[10%, Δεκέμβριος 2006 - Ιανουάριος 2007]
Νωρίς ένα βράδυ στα τέλη Οκτωβρίου, ο κόσμος πηγαινοέρχεται στην πλατεία Εξαρχείων, αλλά ο Γιώργος και ο Γιώργος δεν πτοούνται. Κάθονται απέναντί μου, σ’ένα από τα τραπεζάκια του Wunderbar άκρη έξω στον πεζόδρομο, και αφήνουν τα σώματά τους ελεύθερα να εκφραστούν – το χέρι του ενός πάνω στο πόδι του άλλου, το κεφάλι πάνω στον ώμο, τα χείλη πάνω στα χείλη. Τους παρατηρώ καθώς μου μιλούν για τη σχέση τους – μια μελέτη αντιθέσεων οι δυο τους. Ο Γιώργος Κ., ξανθός, 23 χρονών, γραφίστας σε διαφημιστική εταιρεία, γεννημένος και μεγαλωμένος σε χωριό της Καρδίτσας, είναι ζωηρός και ομιλητικός. Ο Γιώργος Π., μελαχρινός, 25 χρονών, τηλεφωνητής σε εταιρεία παροχής πληροφοριών, μεγαλωμένος σε γειτονιά της Αθήνας, είναι συγκρατημένος και λιγομίλητος. Το απόγευμα πήγαν να διαλέξουν κουρτίνες για το διαμέρισμα όπου θα συγκατοικήσουν για πρώτη φορά, σχεδόν ένα χρόνο από τότε που γνωρίστηκαν μέσω αγγελίας. Το κουδούνι στο θυροτηλέφωνο δεν θέλουν να είναι χωρίς όνομα, όπως το κουδούνι εκείνου του ζευγαριού ανδρών που δεν ήθελαν να καρφωθούν στους γείτονες (σε παλιότερη μελέτη του ανθρωπολόγου Κώστα Γιαννακόπουλου). Το δικό τους κουδούνι, λένε, θα γράφει Γιώργος και Γιώργος.
____________
Γ.Κ. Εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα να περπατάμε στο δρόμο και να του πιάνω το χέρι ή να τον φιλάω. Αυτός δυσκολευόταν λίγο στην αρχή. Εμένα δεν με ενδιαφέρει, κι ας υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μας δει ο πατέρας μου που είναι ταξιτζής. Και φωτογραφία να μας βγάζανε σ’όλες τις εφημερίδες να τον φιλάω, δεν θα με πείραζε.
Γ.Π. Ούτε και μένα.
Γ.Κ. Ας πούμε, έχουμε ραντεβού στις 6:30 έξω από το Metropolis στην Ομόνοια. Πόσο κόσμο έχει; Ε, όταν τον δω, θα τον φιλήσω. Μπορεί κάποιοι να κοιτάνε λίγο περίεργα, αλλά εμένα με κοιτούσαν περίεργα κι όταν κυκλοφορούσα με σκισμένα τζιν και παραμάνες στις μπλούζες. Δεν είναι διαφορετικό το βλέμμα. Για μένα είναι τελείως φυσιολογικό να με κοιτάζουν περίεργα.
Γ.Π. Σήμερα ήμασταν στο Metropolis και μου ζητάει τσίχλα. Δεν είχα άλλη. Του λέω, θες τη δική μου; Και του τη δίνω στόμα με στόμα.
Γ.Κ. Για πολλούς, γκέι ίσον σεξ. Εμένα αυτό δεν μου κάνει. Δεν μου λέει τίποτα να κάνω σεξ μόνο και μόνο για να μου φύγει η καύλα. Το βλέπω και κάπως σαν εκπόρνευση. Ο Γιώργος είναι ο πρώτος με τον οποίο έχω κάνει σχέση, ή μάλλον το ο,τιδήποτε. Όχι ότι δεν είχα ευκαιρίες. Αλλά ήθελα η πρώτη φορά να είναι με κάποιον για τον οποίο να νιώθω κάτι και να θυμάμαι το όνομά του μετά από χρόνια. Ίσως σήμερα να το σκεφτόμουν λίγο διαφορετικά, αλλά τότε ήμουν χαζορομαντικός. Δεν έψαχνα σεξουαλικές περιπέτειες. Έψαχνα όμως έναν γκέι φίλο στην ηλικία μου, γιατί μ’αυτούς που είχα δεν επικοινωνούσαμε πολύ καλά.
