21/6/11

Σέμινολ: Ινδιάνικες μπίζνες

[Εψιλον, 7/1/07]

Εκτός από την προσευχή του μάγου και τα πολύχρωμα ρούχα των παρισταμένων, τη μεγαλύτερη εντύπωση στη συνέντευξη τύπου των Σέμινολ (Seminoles) στο Χαρντ Ροκ Καφέ της Τάιμς Σκουέαρ το Δεκέμβριο έκανε μια φράση του εκπροσώπου του Συμβουλίου της φυλής. «Οι πρόγονοί μας», είπε ο Μαξ Οσιόλα, «πούλησαν το Μανχάταν για ψίχουλα. Θα το πάρουμε πίσω χάμπουργκερ το χάμπουργκερ». Μου επαναλαμβάνει τη φράση ύστερα από λίγες ημέρες στο τηλέφωνο σκασμένος στα γέλια κι έπειτα σταματά να γελά. «Ήταν ένα αστείο», λέει, «αλλά έχει μια δόση αλήθειας. Οι Ινδιάνοι κατοικούσαν εδώ μέχρι που ήρθαν οι Ευρωπαίοι κι έφεραν την ιδέα της ιδιοκτησίας και των τίτλων γης. Επομένως, ό,τι μπορούμε να πάρουμε πίσω, το παίρνουμε. Ίσως τώρα ο τροχός γυρίζει».

Ο Μαξ Οσιόλα έχει το ίδιο όνομα με τον γνωστότερο ήρωα των Σέμινολ (ο Μαξ Οσιόλα ο Πρώτος συνελήφθη από τους Αμερικανούς κατά τη διάρκεια της αντίστασης των Ινδιάνων το 19ο αιώνα· πέθανε στη φυλακή το 1838) και, σύμφωνα με όσα του είπε η μητέρα του, κατάγεται απ'αυτόν, αν και χαρτιά δεν υπάρχουν. Αναφέρεται συχνά στους Ευρωπαίους αποίκους, κι όχι άδικα. Χάρη σ’αυτούς, οι Ινδιάνοι είδαν τον πολιτισμό τους να χάνεται, τα εδάφη τους να λεηλατούνται, τους πληθυσμούς τους να εξολοθρεύονται. Οι λίγοι που επέζησαν, μερικές δεκάδες χιλιάδες, έζησαν το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου αιώνα σε άθλιες συνθήκες, μέχρι που για κάποιους ο τροχός άρχισε να γυρίζει.

Για να γυρίσει ακόμη περισσότερο, οι Σέμινολ, η μόνη φυλή Ινδιάνων που δεν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τις ΗΠΑ, υπογράφουν τώρα τη συμφωνία εξαγοράς μιας από τις γνωστότερες αλυσίδες εστιατορίων στον κόσμο, των Χαρντ Ροκ Καφέ. Όταν η συμφωνία επικυρωθεί στη γενική συνέλευση των μετόχων το Μάρτιο, η φυλή θα αποκτήσει 124 εστιατόρια, τέσσερα ξενοδοχεία, δύο καζίνο, δύο αίθουσες συναυλιών, και συμμετοχή σε τρία ακόμη ξενοδοχεία. Είναι το μεγαλύτερο επιχειρηματικό άνοιγμα που έκανε ποτέ φυλή Ινδιάνων.

