23/6/11

Νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό: Σε αναζήτηση ταυτότητας

[Εψιλον, 13/9/09]



Με σχεδόν υπαρξιακή αγωνία οι νεοελληνιστές του εξωτερικού αναζητούν τα τελευταία χρόνια την ταυτότητά τους. Τι είναι οι Νεοελληνικές Σπουδές και σε ποιους απευθύνονται; Είναι η διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της σύγχρονης Ελλάδας, την οποία προσφέρουν σήμερα τα περισσότερα προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών; Ή μήπως, ακολουθώντας τις τάσεις του κλάδου των πολιτισμικών σπουδών, οι νεοελληνιστές πρέπει να διευρύνουν το γνωστικό τους πεδίο σε άλλα αντικείμενα, όπως η Ιστορία, η Ιστορία της Τέχνης και οι επιστήμες του χώρου; Ποιο είναι το κατάλληλο πρόγραμμα σπουδών που θα διαμορφώσει αποφοίτους ικανούς να απορροφηθούν από την αγορά εργασίας και θα προσελκύσει τον αναγκαίο αριθμό φοιτητών που θα δικαιολογεί τη συνέχιση των προγραμμάτων;


Δυστυχώς, σε αντίθεση με τις κλασικές και τις βυζαντινές σπουδές, που έχουν καθιερωθεί σε όλο τον κόσμο, οι Νεοελληνικές Σπουδές κινδυνεύουν. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να φανεί υπερβολική, αν μας παρασύρουν τα ανεπίσημα στοιχεία του υπουργείου Πολιτισμού: 176 έδρες ή προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών λειτουργούν σήμερα σε πανεπιστήμια και των πέντε ηπείρων. Ωστόσο, αυτοί οι αριθμοί συμπεριλαμβάνουν τους ωρομίσθιους διδάσκοντες της ελληνικής γλώσσας στο πλαίσιο των κλασικών, των βυζαντινών και άλλων σπουδών και όχι μόνο τις αμιγώς καθηγητικές θέσεις Νεοελληνικών. Για παράδειγμα, ενώ ο κατάλογος του υπουργείου εμφανίζει 130 καταχωρίσεις στην Ευρώπη, οι καθηγητικές έδρες δεν υπερβαίνουν τις 27. Αλλωστε, ανεξάρτητα από τον αριθμό των προγραμμάτων, σε πολλά από αυτά οι φοιτητές έχουν μειωθεί σημαντικά, οδηγώντας σε περικοπές του προσωπικού και των μαθημάτων. Ακόμη χειρότερα, πολλά προγράμματα έκλεισαν την τελευταία δεκαετία και άλλα ετοιμάζονται να κλείσουν. Πολλά τα παραδείγματα.

Ο καθηγητής της έδρας Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, David Holton, θα συνταξιοδοτηθεί σε 3 χρόνια και δεν προβλέπεται να αντικατασταθεί, εκτός αν το πανεπιστήμιο χρηματοδοτηθεί φέτος με 2.000.000 ευρώ. Στο τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ η έδρα χηρεύει εδώ και δυόμισι χρόνια, από τότε που ο καθηγητής Marc Lauxtermann μετακινήθηκε στην Οξφόρδη, και το πανεπιστήμιο δεν φαίνεται διατεθειμένο να την καλύψει.

Στην Ευρώπη έκλεισαν ή ετοιμάζονται να κλείσουν τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών (που έδιναν πτυχίο Νεοελληνικών Σπουδών και διδακτορικό δίπλωμα), μεταξύ άλλων, στα γερμανικά πανεπιστήμια Μπόχουμ, Λειψίας, Γοτίγγης, Κολωνίας και Μάιντς, στα ιταλικά πανεπιστήμια Βιτέρμπο, Μιλάνου, Νεάπολης και Τεργέστης, στη Βουδαπέστη, στο Πανεπιστήμιο του Χρόνιγκεν της Ολλανδίας, στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν στο Βέλγιο, ενώ στις σκανδιναβικές χώρες από τα οχτώ τμήματα, που υπήρχαν ώς πολύ πρόσφατα, σήμερα λειτουργούν μόνο δύο.

