[Εψιλον, 9/11/08]
Μερικά στενά νότια από τη γέφυρα του Καρόλου, την οποία διασχίζουν οι ορδές των τουριστών, περιφερόμενες αδιάκοπα κατά μήκος του τουριστικού άξονα που συνδέει το κάστρο στη μία πλευρά του ποταμού Μολδάβα με την πλατεία του Δημαρχείου και το διάσημο ρολόι του στην άλλη, ξεκινά η Οδός του Εθνους. Στην αρχή της, κοντά στο ποτάμι, υψώνεται επιβλητικό το κτήριο του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας, το κατ' εξοχήν σύμβολο του τσέχικου εθνικισμού, το οποίο θεμελιώθηκε πανηγυρικά το 1868, πενήντα χρόνια πριν από την ανεξαρτησία της χώρας, ως ένα θέατρο όπου θα ακουγόταν επιτέλους αποκλειστικά η τσέχικη γλώσσα, όχι η γερμανική.
Περνώντας έξω από το κτήριο, στις 17 Νοεμβρίου του 1989, περίπου πενήντα χιλιάδες φοιτητές, που νωρίτερα είχαν συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο του Βίσεχραντ για να διαμαρτυρηθούν για το καθεστώς, έστριψαν δεξιά και προχώρησαν κατά μήκος της Οδού του Εθνους προς την πλατεία Βένσεσλας, την κεντρική πλατεία της πόλης. Στα μισά του δρόμου, αντιμέτωπο με την αστυνομία και το στρατό, το πλήθος αρνήθηκε να διαλυθεί και κάθισε στο δρόμο. Τα σώματα ασφαλείας άνοιξαν πυρ. Πολλοί τραυματίστηκαν εκείνη την ημέρα, την οποία ακολούθησαν άλλες 12 ημέρες πολιτικής αναταραχής, ώσπου το Κοινοβούλιο αναγκάστηκε να κηρύξει το τέλος της κυριαρχίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ως αποτέλεσμα της «βελούδινης επανάστασης», όπως έμειναν γνωστά τα γεγονότα εκείνου του φθινοπώρου, σήμερα στην Οδό του Εθνους συναντάς πιτσαρίες, ανταλλακτήρια συναλλάγματος, στοκατζήδικα ρούχων, σούπερ μάρκετ, ρωσικές καντίνες που πουλάνε ψωμάκια με λουκάνικο και τηγανητό τυρί, τα απαραίτητα Η&Μ και Zara, και τύπους που σε πλησιάζουν για να σου πλασάρουν μαριχουάνα.
Αλλά, επίσης, αποτέλεσμα της αλλαγής ήταν μια μικρή επανάσταση που συντελέστηκε στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας πριν από εξίμισι χρόνια. Ο 33χρονος χορευτής και χορογράφος Petr Zuska κλήθηκε από τον Καναδά, όπου εργαζόταν, για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μπαλέτου του Εθνικού Θεάτρου. Εν μέσω αντιδράσεων για το νεαρό της ηλικίας του και για τις επιλογές του, που ξένισαν το συντηρητικό κοινό, ο Ζούσκα άνοιξε το άκαμπτο και αυστηρό ρεπερτόριο σε σύγχρονα και πειραματικά έργα και, επιπλέον, κατάφερε να μπολιάσει τις κλασικές χορογραφίες σοβιετικού τύπου των κλασικών έργων με μοντέρνα στοιχεία.
Δύο δείγματα από τη νέα περίοδο του Μπαλέτου του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας θα ανέβουν τον Νοέμβριο στην Αθήνα, στη σκηνή του Θεάτρου Badminton: το «Solo for Three», ένα έργο σε χορογραφία του ίδιου του Πετρ Ζούσκα, εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο τριών καταραμένων τραγουδοποιών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, και το «Ρωμαίος & Ιουλιέτα», το κλασικό μπαλέτο του Προκόφιεβ, μεταφερμένο στην Ιταλία του Μεσοπολέμου, σε χορογραφία και λιμπρέτο του Yuri Vamos.