Οι επισκέπτες των Χαρντ Ροκ Καφέ δεν θα δουν διαφορές. Τα προσωπικά αντικείμενα διασημοτήτων της ροκ από τη συλλογή της αλυσίδας –η κιθάρα του Έρικ Κλάπτον, η στολή του Πρινς, ένα εσώρουχο της Μαντόνα, περισσότερα από 70 χιλιάδες κομμάτια- θα συνεχίσουν να εκτίθενται στους τοίχους των καταστημάτων. Τα μπλουζάκια με το σήμα της εταιρείας και το όνομα της πόλης κάθε καταστήματος, μια κίνηση του μάρκετινγκ που τη δεκαετία του ’80 έβαλε τα Χαρντ Ροκ Καφέ στον κατάλογο με τα τουριστικά αξιοθέατα των μεγάλων πόλεων, θα εξακολουθούν να πωλούνται μαζί με τα μπέργκερ και τα νάτσος. Κι όσοι περιμένουν η μουσική να θυμίζει περισσότερο Κόσμος FM, θα απογοητευτούν. «Νομίζω ότι η επιτυχία της αλυσίδας είναι το ροκ εντ ρολ», λέει ο Οσιόλα. «Με την επιτυχία δεν παίζεις. Θα ενισχύσουμε την εικόνα του Χαρντ Ροκ Καφέ ως ενός μέρους να χαρείς αυτή τη μουσική. Ίσως υπάρχουν μερικά εστιατόρια που δεν είναι επικερδή, ίσως υπάρχουν άλλες περιοχές που μπορεί να αποδειχτούν επικερδείς, ίσως θελήσουμε να επεκτείνουμε τα ξενοδοχεία της αλυσίδας. Με τις σωστές οικονομικές επιλογές μπορούμε να κάνουμε την εταιρεία ακόμη πιο επιτυχημένη».

Αυτοί που ελπίζουν να δουν διαφορά από την εξαγορά είναι οι Σέμινολ. Το 90 τοις εκατό των πόρων της φυλής προέρχεται σήμερα από μία δραστηριότητα, τα καζίνο. Έχουν επτά στη Φλόριντα, με τζίρο που εκτιμάται για το 2006 στα 900 εκατομμύρια δολάρια. Ανάμεσά τους δύο καζίνο-ξενοδοχεία Χαρντ Ροκ Καφέ που απέκτησαν το 2004 με φραντσάιζινγκ και αποφέρουν περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολάρια κέρδη κάθε μήνα. Τα λεφτά είναι πολλά για μια φυλή περίπου 3.200 ανθρώπων, αλλά ο σωστός επιχειρηματίας δεν επαναπαύεται στα κέρδη του. «Η εξαγορά μας επιτρέπει να διαφοροποιήσουμε το εισόδημά μας μπαίνοντας σε άλλες επιχειρήσεις», λέει ο Οσιόλα. «Δεν χρειάζεται πια να βασιζόμαστε στα τυχερά παιχνίδια. Το σημαντικό είναι ότι τώρα έχουμε επιχειρήσεις όχι μόνο σε μια πολιτεία, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σε όλο τον κόσμο. Αν ένας Σέμινολ θέλει να γίνει σεφ, θα μπορεί να πάει στην Ευρώπη να μάθει τη δουλειά και στη συνέχεια να εργαστεί σ’ένα από τα καταστήματα εκεί. Τώρα υπάρχει η ευκαιρία».

Κατά καιρούς οι Σέμινολ προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν διάφορες ευκαιρίες –κτηνοτροφία, γεωργία, εκτροφείο χελώνων, διοργάνωση σαφάρι για τουρίστες, ενοικίαση χώρων για την εγκατάσταση πύργων κινητής τηλεφωνίας, ένα εργοστάσιο κατασκευής σχοινιών, ένα εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων. Καμία δεν ήταν τόσο επικερδής όσο ο τζόγος. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, τα μέλη της φυλής, τότε γύρω στα 2.000 άτομα, ζούσαν στους βαλτότοπους της Φλόριντα σε καλύβες με στέγες από άχυρο. Καλλιεργούσαν εσπεριδοειδή, οργάνωναν αλιγατορομαχίες και σαφάρι, και πουλούσαν αφορολόγητο καπνό. Το εισόδημα κάθε μέλους δεν ξεπερνούσε τα 400 δολάρια το μήνα και συμπληρωνόταν από κρατικά επιδόματα.

Το 1979 ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του Συμβουλίου Τζέιμς Μπίλι διέκρινε τις δυνατότητες που προσέφερε ο τζόγος. Αίθουσες μπίνγκο προϋπήρχαν στη Φλόριντα, αλλά η πολιτεία απαγόρευε να παίζονται πάνω από 100 δολάρια. Οι ινδιάνικες φυλές είναι αυτοδιοικούμενες και δεν υπόκεινται σε τέτοιους περιορισμούς. Οι Σέμινολ άνοιξαν την πρώτη αίθουσα μπίνγκο υψηλών αποδόσεων στο Χόλιγουντ με τζάκποτ που ορίστηκε στα 4.000 δολάρια. Η αίθουσα γέμισε πελάτες και οι τσέπες των Σέμινολ χρήματα, αφορολόγητα λόγω των ειδικών ρυθμίσεων που ισχύουν για τους Ινδιάνους. Σύντομα ακολούθησαν άλλες αίθουσες μπίνγκο και τα πρώτα καζίνο.

