23/6/11

Mamma Mia!: Στα παρασκήνια ενός τζάνκετ

[Εψιλον, 6/7/08]

Αριστερά μετά την είσοδο του «Captain's House» στο «Grand Resort Lagonissi» βρίσκεται το μπαρ, όπου προσφέρονται καλοδεχούμενα κούκις και ο πρώτος καφές ενός Σαββάτου που, μέχρι αργά το απόγευμα, προβλέπεται γεμάτο. Είναι περασμένες εννιά και οι περισσότεροι δημοσιογράφοι περιμένουν στο τραπέζι τους βαριεστημένοι, αγναντεύοντας από την τζαμαρία την προκλητική θάλασσα και την κίνηση στη βεράντα.

Την προηγουμένη, οι τηλεοπτικοί συνάδελφοι πέρασαν την ημέρα περιμένοντας τη σειρά τους για μια πεντάλεπτη συνέντευξη με έναν από τους σταρ της ταινίας «Mamma Mia!», που παρουσιάζεται στα διεθνή μέσα ενημέρωσης - πρώτη φορά που χολιγουντιανή ταινία παρουσιάζεται διεθνώς στην Ελλάδα. Σήμερα, για εμάς των εφημερίδων και των περιοδικών, η αναμονή για τις συνεντεύξεις είναι μικρότερη, αλλά η δουλειά περισσότερη.

Βρίσκομαι εδώ για μια συνέντευξη του Πιρς Μπρόσναν, του δεύτερου σταρ του «Mamma Mia!» μετά τη Μέριλ Στριπ, κατάταξη την οποία χρωστά μάλλον στο κινηματογραφικό παρελθόν του ως Τζέιμς Μποντ παρά στην ερμηνεία του. Μαζί με τον Μπρόσναν και τη Στριπ, άλλοι εννέα συντελεστές της ταινίας έχουν έρθει στο Λαγονήσι και κάθε δημοσιογράφος πρέπει να παραστεί σε εικοσάλεπτες συνεντεύξεις όλων τους.

Το κοινό μυστικό των junket, όπως αποκαλούνται οι παρουσιάσεις ταινιών στον τύπο, είναι ότι οι συνεντεύξεις με τους συντελεστές, που για την περίσταση αποκαλούνται «talents», δεν είναι ατομικές. Οταν η United International Pictures πρότεινε στο ΕΨΙΛΟΝ μια αποκλειστική για την Ελλάδα συνέντευξη του Μπρόσναν για πρώτο θέμα στο εξώφυλλο, το περιοδικό ζήτησε συνάντηση με τον ηθοποιό τουλάχιστον μισής ώρας, κατά προτίμηση μιας. Τόσος χρόνος χρειάζεται να τον ρωτήσεις για το ρόλο του στην ταινία και τη σχέση του με την Ελλάδα και να προχωρήσεις σε καυτά υπαρξιακά ερωτήματα για τον ορισμό του ταλέντου, την ύπαρξη του Θεού και το ρόλο της κληρονομικότητας, ή σε φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας, όπως ο Μπάρακ Ομπάμα, ο πόλεμος στο Ιράκ και το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Μια καλή συνέντευξη εξωφύλλου, δηλαδή.

Η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της εταιρείας πρέπει να μας πέρασε για κρετίνους. Να ζητάς τετ-α-τετ συνάντηση με τον Πιρς Μπρόσναν, όχι για μισή ώρα αλλά για μισό λεπτό, είναι σαν η κυρία Μαρία του διπλανού διαμερίσματος να προσκαλεί σε δείπνο τον Τζορτζ Μπους να συζητήσουν για το Μεσανατολικό. Για το Χόλιγουντ, η ελληνική αγορά είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει ο κόπος. Κανείς δημοσιογράφος ελληνικού περιοδικού ή εφημερίδας, λένε κάποιοι παλιοί του χώρου, δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει κατά μόνας συνάντηση με σταρ του Χόλιγουντ στο πλαίσιο της προώθησης της τελευταίας του ταινίας.

