23/6/11

Μπέττυ: «Ο Ταχτσής ήθελε να είναι ο μόνος ομοφυλόφιλος συγγραφέας στην Ελλάδα»

[Εψιλον, 26/4/09]

Στις αρχές του '80 το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Μπέττυ - Καπετάνιος της ψυχής μου» (ξανακυκλοφόρησε το 2007) συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας, μια μήνυση για παραβίαση του νόμου περί ασέμνων - και πολλούς αναγνώστες που το έφεραν πρώτο στη λίστα των πωλήσεων για μήνες. Η Μπέττυ - Ελισάβετ Βακαλίδου αφηγούνταν τα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα ως ομοφυλόφιλο αγόρι στην ελληνική επαρχία, την ηρωική έξοδο από την οικογένεια στα δεκαπέντε, τις περιπλανήσεις της στον κόσμο και στην Ελλάδα, τις περιπέτειές της στα πεζοδρόμια της Συγγρού και στους οίκους ανοχής της Αθήνας και της επαρχίας.


Λίγο πριν, στα τέλη Απριλίου του 1978, είχε πρωταγωνιστήσει με μια ομιλία της στη συγκέντρωση του νεοϊδρυθέντος Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλόφιλων Ελλάδας (ΑΚΟΕ) στο θέατρο Λουζιτάνια εναντίον ενός νόμου περί αφροδισίων, που ουσιαστικά απαγόρευε την πορνεία και την ομοφυλοφιλία. Εκεί αποκάλυψε ότι ο Κώστας Ταχτσής, ο οποίος αντιδρούσε στην ίδρυση του ΑΚΟΕ, ήταν ο ίδιος ομοφυλόφιλος και τραβεστί.

Μέσα στο 1980 κυκλοφόρησαν μια κινηματογραφική ταινία στην οποία η Μπέττυ εμφανίζεται να διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο της και το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο «Πόσο πάει...» με τέσσερεις σύντομες ιστορίες τραβεστί. Το βιβλίο αυτό ξανακυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Πολύχρωμος Πλανήτης, με ένα επιπλέον κεφάλαιο στο οποίο η Μπέττυ περιγράφει πώς στις 30 Ιουλίου του 1977, μαζί με δύο γνωστούς της, απήγαγε τον Κώστα Ταχτσή από τη γειτονιά του στον Λυκαβηττό και τον άφησε δαρμένο και με σκισμένα ρούχα στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης. Το επεισόδιο είναι γνωστό σε όσους έχουν παρακολουθήσει την άγρια κόντρα Ταχτσή και Μπέττυς από εκείνα τα χρόνια. Τώρα, όμως, η Μπέττυ αποκαλύπτει ότι στη δίκη της υπόθεσης, που έγινε μετά το θάνατο του συγγραφέα, η αθώωσή της λόγω αμφιβολιών οφείλεται σε ψευδομαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης.

___________

Γιατί αποκάλυψες τώρα όσα συνέβησαν; 

Γιατί έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια και τα αδικήματα έχουν παραγραφεί. Εχω πια ατιμωρησία. Και γιατί είναι μια πολύ ωραία ιστορία, που δείχνει ότι κατάφερα να ξεφύγω από ένα σύστημα που με ποδοπατούσε.

Τι συνέβη, λοιπόν, με τον Ταχτσή; 

Ηταν ένας πολύ κακός άνθρωπος. Μόλις πήγε να δημιουργηθεί το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας, εκείνος λειτούργησε αντιδραστικά. Επειδή ήταν στα μέσα και στα έξω, έπαιρνε τους δημοσιογράφους του τηλέφωνο, έστελνε επιστολές και δελτία Τύπου εναντίον του ΑΚΟΕ και λοιδορούσε τις τραβεστί. Κάποια στιγμή η κόντρα προσωποποιήθηκε. Μόλις είδε ότι το βιβλίο μου ήταν για μήνες πρώτο στα μπεστ σέλερ, πάνω από τη "Γιαγιά μου την Αθήνα", και ότι η αυτοβιογραφική μου ταινία πήγαινε καλά, άρχισε να με συκοφαντεί. Εβαζε όρους στους δημοσιογράφους να μη γράφουν για μένα, με απέκλειε από έντυπα. Εκανα προσπάθειες να τον πλησιάσω, να του εξηγήσω... δεν καταλάβαινε Χριστό. Υστερα από λίγο είχα μια πρόταση να παίξω στο θέατρο και άρχισα πρόβες. Το έκανα με μεγάλη λαχτάρα. Ο παραγωγός ήταν σύντροφος της Ελλης Λαμπέτη, ο σκηνοθέτης ήταν γνωστός της Ειρήνης Παππά. Ο Ταχτσής τούς ήξερε και τους ασκούσε φοβερές πιέσεις να μη με βάλουν στην παράσταση. Τότε, λοιπόν, λίγο πριν από την πρεμιέρα, αποφάσισα να του δώσω ένα μάθημα.