Το παράδειγμα ακολούθησαν πολλές φυλές. Περισσότερα από 400 κέντρα τυχερών παιγνίων ινδιάνικων συμφερόντων λειτουργούν σήμερα σε 28 πολιτείες των ΗΠΑ. Περίπου 250 από αυτά είναι μεγάλα συγκροτήματα καζίνο παρόμοια με αυτά του Λας Βέγκας, αν και αποδίδουν πολλαπλάσια. Το 2005 ο τζόγος έφερε στους Ινδιάνους εισόδημα 22,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, υπερδιπλάσιο από τα έσοδα της επαρχίας Κλαρκ της Νεβάδα, που περιλαμβάνει το Λας Βέγκας.

Μπορείς να το δεις σαν μια ιστορία εκδίκησης, σαν μια επιτυχημένη προσπάθεια άλωσης του συστήματος από τα μέσα. Ο Οσιόλα προτιμά να βλέπει το ζήτημα πιο πρακτικά. «Το χρήμα δεν αποτελούσε μέρος της οικονομικής διαχείρισης των φυλών», λέει ο Οσιόλα. «Το έφεραν οι Ευρωπαίοι όταν ήρθαν σ’αυτό που αποκαλούν Βόρεια Αμερική. Οι Ινδιάνοι ζούσαν με αυτά που τους προμήθευε η φύση. Αλλά τώρα οι φυσικοί πόροι έχουν μειωθεί – οι μη ιθαγενείς έκαναν τους φυσικούς πόρους σπίτια, επιχειρήσεις, πόλεις. Επομένως οι Ινδιάνοι έπρεπε να αναζητήσουν κι αυτοί διαφορετικούς πόρους, δηλαδή χρήματα».

Η άλλη όψη του χρήματος είναι βέβαια η ανισότητα και η διαφθορά. Δεν επωφελούνται όλοι οι Ινδιάνοι από το τζόγο. Λιγότερες από τις μισές από τις 561 αναγνωρισμένες φυλές λειτουργούν καζίνο. Ελάχιστες από αυτές έχουν κέρδη σαν αυτά των Σέμινολ. Τα ποσοστά ανεργίας, φτώχειας και αναλφαβητισμού των Ινδιάνων είναι από τα υψηλότερα στην Αμερική. Και η διαφθορά καλά κρατεί. Κάποιες φορές τα χρήματα καταλήγουν στις τσέπες αρχηγών των φυλών ή επιτήδειων μη-Ινδιάνων επιχειρηματιών, που αναλαμβάνουν να στήσουν το καζίνο για λογαριασμό των Ινδιάνων έναντι αδρής αμοιβής, που συχνά ξεπερνά το 30 τοις εκατό των κερδών. Κάθε τόσο ακούγονται ερωτηματικά για στημένα παιχνίδια και ιστορίες για Ινδιάνους που μέσω των κατάλληλων μέσων πίεσης στην κυβέρνηση έσπευσαν να αναγνωριστούν σε φυλή για να μπορέσουν να ανοίξουν καζίνο.

Το μέγεθος της διαφθοράς είναι τέτοιο, που πριν 10 χρόνια η εφημερίδα Τάιμς του Σεντ Πίτσμπουργκ μιλούσε για τον «εκτός ελέγχου κόσμο των ινδιάνικων τυχερών παιχνιδιών, έναν κόσμο στον οποίο οι ηγέτες των φυλών που πλούτισαν πρόσφατα έχουν τόσο μεγάλη πολιτική εξουσία, που μπορούν να αγνοούν τα δικαιώματα των γειτονικών κοινοτήτων, των φτωχότερων φυλών, ακόμα και μελών τους. Η Ουάσιγκτον συχνά αγνοεί τις ανάγκες των Ιθαγενών που βρίσκονται σε απόγνωση, ενώ βοηθά αυτούς που χρειάζονται τη λιγότερη βοήθεια».