Γ.Π. Κι εγώ φίλο έψαχνα. Είχα βάλει αγγελία στο 10%. Και απάντησε.
Γ.Κ. Είχα μπει στο σάιτ να διαβάσω το Μανώλη κι έριξα μια ματιά στις αγγελίες, γιατί έχουν πλάκα. Και είδα την αγγελία του Γιώργου. Του έγραψα, μιλήσαμε στο κινητό, και μετά από δυο ημέρες βρεθήκαμε στο σταθμό στο Μοναστηράκι. Τον συμπάθησα. Για μια εβδομάδα, στέλναμε μηνύματα και συναντιόμασταν σαν φίλοι. Ήταν περίεργα, γιατί δεν ήξερα τι ήθελα ούτε αυτός έδειχνε κάτι. Μια βραδιά, βγαίνοντας από ένα κλαμπ, ήμουν σε φάση κάτι να του πω. Μου λέει, αν δεν μπορείς να το πεις, κάντο. Τον έπιασα και τον φίλησα.
Γ.Π. Από τότε είμαστε μαζί. Ούτε εγώ έχω κάνει πολλά, μη φανταστείς. Τρεις σχέσεις όλες κι όλες, στις οποίες μάλλον εγώ ήμουν ο δύσκολος, ο ανώριμος. Συχνά εμείς οι γκέι δεν ξέρουμε τι ζητάμε. Όπως και πολλοί στρέιτ βέβαια. Ακόμη και τώρα δεν έχω ωριμάσει πολύ, αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι θέλω να είμαι με το Γιώργο· δε θέλω να πάω με κανέναν άλλο.
Γ.Κ. Εγώ πάλι δεν ήμουν ποτέ των σχέσεων. Δεν ένιωθα έτοιμος να μοιραστώ κάτι · ήμουν τελείως για μένα. Όταν γνώρισα το Γιώργο, φοβόμουν ότι δεν θα αντέξω πάνω από μήνα. Αλλά στην πορεία άλλαξα.
Γ.Π. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά προσπαθούμε να συζητάμε τα πάντα.
Γ.Κ. Μια μέρα πήγα το Γιώργο στο σπίτι σαν φίλο μου. Όσο και να θέλεις να κρυφτείς, δεν μπορείς · κάπως θα τον κοιτάξεις διαφορετικά. Όταν έφυγε, η μαμά άρχισε τις ερωτήσεις. Είχε ήδη καταλάβει κάτι, αλλά μέχρι τότε δεν έλεγε τίποτα. Τις επόμενες ημέρες άρχισε να ρωτάει πιο άνετα. Με ρώτησε αν είμαι γκέι. Της είπα «ναι». Δεν ήταν έτοιμη να το ακούσει - την έβλεπα στενοχωρημένη. Το πήρα πίσω · της είπα ότι έκανα πλάκα για να δω αντιδράσεις. Το πίστεψε – για λίγο. Τώρα υποτίθεται ότι πιστεύει ότι δεν είμαι, αλλά κατά βάθος ξέρει ότι είμαι, και ξέρει ότι τά’χω με το Γιώργο. Εδώ της έδειξα τις αφίσες του περσινού πράιντ και της είπα να έρθει να παρελάσει – πώς δεν ξέρει;
Γ.Π. Και οι δικοί μου φαντάζομαι ότι το ξέρουν, αλλά δεν το συζητάμε. Ούτως ή άλλως, η μαμά μου άκουγε από παλιά διάφορα από τους γείτονες, ότι με έβλεπαν στη γειτονιά μ’έναν άνδρα να φιλιόμαστε στο αυτοκίνητο. Το αρνιόμουν φυσικά. Αλλά δεν με πειράζει. Άμα σου αρέσει κάτι, αυτό είναι. Τι άλλο να κάνω; Με νοιάζει που δεν το έχουμε συζητήσει, αλλά είναι δύσκολο.
