οι συντοπίτες του τον θεωρούσαν αλλοπαρμένο, ρέμπελο, μέθυσο. Επέστρεψε στην Αθήνα, αλλά οι ρευματισμοί που πάθαινε στα χέρια τον εμπόδιζαν πια να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο, αλλά δεν είχε τους πόρους για το ταξίδι. Για να βρεθούν χρήματα, ο Σύλλογος του Παρνασσού οργάνωσε προς τιμή του φιλολογικό πρωινό, παρουσία της αφρόκρεμας της ελληνικής κοινωνίας, για να γιορτάσει τα εικοσιπέντε χρόνια του στα γράμματα. Αρνήθηκε να παραστεί. Με τα χρήματα από την εκδήλωση, πλήρωσε τα χρέη του κι επέστρεψε στη Σκιάθο το 1908, όπου έζησε απομονωμένος και πένης. Πέθανε από πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911.
Για να γνωρίσει κανείς τη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη, θα επισκεφτεί τη βορινή πλευρά του νησιού, την πιο επιβλητική, αυτή που βλέπει στη Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος. Αυτήν έβαλε κυρίως ο Παπαδιαμάντης στο έργο του, μαζί με την ενδοχώρα, και είναι αυτή που σώζεται σχεδόν ακέραια από τότε, χωρίς τις αλλοιώσεις της τουριστικής ανάπτυξης που έχει πλήξει τη νότια πλευρά. Εδώ, στο Βορά, βρίσκεται το Κάστρο, η μεσαιωνική πόλη, που περιέγραψε σε πολλά διηγήματα.
To Καρνάγιο και το Εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου παραμένουν και σήμερα όπως τα περιέγραψε στο διήγημα «Oλόγυρα στη Λίμνη», με την προσθήκη βέβαια του αεροδρομίου δίπλα. Για μπάνιο, θα πάει στη λίμνη Στροφιλιά, την ονομαστότερη παραλία του νησιού, που περιγράφεται στο διήγημα «Τα χέλια», ή στο Μανδράκι, μια από τις ωραιότερες αμμουδιές που περιγράφεται στο διήγημα «Το Κρυφό Μαντράκι».
Αν μείνει στην πόλη, θα αναζητήσει το Κοχύλι, έναν ορμίσκο με αμμουδιά απέναντι από το Κέντρο Υγείας, που περιγράφεται στο διήγημα «Το Μοιρολόι της Φώκιας». Μπορεί ακόμη να πάρει το καραβάκι για το νησί Μαραγκός, απέναντι από το λιμάνι της Σκιάθου, που περιγράφεται στο διήγημα «Το Νησί της Ουρανίτσας», ή ένα από τα βαρκάκια που περνούν καθημερινά απέναντι στο νησάκι Τσουγκριά, που περιγράφεται στο διήγημα «Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα».
Και όποιος το επιθυμεί, mε το φωτογραφικό οδοιπορικό του Γιάννη Μάγγου ανά χείρας, θα βρει τα μέρη όπου περπάτησε η Φραγκογιαννού, η ηρωίδα της Φόνισσας, ως το τέλος της στο βράχο του Άι Σώστη.
Eίναι βεβαίως και τα μοναστήρια και τα ξωκλήσια, στα οποία αφιέρωσε υμνητικά ποιήματα και τα έκανε τόπους της δράσης των διηγημάτων του, σ΄ένα νησί που ακολουθεί το θρησκευτικό τυπικό των Κολλυβάδων μοναχών που έφυγαν από το Άγιο Όρος και διατηρούσαν τα πρωτοχριστιανικά θρησκευτικά έθιμα: η Παναγία του Καρδάση («Παναγίτσα στο Πυργί» στο ομώνυμο διήγημα), η Παναγία η Κεχριά, η Παναγία η Εικονίστρια, όπου ιερουργούσε ο πατέρας του και η Μονή Ευαγγελιστρίας, που το Δεκαπενταύγουστο τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου με περιφορά επιταφίου της Παναγίας.