Τουλάχιστον, το ΕΨΙΛΟΝ και άλλα τέσσερα ελληνικά περιοδικά θα είχαμε την ευκαιρία να συμμετέχουμε στο junket, δημοσιεύοντας το καθένα πρώτο τη συνέντευξη ενός ηθοποιού (ένα περιοδικό ανέλαβε να παρουσιάσει γενικά το junket). Μιας και όλοι θα παρευρίσκονταν στις συνεντεύξεις όλων, η συμφωνία προέβλεπε επίσης να μη δημοσιεύσει κανείς συνεντεύξεις με τους ηθοποιούς των άλλων. (Το γεγονός ότι τη Δευτέρα «Τα Νέα» είχαν ένα δισέλιδο με αποσπάσματα συνεντεύξεων τεσσάρων συντελεστών της ταινίας πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί δημοσιογραφική επιτυχία, όχι παραβίαση της συμφωνίας.) Μαζί μ' εμάς, τέσσερα κανάλια θα είχαν την ευκαιρία πεντάλεπτων τετ-α-τετ συνεντεύξεων και, κατ' εξαίρεση, ένα πρωινάδικο θα είχε λινκ για ζωντανή συνέντευξη της Στριπ και του Μπρόσναν, γεγονός που η υπεύθυνη της UIP θεώρησε τόσο εξαιρετικό που του προσέδωσε τον επιθετικό προσδιορισμό «σούπερ ντούπερ ουάου».

Ο μηχανισμός των junket λειτουργεί ως εξής: Οι δημοσιογράφοι χωρίζονται σε ομάδες των επτά ή οκτώ, κάθε ομάδα στο δικό της τραπέζι. Τα έντεκα talents κάνουν το γύρο των τραπεζιών, χαρίζοντας σε κάθε ομάδα είκοσι λεπτά. Στη συνέχεια, κάθε δημοσιογράφος είναι ελεύθερος να δημοσιεύσει τη συνέντευξη με το talent για το οποίο έχει συμφωνήσει, σαν να επρόκειτο για συζήτηση μεταξύ των δύο.

Αυτή η πρακτική και το γεγονός ότι τα στούντιο πληρώνουν τα έξοδα μετακίνησης και διαμονής βάζουν ερωτηματικά για την αμεροληψία των κριτικών και των δημοσιογράφων που παρευρίσκονται. Οσοι μάλιστα το παρακάνουν, περιφερόμενοι από junket σε junket και δημοσιεύοντας διθυράμβους και συνεντεύξεις, έχουν κερδίσει το χαρακτηρισμό junket whores, πουτάνες του junket δηλαδή. Γνωστός έλληνας κριτικός μού έλεγε ότι ο ίδιος τα αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι, για να μην μπει στον πειρασμό της αυτολογοκρισίας. Αλλοι τα υπερασπίζονται κι επικαλούνται αρνητικές κριτικές που έχουν δημοσιεύσει για ταινίες στα junket των οποίων συμμετείχαν. Γεγονός είναι ότι ακόμα και αρνητική κριτική να γράψει κανείς, και μόνο τα εξώφυλλα των συνεντεύξεων αρκούν για να επιτευχθεί ο στόχος του μάρκετινγκ: κουβέντα να γίνεται.

«Είναι κουραστικό», μου λέει η γιαπωνέζα συνάδελφος δεξιά μου στο τραπέζι, που έφτασε στην Αθήνα το βράδυ της Πέμπτης, πέρασε την Παρασκευή στο Λαγονήσι για δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις («τουλάχιστον ήταν τετ-α-τετ», της λέω. «Αλλά ήταν μόνο πέντε λεπτά», απαντά) και θα μείνει το Σάββατο στο junket ώς αργά. Το χειρότερο, όταν επιστρέψει στο σπίτι της στο Λος Αντζελες την επομένη, την περιμένουν άλλα δύο junket. Δύσκολη δουλειά, αλλά κάποιος πρέπει να την κάνει.