Γ.Κ. Και μένα με δυσκολεύει λίγο. Νιώθω άσχημα που δεν μπορώ να πω στη μαμά μου: ο Γιώργος μου έκανε αυτή τη βλακεία, τι να κάνω; Ενώ θέλει να της λέω πράγματα, και θέλω και γω, δεν μπορώ να της πω ψέμματα, κι έτσι δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να το συζητήσω.
Γ.Π. Εγώ το κατάλαβα στην Έκτη Δημοτικού – μου άρεσαν κάποια αγοράκια στην τάξη. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο πέρασα μια φάση αμφισβήτησης · αγόραζα αθλητικές εφημερίδες, ήμουν Ολυμπιακός, άκουγα ροκ και μέταλλο. Στην Τρίτη Λυκείου έκανα την πρώτη μου σχέση, με κάποιον που γνώρισα από αγγελία. Εκεί έκανα στροφή σε Μαντόνα, Βίσση, και Γαρμπή. Από τους πρώτους που έμαθε για μένα ήταν ένας φίλος που ήταν κι αυτός φαν της Γαρμπή. Ήταν μετά το Λύκειο, είχα πια χωρίσει, και είχαμε βγει στην Κίρκη. «Θυμάσαι», του λέω, «που είχα μια σχέση; Σου είχα πει πώς τη λέγανε; Νίκο τη λέγανε». Εντάξει, δεν έτρεξε τίποτα. Αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν και αυτός γκέι, αλλά τότε ακόμη ψαχνόταν, δεν ήξερε τι ήθελε.
Γ.Κ. Εγώ έβγαλα το μισό Δημοτικό σ’ένα χωριό στην Καρδίτσα. Ήμουν το μοναδικό παιδάκι με ξανθιά μαλλιά και με κοροϊδεύανε για αδελφή. Το συνήθισα. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν ήμουν σαν τα άλλα παιδάκια, ντυνόμουν περίεργα. Γκόθικ, ή πανκ, βαμμένα νύχια, μακριά μαλλιά που μερικές φορές τα έβαφα κόκκινα με τέμπερα, σκισμένα τζιν · κι άλλοτε πάλι φορούσα πουλοβεράκι και γινόμουν κανονικό παιδάκι. Μ’έβλεπαν και να κάθομαι σπίτι να ζωγραφίζω αντί να βγαίνω στην πλατεία του χωριού – δεν ήθελε πολύ. Πηγαίνανε και λέγανε στον πατέρα μου ότι ο γιος του είναι πούστης. Και δεν είχα κάνει και τίποτα. Αλλά δεν έκανα ποτέ κάτι για επανάσταση – ό,τι έκανα, το ένιωθα πολύ φυσικά. Και τη σεξουαλικότητά μου την ήξερα από παιδάκι και την θεωρούσα κανονική, δεν με προβλημάτισε. Ε, μετά το Λύκειο ήρθα στην Αθήνα για τη σχολή γραφιστικής, κι έκανα τον πρώτο γκέι φίλο, ο οποίος με βοήθησε να πω κάποια πράγματα.
Γ.Π. Και γω δεν προβληματίστηκα ιδιαίτερα - ίσως μόνο πώς θα το πω στους δικούς μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε ιδιαίτερες σχέσεις· οι σχέσεις μας είναι καλές, αλλά όχι ιδιαίτερες. Και η μητέρα μου δεν έχει καλή εικόνα για τους γκέι.