Ο Μαξ Οσιόλα δεν θέλει να μιλήσει γι’αυτά. Λέει ότι μπορεί να μιλήσει μόνο για τους Σέμινολ. Το Συμβούλιο της Φυλής είναι κάτι σαν η κυβέρνηση των Σέμινολ - καταρτίζει προϋπολογισμό και προσφέρει υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και δημόσιας τάξης. Οι Σέμινολ λειτουργούν νοσοκομείο, σχολείο, μουσείο και πληρώνουν το σύνολο των διδάκτρων για κάθε μέλος της φυλής που πηγαίνει στο πανεπιστήμιο. Τα χρήματα για τον προϋπολογισμό προέρχονται από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της φυλής. «Στο λεξιλόγιό μας δεν υπάρχει η λέξη φόρος», λέει ο Οσιόλα. «Είναι μια λέξη που έφερε ο Κολόμβος. Πρέπει επομένως να βεβαιωθούμε ότι έχουμε αρκετά έσοδα για να μπορέσουμε να τρέξουμε τα κυβερνητικά μας προγράμματα. Αντί να επιβάλλουμε φορολογία, εμείς λειτουργούμε επιχειρήσεις».

Όσα χρήματα απομένουν τα μοιράζονται μεταξύ τους τα μέλη της φυλής. Δεν είναι λίγα - το 2001 κάθε μέλος της φυλής έλαβε μερίσματα αξίας 36.000 δολαρίων από τα κέρδη των καζίνο. Αλλά οι διακρίσεις και οι υπερβολές δεν λείπουν. Οι αμοιβές των μελών του Συμβουλίου ήταν πολλαπλάσιες. Ο Τζέιμς Μπίλι, παλιός δαμαστής αλιγατόρων, τραγουδιστής της φολκ, και πρόεδρος του Συμβουλίου από το 1979 ως το 2001 έφτασε να είναι ο υψηλότερα αμειβόμενος εκλεγμένος αξιωματούχος της Φλόριντα με ετήσιο μισθό 330.000 δολάρια. Ως το 2001 που απομακρύνθηκε από το Συμβούλιο κατηγορούμενος για τη διαπραγμάτευση των όρων ενός συμβολαίου με επενδυτική εταιρεία για τη λειτουργία ενός καζίνο (και εν μέσω μιας κατηγορίας για σεξουαλική παρενόχληση που τελικά αποσύρθηκε) χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του ιδιωτικό τζετ και τρία ελικόπτερα. Κάποιοι διαφώνησαν δημόσια με την πολυτελή ζωή του Μπίλι και άλλων αξιωματούχων, αλλά τα χρήματα φτάνουν για όλους και κανείς δεν παραπονιέται στ’αλήθεια.

Ο Μαξ Οσιόλα δεν θέλει να μιλήσει για τον Τζέιμς Μπίλι, παρά μόνο για να πει ότι η μεγαλύτερη προσφορά του ήταν οι αίθουσες μπίγκο και καζίνο και η χειρότερη στιγμή του – «ας το αφήσουμε – δεν θέλω να πω καμιά κακή κουβέντα». Τον ρωτώ για το φυλετικό διαχωρισμό που έζησε και ο ίδιος ως παιδί τη δεκαετία του ’50. Οι ερυθρόδερμοι, όπως οι μαύροι, απαγορευόταν να χρησιμοποιούν τα πάρκα των λευκών, να πίνουν νερό από τις πηγές τους, να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες τους. «Ήταν κάτι που γνωρίζαμε», λέει ο Οσιόλα, «ένα δεδομένο με το οποίο έπρεπε να ζήσουμε».