«Για 40 χρόνια» λέει ο Ζούσκα στην ομάδα των ελλήνων δημοσιογράφων, που τον συναντήσαμε στο γραφείο του ένα μεσημέρι του Οκτωβρίου, «το μπαλέτο εδώ συνδεόταν με το σοβιετικό μπαλέτο - κι αυτό από τρίτο χέρι. Τα πρώτα δύο χρόνια είχαμε προβλήματα με το κοινό, διότι υπήρχε η συντηρητική και βλακώδης άποψη ότι το Εθνικό Θέατρο πρέπει να έχει μόνο κλασικό μπαλέτο. Από την άλλη, το πιο ανήσυχο κοινό είχε ταυτίσει το Εθνικό Θέατρο με μαυσωλείο, και δεν πατούσε. Χρειάστηκε να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο. Μας πήρε χρόνο, αλλά σήμερα είμαι ευτυχής που μια παράσταση όπως το "Solo for Three" έχει την ίδια πληρότητα -αν όχι μεγαλύτερη- με τη "Λίμνη των κύκνων"».
Ενας συνάδελφος που έχει δει το «Solo for Three» μιλά για δυνατή και συγκινητική εμπειρία, σε σημείο να βάλει τα κλάματα με τη χορογραφία τού «Ne me quittes pas». Στην παράσταση, υπό τους ήχους των τραγουδιών του γάλλου Jacques Brel, του ρώσου Vladimir Vysotsky και του τσέχου Karel Kryl (στις αθηναϊκές παραστάσεις οι στίχοι των τραγουδιών θα προβάλλονται σε υπέρτιτλους, μεταφρασμένοι στα ελληνικά), ζωντανεύουν οι αναμνήσεις του ήρωα του έργου, ενός ανθρώπου που συγκεντρώνει στοιχεία και από τους τρεις τραγουδοποιούς - που, ο καθένας, με τη δική του γλώσσα και στη δική του χώρα, τραγούδησε την επανάσταση, τον έρωτα και το θάνατο.
Ο Μπρελ, αντικομφορμιστής και πολυτάλαντος, παράτησε τα πάντα σε ηλικία 45 χρόνων, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο, και έζησε τα επόμενα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ως πιλότος στη Γαλλική Πολυνησία. Ο Βισότσκι, η φωνή των νέων της Σοβιετικής Ενωσης τη δεκαετία του '70 και σύμβολο της καταπιεσμένης Ρωσίας επί Μπρέζνιεφ, πέθανε στα 42 του από καρδιακή ανεπάρκεια, την οποία χωρίς άλλο επέφερε το εξαντλητικό του πρόγραμμα και το αλκοόλ. Και ο Κράιλ, που με τα τραγούδια, τα ποιήματα και τα άρθρα του τα έβαλε με τον ολοκληρωτισμό στην Τσεχία, υμνώντας στην αρχή την αλλαγή του καθεστώτος και στη συνέχεια παίρνοντας αποστάσεις (γεγονός που τον έκανε περισσότερο αγαπητό στον κόσμο και αντιπαθή στις πολιτικές ελίτ), πέθανε από καρδιακή προσβολή έναν μήνα πριν κλείσει τα πενήντα.
«Τρεις διαφορετικές ζωές, χώρες και πεπρωμένα» μας λέει ο Ζούσκα. «Αλλά έχουν κάτι κοινό: είναι πολύ δυνατοί άνθρωποι και χαρισματικοί μαχητές. Σημασία δεν έχει τόσο το ότι μάχονται εναντίον του ενός ή του άλλου καθεστώτος όσο το ότι μάχονται υπέρ της ανθρωπότητας και, μάλιστα, με μια ενέργεια τόσο δυνατή, που τους έκαψε, και πέθαναν πριν από τα πενήντα».
Ο έρωτας, ο θάνατος και τα κοινωνικά μίση είναι, ασφαλώς, το θέμα και στο «Ρωμαίος & Ιουλιέτα», αλλά εδώ ο 65χρονος χορογράφος Γιούρι Βάμος, ουγγρικής καταγωγής (σήμερα είναι διευθυντής της Deutsche Oper am Rhein, στο Ντίσελντορφ), είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό πρόβλημα. Μας το εξήγησε ο ίδιος όταν τον συναντήσαμε σ' ένα καφέ πίσω από το Εθνικό Θέατρο, λίγο πριν αρχίσει η παράσταση.
«Η μουσική του Προκόφιεβ» λέει «δεν μπορεί να αγγίξει τους νέους. Ο κόσμος δεν ακούει τέτοια μουσική πια. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο να διηγηθείς την ιστορία, έτσι που να είναι πιστευτή και δυνατή, κρατώντας από το μπαλέτο τα παραδοσιακά στοιχεία που λειτουργούν και αλλάζοντας αυτά που κάνουν κοιλιά».