Γ.Κ. Η μεγαλύτερη αδελφή μου με δυσκόλεψε – μου πήρε ένα μήνα να της το πω. Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, νόμιζε ότι θα μου περάσει. Ένα μήνα μετά το είπα στην μικρότερη, που παραπονιόταν ότι δεν της ανοίγομαι. Αυτή το πήρε μια χαρά. Το πιο περίεργο ήταν με τον μικρότερο αδελφό μου. Νόμιζα ότι το είχε καταλάβει, αλλά δεν είχε ιδέα. Με ρώτησε μια μέρα, «ποιος σου έκανε τη μελανιά στο λαιμό»; Λέω, «ο Γιώργος». «Ποιος Γιώργος»; «Ο Γιώργος». «Και γιατί σου έκανε μελανιά; Χαζό είναι»; Λέω, «όχι, του έκανα και γω. Τα έχουμε». Με κοίταξε λίγο περίεργα, νόμιζε ότι του έκανα πλάκα. Του λέω «όχι, στα σοβαρά, τα έχουμε». Μετά άρχισε τις ερωτήσεις, πιο ντροπαλά από ό,τι οι αδελφές μου. Και μου λέει, «υπάρχει περίπτωση κάποια στιγμή ν’αλλάξεις»; Και λέω, «όχι, δεν πατάς το κουμπί, μια έτσι, μια αλλιώς».
Γ.Π. Αυτό που έχει πλάκα καμιά φορά είναι οι αντιδράσεις στο δρόμο. Σπάνια ακούμε αρνητικά σχόλια - «παλιοαδερφές», «λούγκρες», διάφορα τέτοια.
Γ.Κ. Μερικές φορές τους απαντώ στα ίσια και κωλώνουν. Μια μέρα, μου λέει ένας στην Ομόνοια στο ξεκάρφωτο, «θα μου πάρεις πίπα;». Σταματώ, του λέω «βγάλτη». Κώλωσε. Του λέω «άμα δεν θες, να φύγω». Κι όταν την έκανα, πέταξε ένα «παλιοαδερφές». Συνήθως όμως δεν ασχολούμαι. Δεν τρέχει τίποτα. Αν περάσει ένας με ροζ μοχώκ, πόσοι θα γυρίσουν να τον κοιτάξουν; Ε, το ίδιο και μ’εμάς.
Νωρίς ένα βράδυ στα τέλη Οκτωβρίου, ο κόσμος πηγαινοέρχεται στην πλατεία Εξαρχείων, αλλά ο Γιώργος και ο Γιώργος δεν πτοούνται. Κάθονται απέναντί μου, σ’ένα από τα τραπεζάκια του Wunderbar άκρη έξω στον πεζόδρομο, και αφήνουν τα σώματά τους ελεύθερα να εκφραστούν – το χέρι του ενός πάνω στο πόδι του άλλου, το κεφάλι πάνω στον ώμο, τα χείλη πάνω στα χείλη. Τους παρατηρώ καθώς μου μιλούν για τη σχέση τους – μια μελέτη αντιθέσεων οι δυο τους. Ο Γιώργος Κ., ξανθός, 23 χρονών, γραφίστας σε διαφημιστική εταιρεία, γεννημένος και μεγαλωμένος σε χωριό της Καρδίτσας, είναι ζωηρός και ομιλητικός. Ο Γιώργος Π., μελαχρινός, 25 χρονών, τηλεφωνητής σε εταιρεία παροχής πληροφοριών, μεγαλωμένος σε γειτονιά της Αθήνας, είναι συγκρατημένος και λιγομίλητος. Το απόγευμα πήγαν να διαλέξουν κουρτίνες για το διαμέρισμα όπου θα συγκατοικήσουν για πρώτη φορά, σχεδόν ένα χρόνο από τότε που γνωρίστηκαν μέσω αγγελίας. Το κουδούνι στο θυροτηλέφωνο δεν θέλουν να είναι χωρίς όνομα, όπως το κουδούνι εκείνου του ζευγαριού ανδρών που δεν ήθελαν να καρφωθούν στους γείτονες (σε παλιότερη μελέτη του ανθρωπολόγου Κώστα Γιαννακόπουλου). Το δικό τους κουδούνι, λένε, θα γράφει Γιώργος και Γιώργος.