Τι έκανες; 

Με τη βοήθεια δύο φίλων μου, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, γύρω στις 3 το πρωί από πιάτσα, τον πιάνουμε και τον βάζουμε στο αυτοκίνητο. Διασχίζουμε το Κολωνάκι και την Ηρώδου του Αττικού. Σημειολογικά έχει ενδιαφέρον, γιατί σ' αυτήν την περιοχή έμεναν όλοι οι δικοί του κι εγώ τον είχα αιχμάλωτο. Κατεβαίνουμε τη λεωφόρο Συγγρού, βγαίνουμε στην παραλία και φτάνουμε στα λιμανάκια της Βουλιαγμένης. Τον κάθισα σ' ένα βραχάκι· εγώ ανέβηκα σ' ένα ψηλότερο. Αφού του έβγαλα την περούκα και τον αποκαθήλωσα, του λέω: "Λοιπόν, ήρωας και πλούσιος". Γιατί σε μια συνέντευξή του, αντικρούοντας τον Ζαν Ζενέ (ο οποίος είχε υποστηρίξει το βιβλίο μου εναντίον μιας μήνυσης που είχε δεχτεί ως άσεμνο), ο Ταχτσής μίλησε για "περιττώματα της κοινωνίας" που γράφουν ένα "σκουπιδοβιβλίο", πάνε σ' ένα δικαστήριο και από κει φεύγουν "ήρωες και πλούσιοι".

Και μετά; 

Τον αφήσαμε εκεί. Ηταν καλοκαίρι, τέλος Ιουλίου, και φορούσε ένα φορεματάκι απ' αυτά τα λίγο τουριστικά. Είχε μισοσκιστεί, η περούκα είχε βγει, το μακιγιάζ είχε φύγει. Του φέρθηκαν άσκημα τα παιδιά στη διαδρομή. Οσο αυτός φώναζε, αυτοί τον χτυπούσαν.

Δεν ήταν δυσανάλογη αντίδραση; 

Νομίζω ότι δεν ήταν καθόλου υπερβολική μπροστά σ' αυτά που έκανε εκείνος σ' έναν άνθρωπο που είχε περάσει τόσα στη ζωή του και προσπαθούσε να ορθοποδήσει χωρίς να εμποδίζει κανέναν - ίσα ίσα, συνεισφέροντας σε μια κοινωνική ομάδα. Μην ξεχνάς ότι ήταν ένας άνθρωπος του συστήματος κι εγώ ήμουν ένας άνθρωπος του περιθωρίου. Δεν είχα άλλον τρόπο ν' αντιδράσω.

Πού αποσκοπούσες; 

Πίστευα ότι θα έβαζε μυαλό και θα σταματούσε να με κακολογεί. Ή, τουλάχιστον, θα αισθανόμουν εγώ εντάξει που δεν υπέκυψα στον πόλεμο που μου έκανε ένας άνθρωπος τόσο κακός. Εγώ δεν ήμουν καριερίστα συγγραφέας ή ηθοποιός. Δεν με ενδιέφερε αν δεν μου ξαναέβγαζαν βιβλία ή αν δεν ξαναέπαιζα στο θέατρο. Οχι, όμως, να μου το αποκλείσει αυτός χρησιμοποιώντας τέτοιες μεθόδους.

Βέβαια, εσύ είχες αποκαλύψει δημοσίως στην πρώτη συγκέντρωση του ΑΚΟΕ στο θέατρο Λουζιτάνια ότι ο Ταχτσής έκανε το βράδυ πιάτσα ως τραβεστί. 