Στην αρχή σκέφτηκε να τοποθετήσει την ιστορία στη σημερινή εποχή, αλλά διαπίστωσε ότι η μουσική δεν έδενε. Τελικά, τη λύση τη βρήκε στον ίδιο τον Προκόφιεβ. Ο ρώσος συνθέτης συνέθεσε το έργο στις αρχές της δεκαετίας του '30, ενώ ο Βάμος τοποθέτησε την ιστορία σε μια ιταλική πόλη της εποχής του Μεσοπολέμου. «Σ' αυτήν τη χώρα και σ' εκείνη την περίοδο» λέει «μπορούν να γίνουν πιστευτά το θρησκευτικό στοιχείο και ο κρυφός γάμος, που είναι καθοριστικά για την υπόθεση, χωρίς να ξενίζουν το σύγχρονο κοινό».
Κι έτσι, στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας παρελαύνουν μια λιμουζίνα-αντίκα, μαφιόζοι, χαμίνια, ζευγάρια που λικνίζονται στο χορό των Καπουλέτων με την ελευθεριότητα και τη χάρη της εποχής του Μεσο- πολέμου, θρησκευόμενοι που ακολουθούν ευλαβικά τον ιερέα και, φυσικά, οι δύο έφηβοι ήρωες, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου.
«Τώρα, φυσικά, έχω γεράσει», λέει ο Βάμος, «αλλά υπήρχε μια εποχή, όταν ήμουν πολύ νέος, που ήμουν ο Ρωμαίος ή η Ιουλιέτα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι ξεχνούν πώς ήταν στην εφηβεία τους, όταν έδιναν το πρώτο τους φιλί. Δική μου δουλειά είναι να κάνω τον κόσμο να το ξαναθυμηθεί».
Είναι μια δουλειά δύσκολη. «Το μπαλέτο», λέει, «όπως και η όπερα, είναι τέχνες απομακρυσμένες από τη γλώσσα της πραγματικότητας. Κανείς στην πραγματική ζωή δεν προχωράει στο δρόμο τραγουδώντας και χορεύοντας. Αλλά αυτό το στοιχείο αποτελεί το ενδιαφέρον και τη δυσκολία του μπαλέτου: να δώσεις την ιστορία τόσο ανθρώπινα, που ο κόσμος να ξεχάσει ότι πρόκειται για κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Για τον Βάμος, εχθρός του καλύτερου είναι το καλό. «Το πρόβλημα με το μπαλέτο είναι ότι συχνά είναι καλό, αλλά αυτό δεν φτάνει. Πρέπει να είναι φανταστικό. Οι χορευτές να φτάνουν στο 120% της απόδοσής τους. Δεν αρκεί να έχουν γερή τεχνική κατάρτιση, αλλιώς, όπως στο τσίρκο, όλοι στο τέλος θα χειροκροτούν και θα πηγαίνουν στο σπίτι να φάνε το γκουλάς τους, έχοντας ξεχάσει τα πάντα. Χρειάζεται συναίσθημα, η αίσθηση μιας καλλιτενικής αποστολής που κάνει τον κόσμο να μαγεύεται από την παρουσία του χορευτή, ξεχνώντας την τεχνική. Γνωρίζω ίσως 10 χορευτές σε όλο τον κόσμο που μπορούν να το κάνουν».
Μαγεμένο ή όχι, μετά την παράσταση το κοινό (αποτελούμενο από νέους και μεγαλύτερους, ζευγάρια, οικογένειες και φίλους - όλοι ντυμένοι με τα καλά τους) χειροκρότησε επί μακρόν. Οι έλληνες δημοσιογράφοι την κάναμε για ένα δείπνο στο παραδοσιακό εστιατόριο στην Οδό των Εθνών, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο, που φέρει εμφανή τα σημάδια της σοβιετικής αισθητικής. Σχολιάζοντας την παράσταση, η κύρια διαφωνία ήταν ποιος από τους δύο χορευτές, ο Ρωμαίος ή η Ιουλιέτα, ήταν καλύτερος ή, μάλλον, χειρότερος από τον άλλο.
Πάντως, ίσως για προληπτικούς λόγους, ενθυμούμενοι τα λόγια του Βάμος και τις απαιτήσεις του από την τέχνη του, κανείς στο τραπέζι δεν παρήγγειλε γκουλάς.