Η δουλειά των ελλήνων φωτογράφων στο junket ήταν ακόμη δυσκολότερη. Οι οδηγίες της UIP ήταν σαφείς: επιτρέπονται μόνο φωτογραφίες γενικής λήψης, με τα talents να ποζάρουν για δέκα με δεκαπέντε λεπτά. Στην πράξη τα πράγματα ήταν ακόμη αυστηρότερα, με τους υπεύθυνους της εταιρείας σε ρόλο κέρβερου. «Λες και ήταν να φωτογραφήσουμε συνάντηση του Μπους με τον Οσάμα μπιν Λάντεν», παραπονιέται ο φωτογράφος του ΕΨΙΛΟΝ. Ακόμα χειρότερα, οι συνθήκες της λήψης δεν προσφέρονταν για σωστό φωτισμό, καθώς τα talents βρίσκονταν στη σκιά μιας ομπρέλας και οι φωτογράφοι στον ήλιο, ό,τι χειρότερο για το κοντράστ. Οι φωτογράφοι κοίταζαν με ζήλια λίγο πιο κάτω το σημείο όπου θα φωτογράφιζαν ξένα μέσα ενημέρωσης: υπήρχαν ανακλαστήρες και η θέση είχε επιλεγεί προσεκτικά ώστε στο φόντο να φαίνεται η θάλασσα.

Καθώς μέσα στην αίθουσα του «Captain's House» η μέρα προχωρά και τα talents εναλλάσσονται στις ομάδες, τα πόδια κάτω από τα τραπέζια αρχίζουν να κουνιούνται νευρικά. Τα πρόσωπα πάλι των δημοσιογράφων δείχνουν να παραμένουν συγκεντρωμένα και κατά περίπτωση να απολαμβάνουν τη συζήτηση, γελώντας στα σωστά σημεία και υποβάλλοντας με πάθος ερωτήσεις.

Αυτές που έδωσαν τον τόνο, επαναλαμβανόμενες με μαθηματική ακρίβεια σε κάθε γύρο, ήταν του είδους που έχουμε συνηθίσει σε συνεντεύξεις από junket. Ηξερε το talent το έργο των ΑΒΒΑ πριν συμμετάσχει στην ταινία; Ποιο είναι το αγαπημένο του τραγούδι; Πώς πέρασε στα γυρίσματα; Ηταν δύσκολη η σκηνή με τη Μέριλ Στριπ να χοροπηδά στο κρεβάτι; Και, τέλος πάντων, πώς ήταν η συνεργασία με τη Μέριλ Στριπ;

Αν προσθέσεις τις φορές που τα talents αποκάλυψαν πόσο καλά πέρασαν στα γυρίσματα, γεγονός που, ως γνωστόν, αποτυπώνεται στην ταινία, κι επίσης την εκτίμησή τους για τη διαχρονικότητα των ΑΒΒΑ, το θαυμασμό τους για τη Μέριλ Στριπ και πόσο δεμένοι νιώθουν ότι θα παραμείνουν για πάντα, έχεις την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεσαι σε πλατό της Μπήλιως Τσουκαλά.

Την ίδια ψευδαίσθηση πρέπει να είχε και ο Πιρς Μπρόσναν. Αλλιώς δεν εξηγείται ότι με το που κάθησε στο τραπέζι άρχισε έναν μακροσκελή μονόλογο, διανθισμένο με πολλές παύσεις και ύφος ελαφρώς κουρασμένο και σαρκαστικό, που δεν έδινε την ευκαιρία για πολλές ερωτήσεις.

Οχι ότι οι ερωτήσεις χρειάζονταν, γιατί τις περισσότερες από αυτές τις είχε ήδη απαντήσει με δική του πρωτοβουλία στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα: «Πέρασα καταπληκτικά σ' αυτή την ταινία - είμαι πολύ υπερήφανος. Νομίζω ότι θα διαρκέσει και θα αγαπηθεί από πολλές γενιές. Τουλάχιστον τα τραγούδια έχουν αγαπηθεί από εκατομμύρια ανθρώπους. Η συνεργασία με τη Μέριλ Στριπ ήταν ο κύριος λόγος που είπα το "ναι". Ημουν, ξέρετε, στο σπίτι της μητέρας μου ένα απόγευμα, ο θετός μου πατέρας είχε πεθάνει εκείνη την εβδομάδα, και χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν ο ατζέντης μου».

Οπως διηγήθηκε την ιστορία, δίνοντας την απαραίτητη υπαρξιακή διάσταση στη συνέντευξη, τον πατέρα του τον έλεγαν Καρλμάικλ, το όνομα του ήρωα που ο Μπρόσναν παίζει στην ταινία, ένα όνομα που ο ίδιος σκεφτόταν κάποτε να υιοθετήσει διότι του φαινόταν πιο εύηχο. «Υπάρχει τελικά λόγος για κάθε τι που κάνουμε», φιλοσόφησε.