____________
Γ.Κ. Εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα να περπατάμε στο δρόμο και να του πιάνω το χέρι ή να τον φιλάω. Αυτός δυσκολευόταν λίγο στην αρχή. Εμένα δεν με ενδιαφέρει, κι ας υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μας δει ο πατέρας μου που είναι ταξιτζής. Και φωτογραφία να μας βγάζανε σ’όλες τις εφημερίδες να τον φιλάω, δεν θα με πείραζε.
Γ.Π. Ούτε και μένα.
Γ.Κ. Ας πούμε, έχουμε ραντεβού στις 6:30 έξω από το Metropolis στην Ομόνοια. Πόσο κόσμο έχει; Ε, όταν τον δω, θα τον φιλήσω. Μπορεί κάποιοι να κοιτάνε λίγο περίεργα, αλλά εμένα με κοιτούσαν περίεργα κι όταν κυκλοφορούσα με σκισμένα τζιν και παραμάνες στις μπλούζες. Δεν είναι διαφορετικό το βλέμμα. Για μένα είναι τελείως φυσιολογικό να με κοιτάζουν περίεργα.
Γ.Π. Σήμερα ήμασταν στο Metropolis και μου ζητάει τσίχλα. Δεν είχα άλλη. Του λέω, θες τη δική μου; Και του τη δίνω στόμα με στόμα.
Γ.Κ. Για πολλούς, γκέι ίσον σεξ. Εμένα αυτό δεν μου κάνει. Δεν μου λέει τίποτα να κάνω σεξ μόνο και μόνο για να μου φύγει η καύλα. Το βλέπω και κάπως σαν εκπόρνευση. Ο Γιώργος είναι ο πρώτος με τον οποίο έχω κάνει σχέση, ή μάλλον το ο,τιδήποτε. Όχι ότι δεν είχα ευκαιρίες. Αλλά ήθελα η πρώτη φορά να είναι με κάποιον για τον οποίο να νιώθω κάτι και να θυμάμαι το όνομά του μετά από χρόνια. Ίσως σήμερα να το σκεφτόμουν λίγο διαφορετικά, αλλά τότε ήμουν χαζορομαντικός. Δεν έψαχνα σεξουαλικές περιπέτειες. Έψαχνα όμως έναν γκέι φίλο στην ηλικία μου, γιατί μ’αυτούς που είχα δεν επικοινωνούσαμε πολύ καλά.
Γ.Π. Κι εγώ φίλο έψαχνα. Είχα βάλει αγγελία στο 10%. Και απάντησε.
Γ.Κ. Είχα μπει στο σάιτ να διαβάσω το Μανώλη κι έριξα μια ματιά στις αγγελίες, γιατί έχουν πλάκα. Και είδα την αγγελία του Γιώργου. Του έγραψα, μιλήσαμε στο κινητό, και μετά από δυο ημέρες βρεθήκαμε στο σταθμό στο Μοναστηράκι. Τον συμπάθησα. Για μια εβδομάδα, στέλναμε μηνύματα και συναντιόμασταν σαν φίλοι. Ήταν περίεργα, γιατί δεν ήξερα τι ήθελα ούτε αυτός έδειχνε κάτι. Μια βραδιά, βγαίνοντας από ένα κλαμπ, ήμουν σε φάση κάτι να του πω. Μου λέει, αν δεν μπορείς να το πεις, κάντο. Τον έπιασα και τον φίλησα.
Γ.Π. Από τότε είμαστε μαζί. Ούτε εγώ έχω κάνει πολλά, μη φανταστείς. Τρεις σχέσεις όλες κι όλες, στις οποίες μάλλον εγώ ήμουν ο δύσκολος, ο ανώριμος. Συχνά εμείς οι γκέι δεν ξέρουμε τι ζητάμε. Όπως και πολλοί στρέιτ βέβαια. Ακόμη και τώρα δεν έχω ωριμάσει πολύ, αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι θέλω να είμαι με το Γιώργο· δε θέλω να πάω με κανέναν άλλο.