Τις επόμενες δεκαετίες με τον αγώνα των αστικών δικαιωμάτων ο φυλετικός διαχωρισμός έληξε, τουλάχιστον στα χαρτιά. Το 1974 που ο Οσιόλα αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι με πτυχίο πολιτικών επιστημών και ιστορίας ήταν ο δεύτερος Σέμινολ με πτυχίο. Ακόμη και σήμερα, μικρό είναι το ποσοστό των Ινδιάνων που τελειώνουν το πανεπιστήμιο. Ελάχιστοι Ινδιάνοι προσλαμβάνονται σε ανώτερες θέσεις. Με την εξαίρεση του Apocalypto, της τελευταίας ταινίας του Μελ Γκίμπσον, που εγκωμιάστηκε από τις φυλές, οι Ινδιάνοι ηθοποιοί σπάνια εμφανίζονται στο Χόλιγουντ ή την τηλεόραση. «Ρατσισμός πάντα θα υπάρχει», λέει ο Οσιόλα. «Αλλά σήμερα ευτυχώς οι μη ρατσιστές είναι πολύ περισσότεροι από τους ρατσιστές».

Το 1953 το Κογκρέσο αποφάσισε να σταματήσει τα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης των φυλών, που προέρχονταν από την εποχή του Νιου Ντιλ. Οι Ινδιάνοι δεν το δέχτηκαν και άρχισαν να οργανώνονται πολιτικά. Οι Σέμινολ οργανώθηκαν σε πολιτικό σώμα το 1957, ψηφίζοντας Σύνταγμα και ιδρύοντας το Συμβούλιο της Φυλής. Την ίδια χρονιά τους αναγνώρισε επίσημα το Κογκρέσο. Το 1969 το ινδιάνικο κίνημα Κόκκινη Δύναμη κατέλαβε το Αλκατράζ, φέρνοντας στο προσκήνιο τον αγώνα των Ινδιάνων εναντίον του κοινωνικού και πολιτικού αποκλεισμού. Ως αποτέλεσμα, η αμερικανική κυβέρνηση αύξησε τις οικονομικές ενισχύσεις σε προγράμματα για τους Ινδιάνους και ικανοποίησε το αίτημά τους για αυτοδιοίκηση.

«Τη δεκαετία του ‘60», λέει ο Οσιόλα, «πριν τα καζίνο και τις άλλες δραστηριότητες, οι Ινδιάνοι δεν δέχονταν να αποφασίζει η αμερικανική κυβέρνηση τι είναι καλό γι’αυτούς. Πριν έρθουν οι Ευρωπαίοι, κάθε φυλή είχε το δικό της σύστημα διακυβέρνησης, βασισμένο στη σοφία και την εμπειρία των γεροντότερων. Οι Ινδιάνοι υπερασπίστηκαν τα δικαιώματά τους ως ιθαγενείς. Όταν η Αμερική κάνει εκστρατεία σε μια χώρα, οι ντόπιοι αντιστέκονται. Δείτε το Βιετνάμ και το Ιράκ».

Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Σήμερα το παιχνίδι της πολιτικής διεκδίκησης στην Αμερική παίζεται αλλιώς. Οι Ινδιάνοι το γνωρίζουν, και χάρη στα κέρδη από τα καζίνο, είναι σε θέση να το παίξουν καλά. Από το 1993 ως το 2002 οι Ινδιάνοι ξόδεψαν περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια σε λόμπινγκ στην Ουάσιγκτον για να διατηρήσουν τις φοροαπαλλαγές και να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Άλλα 8 εκατομμύρια δολάρια έδωσαν σε προεκλογικές εκστρατείες υποψηφίων για το Κογκρέσσο – το 86 τοις εκατό σε Δημοκρατικούς υποψηφίους το 1996, όταν στα πράγματα ήταν ο Κλίντον, και το 56 τοις εκατό σε Ρεπουμπλικανούς το 2002, όταν στην κυβέρνηση ήταν ο Μπους. «Γνωρίζουμε πώς παίζεται το παιχνίδι», λέει ο Οσιόλα, «γνωρίζουμε τους κανόνες, και ακολουθούμε την ίδια προσέγγιση. Ό,τι μας επιτρέπει το σύστημα, το κάνουμε προκειμένου ν’ακουστεί η φωνή μας».