Από τα τέλη του '90 στην Αυστραλία ο αριθμός των εγγραφών στα νεοελληνικά τμήματα έχει μειωθεί σε ποσοστό έως 40% και υπάρχει η τάση υπαγωγής των μικρών τμημάτων σε μεγαλύτερα, όπως συνέβη σε δύο τμήματα στη Μελβούρνη και προωθείται τελευταία στην περιοχή του Σίδνεϊ, γεγονός που έχει πλήξει σοβαρά την αυτονομία και τη βιωσιμότητα των μικρών προγραμμάτων.

Στις ΗΠΑ, όπως λένε οι εκεί νεοελληνιστές, η κατάσταση είναι καλύτερη. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Modern Greek Studies Association, της Ενωσης Νεοελληνικών Σπουδών Βόρειας Αμερικής, ο αριθμός των φοιτητών που παρακολούθησαν μαθήματα γλώσσας ή άλλα μαθήματα στο πλαίσιο των προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών την περίοδο 2006-07 δείχνει «μια πολύ ισχυρή άμυνα των νέων ελληνικών» και τη «βιωσιμότητα» των προγραμμάτων.

Βέβαια, ορισμένοι νεοελληνιστές από την Ευρώπη επισημαίνουν ότι πολλά προγράμματα στις ΗΠΑ έχουν λύσει το πρόβλημα της επιβίωσής τους με τη βοήθεια γενναίων επιχορηγήσεων και κληροδοτημάτων από φιλέλληνες και ομογενείς. Επισημαίνουν ακόμη ότι τα περισσότερα αμερικανικά προγράμματα στριμώχνουν τις Νεοελληνικές Σπουδές μαζί με τις κλασικές και τις βυζαντινές υπό τη γενική ονομασία «ελληνικές σπουδές. Αν μετρήσουμε αυτούς που κάνουν αρχαιολογία, κλασικές και βυζαντινές σπουδές στην Ευρώπη», λέει ο καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, Δημήτρης Τζιόβας, «φτάνουμε κι εμείς τα νούμερα των Αμερικανών. Αλλά γιατί οι ιταλικές σπουδές αντιμετωπίζουν τα ιταλικά ως σύγχρονη γλώσσα και δεν περιλαμβάνουν τα λατινικά; Ετσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς.

Σε όλο τον κόσμο, πάντως, οι νεοελληνιστές αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις: τη μικρή γεωστρατηγική, οικονομική και πολιτιστική σημασία της σημερινής Ελλάδας και τον μικρό αριθμό ομιλητών της ελληνικής γλώσσας. Καθώς το ενδιαφέρον της Δύσης στρέφεται στην Ασία και στον αραβικό κόσμο, οι ασιατικές σπουδές και οι σπουδές του αραβικού κόσμου προσελκύουν πια αριθμό φοιτητών πέρα από κάθε σύγκριση.