Πώς να μην αποκάλυπτα ότι ο άνθρωπος που έστελνε δελτία Τύπου και απέτρεπε τον κόσμο από το να έρθει στη συγκέντρωση ήταν ο ίδιος τραβεστί; Δεν συμφωνώ πάντα με το άουτινγκ, αλλά χρειάζεται σε ανθρώπους που ξέρουμε ότι είναι ομοφυλόφιλοι και βγαίνουν και εναντιώνονται σε όποιες αλλαγές θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη ζωή των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί.

Αργότερα παραδέχτηκες δημοσίως την απαγωγή. 

Είχε βγει κι έλεγε ότι τον κυνηγούσε η μαφία των τραβεστί με αρχηγό εμένα και την Αλόμα. Με πήρε ένας δημοσιογράφος και με ρώτησε: "Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο Ταχτσής;" Και είπα, "βεβαίως και είναι αλήθεια". Και έστειλα δελτίο Τύπου και εξήγησα τους λόγους. Δεν μ' αρέσει να κρύβομαι στη ζωή μου.

Συναντηθήκατε; 

Συναντηθήκαμε τρεις φορές μαζί με τους δικηγόρους μας, γιατί μου έκανε μήνυση. Μου είπε πως θα την αποσύρει αν παραδεχόμουν δημοσίως ότι το βιβλίο μου δεν το είχα γράψει εγώ, αλλά ο Ανδρέας Βελισσαρόπουλος, ο ιδρυτής του ΑΚΟΕ, με τον οποίο είχε άσβεστο μίσος. Γιατί πιστεύω πως τελικά ο Ταχτσής ήθελε να είναι ο μόνος ομοφυλόφιλος συγγραφέας στην Ελλάδα. Του είπα ότι, είτε του αρέσει είτε όχι, το βιβλίο το έγραψα εγώ.

Τι έγινε στο δικαστήριο; 

Δεν ερχόταν στις δίκες. Το τελικό δικαστήριο έγινε μετά το θάνατό του. Εκεί αισθάνθηκα άσκημα. Αν ήταν παρών, θα ήταν καλύτερα. Τώρα που τον σκότωσαν και δεν είχε βρεθεί ο δολοφόνος θα ήταν βαρύ το κλίμα. Και το βράδυ πριν απ' τη δίκη βρήκα τελικά έναν δεύτερο μάρτυρα, έναν γνωστό μου που διηύθυνε μαζί με τη γυναίκα του ένα ξενοδοχείο στη Μακρινίτσα του Πηλίου. Αυτός και μια πολύ καλή μου φίλη κατέθεσαν ψευδώς ότι το βράδυ της απαγωγής βρισκόμουν στο ξενοδοχείο του. Κι έτσι απαλλάχτηκα λόγω αμφιβολιών.

Γιατί δεν ανέλαβες την ευθύνη της πράξης σου; 

Και να πάω φυλακή; Θα ήταν ένα χαζό δείγμα ηρωισμού. Ποιος ο λόγος, όταν μπορούσα να ξεγελάσω ένα σύστημα που επανειλημμένα με τσαλάκωνε και με ποδοπατούσε - εμένα και τους ομοίους μου, που δεν αναγνώριζε ποτέ το δίκιο μου μόνο και μόνο επειδή ήμουν τραβεστί; Αλλωστε, θεωρούσα ότι είχα δίκιο. Γιατί ν' αφήσω ένα τέτοιο σύστημα να με τιμωρήσει για κάτι που δεν έχω μετανιώσει μέχρι σήμερα;»

Ετσι, όμως, δεν καταλήγουμε στο νόμο της ζούγκλας; 

Μα δεν είμαι τόσο τυφλός εκδικητής για όλα. Με τον καιρό έχω μαλακώσει. Είμαι πιο εγκρατής, απαντώ με επιχειρήματα και όχι με φωνές ή με ύβρεις. Αλλά μέχρις ενός σημείου. Αν δεν καταλαβαίνει ο άλλος, αν δεν υπάρχει κανένα σημείο συνεννόησης και εξακολουθεί η αδικία, θα επαναστατήσω. Οταν δεν βρίσκεις το δίκιο σου, η βία είναι η μόνη λύση.