Μένει ένα ερώτημα: όταν αντιμετωπίζεις το σύστημα με τα ίδια του τα όπλα, διατηρείς την ιδιαιτερότητά σου ή γίνεσαι μέρος του συστήματος; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άσπρο ή μαύρο – είναι πολύπλοκη όπως τα γεωμετρικά σχήματα των παραδοσιακών ρούχων που φορούσαν οι Σέμινολ στη συνέντευξη τύπου στο Χαρντ Ροκ Καφέ της Τάιμς Σκουέαρ. «Δεν ντυθήκαμε έτσι μόνο για τα μέσα ενημέρωσης», λέει ο Οσιόλα. «Τα σχέδια αντιπροσωπεύουν τον ήλιο, την αστραπή, τα στοιχεία της φύσης. Είναι ο σύνδεσμός μας με το παρελθόν και με το μέλλον. Θέλαμε οι μητέρες μας να είναι περήφανες για μας. Τα ρούχα, ο μάγος της φυλής, είναι ο τρόπος που ζούμε, ο τρόπος των Σέμινολ. Μπορεί να περνάμε το ποτάμι με πλοίο αντί για κανό, να διασχίζουμε το δρόμο με αυτοκίνητο αντί για άλογο. Δεν έχει σημασία. Αυτά είναι απλές ευκολίες. Το σημαντικό είναι ο πολιτισμός σου, ο χαρακτήρας σου, αυτά που έχεις μέσα σου».

Συνεχίζει: “Είτε κουβαλάς όπλο είτε έχεις πτυχίο νομικής, ο σκοπός είναι ο ίδιος – προστατεύεις τα δικαιώματα ενός κυρίαρχου λαού”. Κι όσο για τους τίτλους ιδιοκτησίας των Χαρντ Ροκ Καφέ είναι «το μέσον να φροντίσεις τις ανάγκες της φυλής και να διατηρήσεις το σεβασμό». Τον ρωτώ αν θέλει να στείλει ένα μήνυμα στους μελλοντικούς του πελάτες, τους Ευρωπαίους. «Οι Σέμινολ έρχονται», λέει.

____________

Χαρντ Ροκ Καφέ και συμπάθεια

Οι υπεύθυνοι του Χαρντ Ροκ Καφέ Αθήνας τηρούν στάση αναμονής μέχρι οι Σέμινολ να ανακοινώσουν τα σχέδιά τους, αλλά ανάμεσα στους πελάτες οι Ινδιάνοι έχουν ήδη ενθουσιώδεις υποστηρικτές. Νωρίς ένα βράδυ πριν αλλάξει η χρονιά, στην αίθουσα του ισογείου του Χαρντ Ροκ στη Φιλελλήνων, υπό τους ήχους μουσικής ροκ και του βουητού της κατάμεστης αίθουσας, oΚώστας Σαγρής, 32 ετών, μου μιλά για τον Leonard Peltier, τον ινδιάνο σύμβολο που βρίσκεται στη φυλακή κατηγορούμενος για το φόνο δύο αστυνομικών του FBI , για τους Rage Against the Machine, το χαρντ ροκ συγκρότημα που έκανε συναυλίες για την αποφυλάκιση του Peltier, και για την εξαγορά των Χαρντ Ροκ Καφέ από τους Σέμινολ. “Μόλις αυτό συζητούσαμε με τη Βίβιαν”, λέει. “Χρησιμοποιούν τα είδωλα των Αμερικάνων, τα δολάρια, τις μπίζνες και το ροκ εν ρολ, για να σταθούν στα πόδια τους και να περάσουν τα μηνύματά τους. Είναι σαν να παίρνουν το αίμα τους πίσω”.

Ο Κώστας και η Βίβιαν Τσιαμπά, 26 ετών, ήρθαν για καφέ εδώ επειδή είναι “κοντά και ζεστά”, αλλά μπλουζάκια με τη στάμπα της αλυσίδας δεν θα αγοράσουν – δεν τους αρέσουν οι στάμπες στις μπλούζες, και, υποψιάζομαι, ούτε το hype της εταιρείας που στο δελτίο τύπου μιλά για τα μπλουζάκια και τα άλλα μικροαντικείμενα που πουλά το Χαρντ Ροκ ως “απόλυτο συλλεκτικό φετίχ”. Αν περνούσε από το χέρι τους, ο Κώστας και η Βίβιαν θα έβαζαν περισσότερο αυθεντική ινδιάνικη τέχνη στο κατάστημα, αλλά γνωρίζουν πως οι Σέμινολ τρελοί δεν είναι για να επέμβουν δραστικά στην επιτυχημένη συνταγή της αλυσίδας.