Οι νεοελληνιστές έχουν, όμως, μια μεγάλη διπλή ευκαιρία: την επιρροή της Ελλάδας στον δυτικό πολιτισμό και το γεγονός ότι η σημερινή Ελλάδα είναι σημαντικός πόλος έλξης επισκεπτών. Τουλάχιστον στις ΗΠΑ, ταινίες όπως η «Σίρλεϊ Βάλενταϊν» και ο «Γάμος α λα ελληνικά» συνήθως ακολουθούνται από αύξηση των φοιτητών σε μαθήματα Νεοελληνικών. Επίσης, η δραστηριοποίηση ελληνικών επιχειρήσεων σε μια περιοχή δίνει κίνητρο σε φοιτητές να παρακολουθήσουν μαθήματα Νεοελληνικών, διότι αυξάνει τη δυνατότητα απορρόφησής τους στην αγορά εργασίας. Και, βέβαια, υπάρχει η δεξαμενή των ομογενών, από την οποία τα προγράμματα αντλούν φοιτητές, αν και το ενδιαφέρον της τρίτης γενιάς μεταναστών για την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό φαίνεται να μειώνεται.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει: γιατί προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών που πριν δέκα χρόνια ανθούσαν, σήμερα κλείνουν το ένα μετά το άλλο; Η απάντηση συνδέεται με την εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης. Στις αρχές της δεκαετίας του '90», λέει ο καθηγητής Marc Lauxtermann, πρόεδρος του Society for Modern Greek Studies, της Ενωσης Προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών της Μ. Βρετανίας και κάτοχος της έδρας Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, «κάτι άλλαξε στον τρόπο που ο κόσμος αντιλαμβάνεται τις σπουδές και το μέλλον του. Νομίζω ότι έχει να κάνει με μια στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό στην Ευρώπη και αλλού. Πολλοί φοιτητές δεν ενδιαφέρονται πια για τις γλώσσες. Τις βλέπουν ως εργαλείο, ως μέσο για να σπουδάσουν κάτι άλλο ή να κάνουν εμπόριο σε μια ξένη χώρα.

Τα υψηλά δίδακτρα στην ανώτατη εκπαίδευση αναγκάζουν το φοιτητή να παίρνει εκπαιδευτικά δάνεια και να μπαίνει στην αγορά εργασίας καταχρεωμένος. Ο φοιτητής θα προτιμήσει, λοιπόν, τον κλάδο σπουδών που θα του εξασφαλίσει σίγουρη δουλειά με υψηλές αμοιβές. Οι Νεοελληνικές Σπουδές δεν ανήκουν σ' αυτήν την κατηγορία.

 Η εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης συνοδεύεται από τη διαμόρφωση μιας διοικητικής γραφειοκρατίας, που διοικεί και αξιολογεί τα πανεπιστήμια με ασφυκτικά κριτήρια. Παραδόξως, στις ΗΠΑ οι απαιτήσεις της διοικητικής γραφειοκρατίας εξισορροπούν περισσότερο με τις ανάγκες των πανεπιστημιακών και τις επιταγές της έρευνας. Αυτό ίσως συμβαίνει διότι εκεί η εμπορευματοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης ισχύει από παλιά και η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει καταφέρει να βρει μηχανισμούς εξισορρόπησης ή διότι στο αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα οι καθηγητές αντιμετωπίζονται κάπως σαν σταρ που προσελκύουν φοιτητές και χρήματα στα πανεπιστήμια ή, τέλος, διότι τα προγράμματα στις ΗΠΑ δεν αξιολογούνται κεντρικά σε όλη τη χώρα, αλλά στο πλαίσιο των εκάστοτε πανεπιστημίων.

Στην Ευρώπη, πάντως, η γραφειοκρατία έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, «που, αντί να βρίσκεται στην υπηρεσία του επιστημονικού προσωπικού», λέει ο καθηγητής Δημάδης, «θέτει αντιθέτως το επιστημονικό προσωπικό στη δική της υπηρεσία και δυσχεραίνει το έργο του. Ο αριθμός των φοιτητών, ο αριθμός των δημοσιεύσεων σε επιστημονικές επιθεωρήσεις και, σε μικρότερο βαθμό, ο αριθμός των συνεδρίων και των άλλων εκδηλώσεων που διοργανώνει ένα τμήμα έχουν αναδειχτεί σε απόλυτα κριτήρια για τη διατήρησή του.