Ακολούθησε άλλη μια ιστορία συμπτώσεων. Μέρος των γυρισμάτων έγιναν στο ίδιο στούντιο της Αγγλίας όπου έχουν γυριστεί πολλές ταινίες Τζέιμς Μποντ, το Albert R. Broccoli 007 Stage. «Οταν το έμαθα», είπε, «σκέφτηκα, Θεέ μου, είναι αστείο, κάποιος μου κάνει πλάκα. Ηταν μια γλυκιά, απολαυστική ειρωνεία. Επρεπε να κρατήσω τα φαντάσματα έξω από την πόρτα. Θυμάμαι που σκεφτόμουν, Θεέ μου, ας μη μου δώσουν το ίδιο καμαρίνι, θα είναι σαν να γυρίζω πίσω στο χρόνο. Μου έδωσαν ένα ολοκαίνουργιο καμαρίνι που όμως είχε στα στόρια το σήμα "007". Ανέβαινα τη σκάλα και θυμόμουν τις φορές που πήγαινα στο στούντιο για εκείνη την ταινία».

Δεν είχαν όλοι ανεξήγητες ιστορίες μυστηρίου να διηγηθούν ούτε έδειχναν όλοι τόσο εμφανώς ότι κάνουν αγγαρεία. Ο Σουηδός Στέλαν Σκάρσγκαρντ, με θητεία σε ταινίες του Λαρς φον Τρίαρς, ήταν ο πιο πολιτικοποιημένος, όταν αναφέρθηκε στην εμμονή των Αμερικανών να χωρίζουν τον κόσμο σε καλούς και κακούς και παρατήρησε ότι στο Χόλιγουντ του δίνουν συνήθως το ρόλο του κακού εξαιτίας της ξενικής προφοράς του. Και η Μέριλ Στριπ, ε, η Μέριλ Στριπ είναι η Μέριλ Στριπ, όταν αρνείται με χάρη την παρομοίωσή της με την Μπέτι Ντέιβις και την Κάθριν Χέπμπορν, όταν μιλά για τη σκληρότητα του χώρου απέναντι στους νέους ηθοποιούς και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο Χόλιγουντ και όταν, απαντώντας στην ερώτηση μιας συναδέλφου «ποιο είναι το μυστικό που καταφέρνει να παραμένει όμορφη και υγιής», την καρφώνει στα μάτια και έπειτα από μικρή παύση απαντά: «το βούτυρο».

Ο Μπρόσναν απαντά τώρα στη γνωστή ερώτηση για τα τραγούδια των ΑΒΒΑ, όταν η ατζέντισσα περνά από το τραπέζι δίνοντας σήμα ότι απομένουν ακόμη πέντε λεπτά. Ακόμη μια ερώτηση για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε με το τραγούδι στην ταινία. Αρχίζει να εξηγεί ότι τις ξεπέρασε με σκληρή προσπάθεια και καραόκε, όταν τα βλέμματα στο τραπέζι γυρίζουν. Η Μέριλ Στριπ περνά για να πάρει τη θέση της στο διπλανό τραπέζι. «Όλο γύρω γύρω κι όλο ψέματα είμαστε», του φωνάζει. «Ψέματα και ακόμη περισσότερα ψέματα», της απαντά. «Τελευταία ερώτηση», λέει η ατζέντισσα.

Τον ρωτώ κάτι, έτσι για να ρωτήσω, με αφορμή την ιρλανδική του καταγωγή, για την οποία δηλώνει περήφανος. Πιστεύει ότι οι Έλληνες είναι οι Ιρλανδοί του Νότου, όπως οι Έλληνες λένε πως οι Ιρλανδοί είναι οι Ελληνες του Βορρά; Λέει ότι αγαπά πολύ τους Ελληνες, ότι ένας φίλος του στο Μαλιμπού είναι Έλληνας κι ότι τα γυρίσματα στην Ελλάδα ήταν υπέροχα, φιλόξενα, καταπληκτικά. «Πραγματικά όμορφα», λέει, καθώς σηκώνεται να φύγει με ύφος που προδίδει από τη μια ανακούφιση και από την άλλη κούραση για το υπόλοιπο της ημέρας.

-*-