Είναι; 

Ναι, το πιστεύω. Λυπάμαι, αλλά έχω διαμορφώσει ένα δικό μου αξιακό σύστημα. Ας φρόντιζε ο κοινωνικός περίγυρος να λειτουργούσε αλλιώς και να μη μου εμφυτεύσει τέτοιες αξίες.

Τα βιβλία του Ταχτσή τα διαβάζεις καθόλου; 

Διάβασα τότε το "Τρίτο στεφάνι", το ξαναδιάβασα, και μετά το θάνατό του διάβασα και τα άλλα βιβλία του. Είναι ωραία γραμμένα. Αν και το "Τρίτο στεφάνι" φαίνεται λίγο παρωχημένο, αφορά μια συγκεκριμένη εποχή.

Το θάνατό του πώς τον αντιμετώπισες; 

Στενοχωρήθηκα βέβαια, αλλά στον ίδιο βαθμό που στενοχωρήθηκα για τις δεκάδες τραβεστί και ιερόδουλες που είχαν σκοτωθεί και συνεχίζουν να σκοτώνονται, χωρίς ο δολοφόνος τους να βρεθεί ποτέ. Δεν πιστεύω ότι ο νεκρός δεδικαίωται - κι ας βγήκαν μετά το θάνατό του τόσοι πολλοί και προσπάθησαν με χιλιάδες ψέματα να τον ηρωοποιήσουν και να τον θεοποιήσουν.

Στον καλλιτέχνη δεν συγχωρούμε κάποιες ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα; 

Οχι· για μένα υπερισχύει ο άνθρωπος. Εχω λατρέψει στη ζωή μου αρκετούς καλλιτέχνες και, στη συνέχεια, τους έχω μισήσει - γιατί έχω μάθει περιστατικά που ήταν απάνθρωποι, δεν είχαν έλεος. Για να μιλήσω για το λαϊκό τραγούδι, έχω μισήσει τον Νότη Σφακιανάκη και τον Σταμάτη Γονίδη, που είχαν δηλώσει ο ένας ότι δεν θέλει ομοφυλόφιλους στα μαγαζιά του και ο άλλος ότι τους πετάει έξω όταν έρχονται. Δεν μετράει για μένα αν έχουν πει και καλά τραγούδια. Κάνω κι ένα είδος μποϊκοτάζ. Δεν θα πήγαινα ποτέ να τους δω και εννοείται ότι δεν έχω πάρει ποτέ CD τους.

Πώς είναι σήμερα η κατάσταση στο χώρο των τραβεστί; 

Υπάρχουν πολλά εμπόδια. Οταν τις καταλαβαίνουν, έχουν μια αντιμετώπιση περίεργη. Στην ενοικίαση σπιτιού, σ' ένα πολύ ακριβό και σικάτο μαγαζί... Παλιά απαγορεύονταν παντού. Αυτά τα έχω σπάσει από πολύ νωρίς, πριν ακόμη γίνω γνωστή με το βιβλίο. Επίτηδες άνοιγα τέτοιες πόρτες - ένα εστιατόριο, ένα κλαμπ, ένα πολύ καλό κομμωτήριο... Δεν τους επέτρεπα να μη με δεχτούν. Τα τελευταία χρόνια με καλούν σε δεξιώσεις και σε εγκαίνια. Πηγαίνω σπάνια, μόνο και μόνο για να υπενθυμίζω - αν θέλεις- στην ιντελιγκέντσια αυτήν ότι είμαστε κι εμείς εδώ.

Δεν αφήνεις τίποτα να πέσει κάτω, ε; 

Δεν γίνεται διαφορετικά. Πρέπει να διεκδικήσεις αυτό που θέλεις. Ετσι έχω εκπαιδευτεί από μικρό παιδί. Δεν απαιτώ ουτοπικά πράγματα, υπερβολές. Είμαι πολύ έντιμος πολίτης, υπόδειγμα εντιμότητας. Το καυχιέμαι. Αλλά όταν συναντώ τοίχο, δεν γίνεται να μην απαντήσω. Αλλιώς, αισθάνομαι προσβεβλημένη, καταπιεσμένη, ότι εκμηδενίζεται η προσωπικότητά μου.