Τέλος, το σπίτι του 1860 στο οποίο μεγάλωσε και πέθανε ο Παπαδιαμάντης, απλό, λιτό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της ντόπιας αρχιτεκτονικής, σήμερα στεγάζει το Μουσείο Παπαδιαμάντη, με εκθετήριο χώρο και βιβλιοπωλείο. Τυπικά. Γιατί επί της ουσίας, ολόκληρο το νησί μπορεί να γίνει για τον επισκέπτη που θα το θελήσει ένα μουσείο Παπαδιαμάντη. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, για έναν άνθρωπο που έγραψε στο προοίμιο του διηγήματός του «Λαμπριάτικος Ψάλτης»: «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε [..] να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
____________
To Καρνάγιο και το Εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου παραμένουν και σήμερα όπως τα περιέγραψε στο διήγημα «Oλόγυρα στη Λίμνη», με την προσθήκη βέβαια του αεροδρομίου δίπλα. Για μπάνιο, θα πάει στη λίμνη Στροφιλιά, την ονομαστότερη παραλία του νησιού, που περιγράφεται στο διήγημα «Τα χέλια», ή στο Μανδράκι, μια από τις ωραιότερες αμμουδιές που περιγράφεται στο διήγημα «Το Κρυφό Μαντράκι».
Αν μείνει στην πόλη, θα αναζητήσει το Κοχύλι, έναν ορμίσκο με αμμουδιά απέναντι από το Κέντρο Υγείας, που περιγράφεται στο διήγημα «Το Μοιρολόι της Φώκιας». Μπορεί ακόμη να πάρει το καραβάκι για το νησί Μαραγκός, απέναντι από το λιμάνι της Σκιάθου, που περιγράφεται στο διήγημα «Το Νησί της Ουρανίτσας», ή ένα από τα βαρκάκια που περνούν καθημερινά απέναντι στο νησάκι Τσουγκριά, που περιγράφεται στο διήγημα «Ο Βαρδιάνος στα Σπόρκα».
Και όποιος το επιθυμεί, mε το φωτογραφικό οδοιπορικό του Γιάννη Μάγγου ανά χείρας, θα βρει τα μέρη όπου περπάτησε η Φραγκογιαννού, η ηρωίδα της Φόνισσας, ως το τέλος της στο βράχο του Άι Σώστη.
Eίναι βεβαίως και τα μοναστήρια και τα ξωκλήσια, στα οποία αφιέρωσε υμνητικά ποιήματα και τα έκανε τόπους της δράσης των διηγημάτων του, σ΄ένα νησί που ακολουθεί το θρησκευτικό τυπικό των Κολλυβάδων μοναχών που έφυγαν από το Άγιο Όρος και διατηρούσαν τα πρωτοχριστιανικά θρησκευτικά έθιμα: η Παναγία του Καρδάση («Παναγίτσα στο Πυργί» στο ομώνυμο διήγημα), η Παναγία η Κεχριά, η Παναγία η Εικονίστρια, όπου ιερουργούσε ο πατέρας του και η Μονή Ευαγγελιστρίας, που το Δεκαπενταύγουστο τιμά την Κοίμηση της Θεοτόκου με περιφορά επιταφίου της Παναγίας.
Τέλος, το σπίτι του 1860 στο οποίο μεγάλωσε και πέθανε ο Παπαδιαμάντης, απλό, λιτό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της ντόπιας αρχιτεκτονικής, σήμερα στεγάζει το Μουσείο Παπαδιαμάντη, με εκθετήριο χώρο και βιβλιοπωλείο. Τυπικά. Γιατί επί της ουσίας, ολόκληρο το νησί μπορεί να γίνει για τον επισκέπτη που θα το θελήσει ένα μουσείο Παπαδιαμάντη. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, για έναν άνθρωπο που έγραψε στο προοίμιο του διηγήματός του «Λαμπριάτικος Ψάλτης»: «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε [..] να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
____________
Η Αθηνά Παπαγεωργίου, διευθύντρια του Μουσείου Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες γι'αυτό το άρθρο. Την ευχαριστούμε.
-*-