Μερικά στενά νότια από τη γέφυρα του Καρόλου, την οποία διασχίζουν οι ορδές των τουριστών, περιφερόμενες αδιάκοπα κατά μήκος του τουριστικού άξονα που συνδέει το κάστρο στη μία πλευρά του ποταμού Μολδάβα με την πλατεία του Δημαρχείου και το διάσημο ρολόι του στην άλλη, ξεκινά η Οδός του Εθνους. Στην αρχή της, κοντά στο ποτάμι, υψώνεται επιβλητικό το κτήριο του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας, το κατ' εξοχήν σύμβολο του τσέχικου εθνικισμού, το οποίο θεμελιώθηκε πανηγυρικά το 1868, πενήντα χρόνια πριν από την ανεξαρτησία της χώρας, ως ένα θέατρο όπου θα ακουγόταν επιτέλους αποκλειστικά η τσέχικη γλώσσα, όχι η γερμανική.
Περνώντας έξω από το κτήριο, στις 17 Νοεμβρίου του 1989, περίπου πενήντα χιλιάδες φοιτητές, που νωρίτερα είχαν συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο του Βίσεχραντ για να διαμαρτυρηθούν για το καθεστώς, έστριψαν δεξιά και προχώρησαν κατά μήκος της Οδού του Εθνους προς την πλατεία Βένσεσλας, την κεντρική πλατεία της πόλης. Στα μισά του δρόμου, αντιμέτωπο με την αστυνομία και το στρατό, το πλήθος αρνήθηκε να διαλυθεί και κάθισε στο δρόμο. Τα σώματα ασφαλείας άνοιξαν πυρ. Πολλοί τραυματίστηκαν εκείνη την ημέρα, την οποία ακολούθησαν άλλες 12 ημέρες πολιτικής αναταραχής, ώσπου το Κοινοβούλιο αναγκάστηκε να κηρύξει το τέλος της κυριαρχίας του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ως αποτέλεσμα της «βελούδινης επανάστασης», όπως έμειναν γνωστά τα γεγονότα εκείνου του φθινοπώρου, σήμερα στην Οδό του Εθνους συναντάς πιτσαρίες, ανταλλακτήρια συναλλάγματος, στοκατζήδικα ρούχων, σούπερ μάρκετ, ρωσικές καντίνες που πουλάνε ψωμάκια με λουκάνικο και τηγανητό τυρί, τα απαραίτητα Η&Μ και Zara, και τύπους που σε πλησιάζουν για να σου πλασάρουν μαριχουάνα.
Αλλά, επίσης, αποτέλεσμα της αλλαγής ήταν μια μικρή επανάσταση που συντελέστηκε στο Εθνικό Θέατρο της Πράγας πριν από εξίμισι χρόνια. Ο 33χρονος χορευτής και χορογράφος Petr Zuska κλήθηκε από τον Καναδά, όπου εργαζόταν, για να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μπαλέτου του Εθνικού Θεάτρου. Εν μέσω αντιδράσεων για το νεαρό της ηλικίας του και για τις επιλογές του, που ξένισαν το συντηρητικό κοινό, ο Ζούσκα άνοιξε το άκαμπτο και αυστηρό ρεπερτόριο σε σύγχρονα και πειραματικά έργα και, επιπλέον, κατάφερε να μπολιάσει τις κλασικές χορογραφίες σοβιετικού τύπου των κλασικών έργων με μοντέρνα στοιχεία.
Δύο δείγματα από τη νέα περίοδο του Μπαλέτου του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας θα ανέβουν τον Νοέμβριο στην Αθήνα, στη σκηνή του Θεάτρου Badminton: το «Solo for Three», ένα έργο σε χορογραφία του ίδιου του Πετρ Ζούσκα, εμπνευσμένο από τη ζωή και το έργο τριών καταραμένων τραγουδοποιών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, και το «Ρωμαίος & Ιουλιέτα», το κλασικό μπαλέτο του Προκόφιεβ, μεταφερμένο στην Ιταλία του Μεσοπολέμου, σε χορογραφία και λιμπρέτο του Yuri Vamos.