Γ.Κ. Εγώ πάλι δεν ήμουν ποτέ των σχέσεων. Δεν ένιωθα έτοιμος να μοιραστώ κάτι · ήμουν τελείως για μένα. Όταν γνώρισα το Γιώργο, φοβόμουν ότι δεν θα αντέξω πάνω από μήνα. Αλλά στην πορεία άλλαξα.
Γ.Π. Δεν είναι πάντα εύκολο, αλλά προσπαθούμε να συζητάμε τα πάντα.
Γ.Κ. Μια μέρα πήγα το Γιώργο στο σπίτι σαν φίλο μου. Όσο και να θέλεις να κρυφτείς, δεν μπορείς · κάπως θα τον κοιτάξεις διαφορετικά. Όταν έφυγε, η μαμά άρχισε τις ερωτήσεις. Είχε ήδη καταλάβει κάτι, αλλά μέχρι τότε δεν έλεγε τίποτα. Τις επόμενες ημέρες άρχισε να ρωτάει πιο άνετα. Με ρώτησε αν είμαι γκέι. Της είπα «ναι». Δεν ήταν έτοιμη να το ακούσει - την έβλεπα στενοχωρημένη. Το πήρα πίσω · της είπα ότι έκανα πλάκα για να δω αντιδράσεις. Το πίστεψε – για λίγο. Τώρα υποτίθεται ότι πιστεύει ότι δεν είμαι, αλλά κατά βάθος ξέρει ότι είμαι, και ξέρει ότι τά’χω με το Γιώργο. Εδώ της έδειξα τις αφίσες του περσινού πράιντ και της είπα να έρθει να παρελάσει – πώς δεν ξέρει;
Γ.Π. Και οι δικοί μου φαντάζομαι ότι το ξέρουν, αλλά δεν το συζητάμε. Ούτως ή άλλως, η μαμά μου άκουγε από παλιά διάφορα από τους γείτονες, ότι με έβλεπαν στη γειτονιά μ’έναν άνδρα να φιλιόμαστε στο αυτοκίνητο. Το αρνιόμουν φυσικά. Αλλά δεν με πειράζει. Άμα σου αρέσει κάτι, αυτό είναι. Τι άλλο να κάνω; Με νοιάζει που δεν το έχουμε συζητήσει, αλλά είναι δύσκολο.
Γ.Κ. Και μένα με δυσκολεύει λίγο. Νιώθω άσχημα που δεν μπορώ να πω στη μαμά μου: ο Γιώργος μου έκανε αυτή τη βλακεία, τι να κάνω; Ενώ θέλει να της λέω πράγματα, και θέλω και γω, δεν μπορώ να της πω ψέμματα, κι έτσι δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να το συζητήσω.
Γ.Π. Εγώ το κατάλαβα στην Έκτη Δημοτικού – μου άρεσαν κάποια αγοράκια στην τάξη. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο πέρασα μια φάση αμφισβήτησης · αγόραζα αθλητικές εφημερίδες, ήμουν Ολυμπιακός, άκουγα ροκ και μέταλλο. Στην Τρίτη Λυκείου έκανα την πρώτη μου σχέση, με κάποιον που γνώρισα από αγγελία. Εκεί έκανα στροφή σε Μαντόνα, Βίσση, και Γαρμπή. Από τους πρώτους που έμαθε για μένα ήταν ένας φίλος που ήταν κι αυτός φαν της Γαρμπή. Ήταν μετά το Λύκειο, είχα πια χωρίσει, και είχαμε βγει στην Κίρκη. «Θυμάσαι», του λέω, «που είχα μια σχέση; Σου είχα πει πώς τη λέγανε; Νίκο τη λέγανε». Εντάξει, δεν έτρεξε τίποτα. Αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν και αυτός γκέι, αλλά τότε ακόμη ψαχνόταν, δεν ήξερε τι ήθελε.