«Η πολιτική των πανεπιστημίων είναι να επικεντρώνουν την προσοχή τους σε αντικείμενα που έχουν ζήτηση», λέει ο καθηγητής Τζιόβας. Πριν από δέκα χρόνια μόνο το 10% των αποφοίτων της μέσης εκπαίδευσης της Μεγάλης Βρετανίας έμπαινε στα πανεπιστήμια. Σήμερα το ποσοστό φτάνει το 40%. Οι περισσότεροι επιλέγουν ευρύτερα αντικείμενα σπουδών ή αντικείμενα που θα τους αποφέρουν χρήματα. Ακόμη και αν το ενδιαφέρον για τα Νέα Ελληνικά παραμένει σταθερό, τα πανεπιστήμια ασκούν πιέσεις για μείωση του προσωπικού στα μικρά αντικείμενα, προκειμένου να ενισχύσει τα μεγάλα.

Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζει η Αυστραλία. Η συντηρητική κυβέρνηση που βγήκε το 1997 εμπορευματοποίησε με γρήγορους ρυθμούς την ανώτατη εκπαίδευση και δημιούργησε μια εξίσου ασφυκτική γραφειοκρατία. Πριν από το '97, το κράτος κάλυπτε τα έξοδα των πανεπιστημίων σε ποσοστό 80% και η εγγραφή στοίχιζε, για παράδειγμα στον φοιτητή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, το συμβολικό ποσό των 900 δολαρίων εφάπαξ. Σήμερα, στο ίδιο τμήμα, ο φοιτητής πληρώνει 2.000 δολάρια για κάθε μάθημα και το κράτος καλύπτει μόνο το 20% των εξόδων του πανεπιστημίου. Η χρηματοδότηση ακολουθεί «ένα περίεργο μοντέλο που έβγαλαν κάποιοι γραφειοκράτες», όπως λέει ο καθηγητής Βρασίδας Καραλής, που κατέχει την έδρα του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.

Η πρόσφατη οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση. Καθώς το κράτος καλύπτει μικρό μόνο μέρος των εξόδων των πανεπιστημίων και τα δίδακτρα, όσο υψηλά κι αν είναι, δεν επαρκούν για να καλύψουν τα υπόλοιπα, τα πανεπιστήμια στρέφονται σε επενδύσεις. Φέτος, το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ έχασε 100.000.000 δολάρια σε έξι μήνες. Αποτυχία σε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, όπως το κλείσιμο του παραρτήματος του Πανεπιστημίου Νέας Νότιας Ουαλίας στη Σιγκαπούρη (UNSW Asia) πριν από δύο χρόνια, έχουν ως αποτέλεσμα να υποφέρουν οι επί μέρους σχολές με περικοπές για να καλυφθούν τα έξοδα. Οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, καμιά φορά αναγκαστικές, και η κατάργηση των θέσεων που δεν φέρνουν χρήματα μέσω των χρηματοδοτήσεων είναι ένας τρόπος να αντιμετωπιστεί η κρίση. Το ίδιο και οι πιέσεις στα μικρά αντικείμενα είτε να αυξήσουν την ερευνητική τους παραγωγή και τον αριθμό των φοιτητών τους είτε να κλείσουν, προς όφελος μεγαλύτερων προγραμμάτων.