«Για 40 χρόνια» λέει ο Ζούσκα στην ομάδα των ελλήνων δημοσιογράφων, που τον συναντήσαμε στο γραφείο του ένα μεσημέρι του Οκτωβρίου, «το μπαλέτο εδώ συνδεόταν με το σοβιετικό μπαλέτο - κι αυτό από τρίτο χέρι. Τα πρώτα δύο χρόνια είχαμε προβλήματα με το κοινό, διότι υπήρχε η συντηρητική και βλακώδης άποψη ότι το Εθνικό Θέατρο πρέπει να έχει μόνο κλασικό μπαλέτο. Από την άλλη, το πιο ανήσυχο κοινό είχε ταυτίσει το Εθνικό Θέατρο με μαυσωλείο, και δεν πατούσε. Χρειάστηκε να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο. Μας πήρε χρόνο, αλλά σήμερα είμαι ευτυχής που μια παράσταση όπως το "Solo for Three" έχει την ίδια πληρότητα -αν όχι μεγαλύτερη- με τη "Λίμνη των κύκνων"».
Ενας συνάδελφος που έχει δει το «Solo for Three» μιλά για δυνατή και συγκινητική εμπειρία, σε σημείο να βάλει τα κλάματα με τη χορογραφία τού «Ne me quittes pas». Στην παράσταση, υπό τους ήχους των τραγουδιών του γάλλου Jacques Brel, του ρώσου Vladimir Vysotsky και του τσέχου Karel Kryl (στις αθηναϊκές παραστάσεις οι στίχοι των τραγουδιών θα προβάλλονται σε υπέρτιτλους, μεταφρασμένοι στα ελληνικά), ζωντανεύουν οι αναμνήσεις του ήρωα του έργου, ενός ανθρώπου που συγκεντρώνει στοιχεία και από τους τρεις τραγουδοποιούς - που, ο καθένας, με τη δική του γλώσσα και στη δική του χώρα, τραγούδησε την επανάσταση, τον έρωτα και το θάνατο.
Ο Μπρελ, αντικομφορμιστής και πολυτάλαντος, παράτησε τα πάντα σε ηλικία 45 χρόνων, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο, και έζησε τα επόμενα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ως πιλότος στη Γαλλική Πολυνησία. Ο Βισότσκι, η φωνή των νέων της Σοβιετικής Ενωσης τη δεκαετία του '70 και σύμβολο της καταπιεσμένης Ρωσίας επί Μπρέζνιεφ, πέθανε στα 42 του από καρδιακή ανεπάρκεια, την οποία χωρίς άλλο επέφερε το εξαντλητικό του πρόγραμμα και το αλκοόλ. Και ο Κράιλ, που με τα τραγούδια, τα ποιήματα και τα άρθρα του τα έβαλε με τον ολοκληρωτισμό στην Τσεχία, υμνώντας στην αρχή την αλλαγή του καθεστώτος και στη συνέχεια παίρνοντας αποστάσεις (γεγονός που τον έκανε περισσότερο αγαπητό στον κόσμο και αντιπαθή στις πολιτικές ελίτ), πέθανε από καρδιακή προσβολή έναν μήνα πριν κλείσει τα πενήντα.
«Τρεις διαφορετικές ζωές, χώρες και πεπρωμένα» μας λέει ο Ζούσκα. «Αλλά έχουν κάτι κοινό: είναι πολύ δυνατοί άνθρωποι και χαρισματικοί μαχητές. Σημασία δεν έχει τόσο το ότι μάχονται εναντίον του ενός ή του άλλου καθεστώτος όσο το ότι μάχονται υπέρ της ανθρωπότητας και, μάλιστα, με μια ενέργεια τόσο δυνατή, που τους έκαψε, και πέθαναν πριν από τα πενήντα».
Ο έρωτας, ο θάνατος και τα κοινωνικά μίση είναι, ασφαλώς, το θέμα και στο «Ρωμαίος & Ιουλιέτα», αλλά εδώ ο 65χρονος χορογράφος Γιούρι Βάμος, ουγγρικής καταγωγής (σήμερα είναι διευθυντής της Deutsche Oper am Rhein, στο Ντίσελντορφ), είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό πρόβλημα. Μας το εξήγησε ο ίδιος όταν τον συναντήσαμε σ' ένα καφέ πίσω από το Εθνικό Θέατρο, λίγο πριν αρχίσει η παράσταση.
«Η μουσική του Προκόφιεβ» λέει «δεν μπορεί να αγγίξει τους νέους. Ο κόσμος δεν ακούει τέτοια μουσική πια. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο να διηγηθείς την ιστορία, έτσι που να είναι πιστευτή και δυνατή, κρατώντας από το μπαλέτο τα παραδοσιακά στοιχεία που λειτουργούν και αλλάζοντας αυτά που κάνουν κοιλιά».