Πιο δίπλα εξάλλου, η Μαρία Καλιανίδου, 23, που πίνει το ποτό της στο μπαρ παρέα με το Νίκο Νουφράκη, 25, δεν είναι τόσο ενθουσιασμένη με τους Ινδιάνους και την ινδιάνικη τέχνη. “Εξαρτάται πώς θέλουν να το αξιοποιήσουν”, λέει. “Μπορεί να θέλουν να στήσουν κανένα μνημείο, μπορεί να θέλουν να περάσουν τον πολιτισμό και τις ιδέες τους”. Η Μαρία και ο Νίκος θέλουν πάντως το κατάστημα να μείνει ως έχει.

Είναι πράγματι η ατμόσφαιρα του καταστήματος και ο μύθος γύρω από την κουλτούρα ροκ εν ρολ που αντιπροσωπεύει, αναμεμειγμένη βεβαίως από ολίγον από Σακίρα που τώρα ακούγεται στα μεγάφωνα, που φέρνει σήμερα στα Χαρντ Ροκ ζευγάρια, παρέες και οικογένειες με τα παιδιά τους μετά τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια. Άλλοι πρωτάρηδες, που άκουσαν για το μέρος από φίλους και είχαν την περιέργεια να το δοκιμάσουν, κι άλλοι που έχουν έρθει ήδη “δυο τρεις φορές”.

Το καλοκαίρι που οι Αθηναίοι κατεβαίνουν στην παραλία και το Σύνταγμα γεμίζει τουρίστες, οκτώ στους δέκα πελάτες των Χαρντ Ροκ, σύμφωνα με τους υπεύθυνους του καταστήματος, είναι αλλοδαποί. Σήμερα οι μόνοι αλλοδαποί που βλέπω δίπλα στη βιτρίνα με τη μοβ στολή που φορούσε ο Πρινς στην ταινία “Purple Rain” είναι δυο εικοσάχρονοι Ολλανδοί, ο Michael Veltvoy και η Malou Hoef, που γκρινιάζουν για ένα λάθος στην παραγγελία, αλλά αποζημιώνονται με μια γενναία έκπτωση στην τιμή και δώρο ένα τεράστιο μπράουνι με σαντιγί. “Όποιος και να έχει το Χαρντ Ροκ”, λέει ο Michael, “μπίζνες ιζ μπίζνες”.

Από την αίθουσα του ισογείου, που η εταιρεία ονομάζει “Elvis Presley”, ανεβαίνω στην αίθουσα “Jimmy Hendrix” στον πρώτο. Εδώ τα πράγματα είναι πιο ήσυχα. Ο Χαράλαμπος Γρηγορόπουλος, 45 ετών, και η Αγγελική Βασιλειάδου, 40, μου λένε ότι τους Ινδιάνους τους συμπαθούν “επειδή έχουν τραβήξει πολλά, είναι οι αδύναμοι της ιστορίας”. Κι αν στα γουέστερν οι Ινδιάνοι την πατάνε, η εξαγορά των Χαρντ Ροκ μπορεί να έχει αίσιο τέλος. “Γιατί να μην το κάνουν;”, λέει ο Χαράλαμπος. “Εδώ βγαίνει ο κάθε άσχετος και δημιουργεί περιουσία και πατά επί πτωμάτων. Αυτοί δεν πειράζουν κανέναν”.

Πιο δίπλα, ψάχνουμε με τον Ανδρέα Αγγελόπουλο, 18 ετών, και τη Τζούλια Μπενετοπούλου, 19, εικόνες που μας φέρνει στο μυαλό η λέξη Ινδιάνος. “Φτερά”, φυσικά, και “σκηνές”, “ομάδες”, “φυλές”, “απομονωμένοι από τον κόσμο”. “Κάνουν και μπάφους;”, ρωτά ο Ανδρέας. Ε, δεν θα κάνουν; Εδώ κάνουν άλλοι κι άλλοι που δεν ζουν σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. “Είναι καλή κίνηση”, λέει ο Ανδρέας για την εξαγορά. “Θα τους επιτρέψει να επεκταθούν στις μπίζνες, να συμμετάσχουν στην οικονομία του δυτικού πολιτισμού και κάπως να ενσωματωθούν”.

-*-