«Ο πανεπιστημιακός, ως δημόσιος διανοούμενος», λέει η δρ Κυριακή Φραντζή που διδάσκει στο Πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας, «έχει πια συρρικνωθεί στο ρόλο του υπαλλήλου, μέσα σ' ένα σύστημα στο οποίο τον συντριπτικά μεγαλύτερο ρόλο παίζουν το κέρδος και η διοίκηση, που (καθώς κινείται πλέον με επιχειρησιακή λογική) δεν ασχολείται ουσιαστικά με τα ζητήματα της διδασκαλίας. Πριν από δύο χρόνια το πανεπιστήμιο ανακοίνωσε ότι θα καταργήσει τα προγράμματα που έχουν στις τάξεις τους λιγότερους από 20 φοιτητές, μεταξύ των οποίων το πρόγραμμα Νεοελληνικών, θέτοντας υπό αίρεση τη διατήρηση μόνιμου προσωπικού και υποβαθμίζοντας το πτυχίο σε δευτερεύον. Σε ανακοίνωσή του, ο Σύλλογος Ελλήνων Φοιτητών του πανεπιστημίου αμφισβητεί ότι έχει μειωθεί το ενδιαφέρον των φοιτητών και αντιτείνει ότι «το πανεπιστήμιο δεν θα έπρεπε να κοιτάζει πώς θα υποβαθμίσει τμήματα, εφαρμόζοντας μέτρα περικοπής των εξόδων λόγω της αποτυχίας του UNSW Asia και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Μάλιστα, οι περικοπές στο πρόγραμμα γίνονται παρά το ότι η ελληνική ομογένεια της περιοχής έχει δώσει μέχρι στιγμής περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια, τα οποία διπλασίασε το πανεπιστήμιο, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία του τμήματος. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος στις διαπραγματεύσεις με το πανεπιστήμιο», λέει η δρ Φραντζή, «και άργησε να γίνει κατανοητό από την ελληνική πλευρά ότι έπρεπε να γίνουν ουσιαστικές κινήσεις στο θέμα της έρευνας και των προτάσεων για την αναβάθμιση του τμήματος.

Και περνάμε στο δεύτερο σκέλος του προβλήματος, την ευθύνη των ίδιων των προγραμμάτων. Πώς απαντούν στη νέα κατάσταση; Εξαντλούν τα περιθώρια να προσελκύσουν φοιτητές, να κάνουν έρευνα, να συμμετάσχουν σε εκδηλώσεις; Διότι μέσα στο σύστημα που διαμορφώνεται υπάρχουν παραδείγματα προγραμμάτων τα οποία όχι μόνο δεν απειλούνται, αλλά και εδραιώνονται - και όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη και στην Αυστραλία.

Τελευταία, οι νεοελληνιστές επαναλαμβάνουν επίμονα τους όρους «διεπιστημονικότητα» και «εξωστρέφεια», που αναφέρονται στη διεύρυνση του γνωστικού αντικειμένου των Νεοελληνικών Σπουδών και του κοινού τους. Αν προσφέρουμε μόνο μαθήματα γλώσσας και λογοτεχνίας», λέει ο καθηγητής Δημάδης, «αν δεν διεισδύσουμε σε άλλους κλάδους, όπως η ιστορία, η πολιτική, η δημοσιο- γραφία και τα νομικά, φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσουμε να εξαπλωθούμε και να προσελκύσουμε νέους φοιτητές.

Για να πετύχει το πείραμα, λένε οι νεοελληνιστές, το πρόγραμμα σπουδών πρέπει να γίνει πιο ευέλικτο και πιο σύγχρονο. Τώρα τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια προσπαθούν να στραφούν προς μια διεπιστημονικότητα που στην Αμερική υπάρχει τουλάχιστον δύο δεκαετίες» λέει ο καθηγητής Στάθης Γουργουρής, πρόεδρος της Ενωσης Νεοελληνικών Σπουδών της Βόρειας Αμερικής. Αλλοτε κακοπροαίρετα, πολλές φορές καλοπροαίρετα, συνάδελφοι μας μέμφονται ότι έτσι δεν γίνεται έρευνα σε βάθος. Μπορεί να ισχύει σε έναν βαθμό, αλλά από την άλλη κερδίζεις τη δυνατότητα να φέρεις ξένους ανθρώπους σε επαφή με την Ελλάδα και να τη μελετήσουν σε ένα συγκριτικό πλαίσιο.