Στην αρχή σκέφτηκε να τοποθετήσει την ιστορία στη σημερινή εποχή, αλλά διαπίστωσε ότι η μουσική δεν έδενε. Τελικά, τη λύση τη βρήκε στον ίδιο τον Προκόφιεβ. Ο ρώσος συνθέτης συνέθεσε το έργο στις αρχές της δεκαετίας του '30, ενώ ο Βάμος τοποθέτησε την ιστορία σε μια ιταλική πόλη της εποχής του Μεσοπολέμου. «Σ' αυτήν τη χώρα και σ' εκείνη την περίοδο» λέει «μπορούν να γίνουν πιστευτά το θρησκευτικό στοιχείο και ο κρυφός γάμος, που είναι καθοριστικά για την υπόθεση, χωρίς να ξενίζουν το σύγχρονο κοινό».
Κι έτσι, στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου της Πράγας παρελαύνουν μια λιμουζίνα-αντίκα, μαφιόζοι, χαμίνια, ζευγάρια που λικνίζονται στο χορό των Καπουλέτων με την ελευθεριότητα και τη χάρη της εποχής του Μεσο- πολέμου, θρησκευόμενοι που ακολουθούν ευλαβικά τον ιερέα και, φυσικά, οι δύο έφηβοι ήρωες, ερωτευμένοι μέχρι θανάτου.
«Τώρα, φυσικά, έχω γεράσει», λέει ο Βάμος, «αλλά υπήρχε μια εποχή, όταν ήμουν πολύ νέος, που ήμουν ο Ρωμαίος ή η Ιουλιέτα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι ξεχνούν πώς ήταν στην εφηβεία τους, όταν έδιναν το πρώτο τους φιλί. Δική μου δουλειά είναι να κάνω τον κόσμο να το ξαναθυμηθεί».
Είναι μια δουλειά δύσκολη. «Το μπαλέτο», λέει, «όπως και η όπερα, είναι τέχνες απομακρυσμένες από τη γλώσσα της πραγματικότητας. Κανείς στην πραγματική ζωή δεν προχωράει στο δρόμο τραγουδώντας και χορεύοντας. Αλλά αυτό το στοιχείο αποτελεί το ενδιαφέρον και τη δυσκολία του μπαλέτου: να δώσεις την ιστορία τόσο ανθρώπινα, που ο κόσμος να ξεχάσει ότι πρόκειται για κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».
Για τον Βάμος, εχθρός του καλύτερου είναι το καλό. «Το πρόβλημα με το μπαλέτο είναι ότι συχνά είναι καλό, αλλά αυτό δεν φτάνει. Πρέπει να είναι φανταστικό. Οι χορευτές να φτάνουν στο 120% της απόδοσής τους. Δεν αρκεί να έχουν γερή τεχνική κατάρτιση, αλλιώς, όπως στο τσίρκο, όλοι στο τέλος θα χειροκροτούν και θα πηγαίνουν στο σπίτι να φάνε το γκουλάς τους, έχοντας ξεχάσει τα πάντα. Χρειάζεται συναίσθημα, η αίσθηση μιας καλλιτενικής αποστολής που κάνει τον κόσμο να μαγεύεται από την παρουσία του χορευτή, ξεχνώντας την τεχνική. Γνωρίζω ίσως 10 χορευτές σε όλο τον κόσμο που μπορούν να το κάνουν».
Μαγεμένο ή όχι, μετά την παράσταση το κοινό (αποτελούμενο από νέους και μεγαλύτερους, ζευγάρια, οικογένειες και φίλους - όλοι ντυμένοι με τα καλά τους) χειροκρότησε επί μακρόν. Οι έλληνες δημοσιογράφοι την κάναμε για ένα δείπνο στο παραδοσιακό εστιατόριο στην Οδό των Εθνών, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο, που φέρει εμφανή τα σημάδια της σοβιετικής αισθητικής. Σχολιάζοντας την παράσταση, η κύρια διαφωνία ήταν ποιος από τους δύο χορευτές, ο Ρωμαίος ή η Ιουλιέτα, ήταν καλύτερος ή, μάλλον, χειρότερος από τον άλλο.
Πάντως, ίσως για προληπτικούς λόγους, ενθυμούμενοι τα λόγια του Βάμος και τις απαιτήσεις του από την τέχνη του, κανείς στο τραπέζι δεν παρήγγειλε γκουλάς.
-*-