Γ.Κ. Εγώ έβγαλα το μισό Δημοτικό σ’ένα χωριό στην Καρδίτσα. Ήμουν το μοναδικό παιδάκι με ξανθιά μαλλιά και με κοροϊδεύανε για αδελφή. Το συνήθισα. Στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο δεν ήμουν σαν τα άλλα παιδάκια, ντυνόμουν περίεργα. Γκόθικ, ή πανκ, βαμμένα νύχια, μακριά μαλλιά που μερικές φορές τα έβαφα κόκκινα με τέμπερα, σκισμένα τζιν · κι άλλοτε πάλι φορούσα πουλοβεράκι και γινόμουν κανονικό παιδάκι. Μ’έβλεπαν και να κάθομαι σπίτι να ζωγραφίζω αντί να βγαίνω στην πλατεία του χωριού – δεν ήθελε πολύ. Πηγαίνανε και λέγανε στον πατέρα μου ότι ο γιος του είναι πούστης. Και δεν είχα κάνει και τίποτα. Αλλά δεν έκανα ποτέ κάτι για επανάσταση – ό,τι έκανα, το ένιωθα πολύ φυσικά. Και τη σεξουαλικότητά μου την ήξερα από παιδάκι και την θεωρούσα κανονική, δεν με προβλημάτισε. Ε, μετά το Λύκειο ήρθα στην Αθήνα για τη σχολή γραφιστικής, κι έκανα τον πρώτο γκέι φίλο, ο οποίος με βοήθησε να πω κάποια πράγματα.
Γ.Π. Και γω δεν προβληματίστηκα ιδιαίτερα - ίσως μόνο πώς θα το πω στους δικούς μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε ιδιαίτερες σχέσεις· οι σχέσεις μας είναι καλές, αλλά όχι ιδιαίτερες. Και η μητέρα μου δεν έχει καλή εικόνα για τους γκέι.
Γ.Κ. Η μεγαλύτερη αδελφή μου με δυσκόλεψε – μου πήρε ένα μήνα να της το πω. Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει, νόμιζε ότι θα μου περάσει. Ένα μήνα μετά το είπα στην μικρότερη, που παραπονιόταν ότι δεν της ανοίγομαι. Αυτή το πήρε μια χαρά. Το πιο περίεργο ήταν με τον μικρότερο αδελφό μου. Νόμιζα ότι το είχε καταλάβει, αλλά δεν είχε ιδέα. Με ρώτησε μια μέρα, «ποιος σου έκανε τη μελανιά στο λαιμό»; Λέω, «ο Γιώργος». «Ποιος Γιώργος»; «Ο Γιώργος». «Και γιατί σου έκανε μελανιά; Χαζό είναι»; Λέω, «όχι, του έκανα και γω. Τα έχουμε». Με κοίταξε λίγο περίεργα, νόμιζε ότι του έκανα πλάκα. Του λέω «όχι, στα σοβαρά, τα έχουμε». Μετά άρχισε τις ερωτήσεις, πιο ντροπαλά από ό,τι οι αδελφές μου. Και μου λέει, «υπάρχει περίπτωση κάποια στιγμή ν’αλλάξεις»; Και λέω, «όχι, δεν πατάς το κουμπί, μια έτσι, μια αλλιώς».
Γ.Π. Αυτό που έχει πλάκα καμιά φορά είναι οι αντιδράσεις στο δρόμο. Σπάνια ακούμε αρνητικά σχόλια - «παλιοαδερφές», «λούγκρες», διάφορα τέτοια.
Γ.Κ. Μερικές φορές τους απαντώ στα ίσια και κωλώνουν. Μια μέρα, μου λέει ένας στην Ομόνοια στο ξεκάρφωτο, «θα μου πάρεις πίπα;». Σταματώ, του λέω «βγάλτη». Κώλωσε. Του λέω «άμα δεν θες, να φύγω». Κι όταν την έκανα, πέταξε ένα «παλιοαδερφές». Συνήθως όμως δεν ασχολούμαι. Δεν τρέχει τίποτα. Αν περάσει ένας με ροζ μοχώκ, πόσοι θα γυρίσουν να τον κοιτάξουν; Ε, το ίδιο και μ’εμάς.
-*-