Ενα παράδειγμα γόνιμης και επιτυχημένης προσέγγισης των ελληνικών σπουδών μας δίνει ο Δ. Γόντικας, διευθυντής του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πρίνστον: «Η σύγχρονη Ελλάδα είναι ένα μικρό κράτος με σχετικά ισχνή πολιτι- στική και επιστημονική παρουσία στην ευρύτερη προοπτική του αμερικανικού πανεπιστημίου, λέει. Αποκτά, όμως, ενδιαφέρον αν τη μελετήσεις είτε στη διαχρονική της διάσταση (αρχαιότητα, Βυζάντιο, Οθωμανική Αυτοκρατορία), είτε σε διάλογο με το συγχρονικό, συγκριτικό, περιφερειακό της περιβάλλον, είτε σε ένα πλαίσιο σύγχρονων προβληματισμών. Στις ΗΠΑ δεν μπορούμε, ίσως, να προσφέρουμε τα εξειδικευμένα μαθήματα ελληνικών σπουδών που παρέχονται σε υψηλό επίπεδο στην Ελλάδα και σε κάποια ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αλλά μπορούμε να προωθήσουμε τη συγκριτική και θεωρητική διά- σταση των πολιτιστικών φαινομένων. Το ζητούμενο είναι πάντα οι συγκλίσεις: οι διεθνείς επιστημονικές συνεργασίες, ο εποικοδομητικός ακαδημαϊκός διάλογος και ο συγκερασμός των εναλλακτικών προσεγγίσεων στη διδασκαλία και στην έρευνα.

Πιο γλαφυρός είναι ο καθηγητής Β. Λαμπρόπουλος, που έχει την έδρα Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν: «Οταν το μάθημά μου έχει υποψήφιο κοινό όλο το πανεπιστήμιο», λέει, «δηλαδή και τους μηχανικούς και τους γιατρούς και όσους πήγαν στην Ελλάδα ή είδαν το "Μάμα Μία" και είπαν -αντί να πάρουν ένα μάθημα για τον Μπαλζάκ, που μπορεί να είναι βαρετό- να πάρουν ένα μάθημα για τη σύγχρονη Ελλάδα, το ζητούμενο είναι: τι θα τους διδάξω; Τι θα πω στον 18χρονο φοιτητή μου, που καλά καλά δεν θυμάται τον Κλίντον, νιώθει ενοχές για την πολιτική της χώρας του και τον απασχολούν θέματα εκτρώσεων, φύλου, ισότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Θα του πω ότι η απάντη-ση στους προβληματισμούς του είναι η Ελλάδα, και όχι αυτή του Περικλή, αλλά η σημερινή... Οτι, περιλαμβάνοντάς τη στις σπουδές του, θα γίνει καλύτερος αμερικανός πολίτης και καλύτερος επαγγελματίας...»

Υπάρχουν κι άλλοι δοκιμασμένοι τρόποι να δημιουργηθεί ενδιαφέρον στους φοιτητές για τις Νεοελληνικές Σπουδές: συναυλίες ελληνικής μουσικής, από ρεμπέτικα μέχρι Ξενάκη, εκθέσεις ζωγραφικής, ομιλίες συγγραφέων, προβολές ταινιών, μεταφράσεις λογοτεχνικών βιβλίων, προγράμματα επισκέψεων των φοιτητών στην Ελλάδα.

Αυτή η προσέγγιση δεν εγγυάται -ούτε, άλλωστε, το υπόσχεται- ότι οι φοιτητές των Νεοελληνικών Σπουδών θα φτάσουν τον αριθμό των φοιτητών των Ασιατικών Σπουδών. Αν, όμως, το ζητούμενο είναι οι Νεοελληνικές Σπουδές να επιβιώσουν, ίσως είναι μια λύση. Αν θέλουμε οι Νεοελληνικές Σπουδές να συνεχιστούν», λέει ο καθηγητής Lauxtermann, «πρέπει να τις κάνουμε όσο πιο ενδιαφέρουσες γίνεται, φτιάχνοντας καλύτερα και ελκυστικότερα προγράμματα και διοργανώνοντας πολιτιστικές εκδηλώσεις οι οποίες θα γνωστοποιήσουν την ύπαρξή μας. Πρέπει να αποδείξεις το δικαίωμά σου να υπάρχεις και να πάρεις τις χρηματοδοτήσεις. Για να μας βοηθήσουν οι άλλοι, πρέπει να τους δώσουμε κι εμείς κάτι.

-*-