Είσαι αισιόδοξη ότι θ' αλλάξουν τα πράγματα; 

Είμαστε πολύ τυχεροί που είμαστε μέλη της Ε.Ε. Κι επειδή έχουμε κάποιους ακτιβιστές που το πολεμούν, τα πράγματα θα προχωρήσουν. Θέλουν - δεν θέλουν κάποιοι. Αλλά η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθύτατα υποκριτική και στα όρια του ρατσισμού. Και μεγάλη ευθύνη έχει η τηλεόραση - όλοι αυτοί οι αστέρες που σε κάθε ευκαιρία δείχνουν το ρατσισμό τους. Δείχνανε τις προάλλες στη Μενεγάκη τον εκπρόσωπο της Γερμανίας στη Γιουροβίζιον. Το σχόλιο της Μενεγάκη ήταν, "Σαν λίγο γλυκούλης μού φαίνεται αυτός, χαρωπός". Και δεν πετάχτηκε μία από τις ακκιζόμενες αδερφές τού πάνελ να πει, "Ελένη, μεγαλώνεις παιδιά, πώς το λες αυτό;"! Οταν αυτοί διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, τι περιμένεις;»

Εσύ δεν έχεις εμφανιστεί σε τέτοιες εκπομπές; 

Από τις μεσημεριανές εκπομπές, μόνο στην Τατιάνα - κι εκεί με τους δικούς μου όρους, τους οποίους σεβάστηκε απολύτως. Μ' αρέσει να παρουσιάζονται τέτοια θέματα, γιατί το κοινό εξοικειώνεται και αυτό φέρνει θετικά αποτελέσματα. Αλλά πρέπει να γίνεται πολύ επιλεκτικά και με μεγάλη προσοχή. Στη Δρούζα, ας πούμε, έχω μηνύσει ότι δεν πρόκειται να πάω, και ας μ' έχει πάρει τόσες φορές τηλέφωνο. Διότι πριν από χρόνια ο Τρύφωνας Σαμαράς έχει πάρει στη δούλεψή του μια εγχειρισμένη τραβεστί. Οταν παντρεύτηκε η Δρούζα στο Ναύπλιο πήγε ο Σαμαράς να τη χτενίσει μαζί με τη βοηθό του. Κάτι κατάλαβε η Δρούζα. Και τι του λέει; "Ή τη διώχνεις τώρα ή φεύγεις κι εσύ, πριν καταλάβουν κάτι οι καλεσμένοι". Και την έδιωξε από την τελετή.

Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου πώς σου φάνηκαν; 

Πολύ θα ήθελα να μην είχε σταματήσει όλο αυτό και, ευτυχώς, δεν έχει σταματήσει εντελώς. Ολο και σιγοβράζει και όλο και υπάρχουν κάποιες μικρές οργανώσεις που δίνουν δείγματα του τι μπορούν να κάνουν. Να διαλύσουν ακόμη περισσότερο μια χώρα εντελώς διαλυμένη.

Αυτό είναι το ζητούμενο; 

Το ζητούμενο είναι ν' αλλάξουν τα πράγματα. Να αφυπνιστεί ο κόσμος. Να αντιδράσει. Γιατί οι περισσότεροι είναι αλλοτριωμένοι. Το βλέπω στο χώρο των ιερόδουλων. Υπάρχει ένας νόμος πολύ περιοριστικός για τους οίκους ανοχής που πρέπει ν' αλλάξει. Τους είχα προτείνει την περίοδο των Ολυμπιακών να νοικιάσουμε μια σουίτα στη Μεγάλη Βρεταννία και να βγαίναμε τρεις γυμνές γυναίκες εκεί πάνω μ' ένα πανό. Τους είχα προτείνει να αλυσοδεθούμε γυμνές στα δέντρα στη Βουλή. Δεν κάνουν όμως τέτοια εξτρεμιστικά, δεν μπορούν. Γιατί πολλές από αυτές έχουν σπίτι, οικογένεια, παιδιά και κρύβονται ή άλλες δεν θέλουν να εκτεθούν. Αν, όμως, φοβάσαι τόσο πολύ την έκθεση, δεν μπορείς να κερδίσεις τίποτα.

Εσύ πώς και έγινες τόσο μαχητική;

Εν πρώτοις, ήταν οι περιστάσεις, το νομοσχέδιο κατά των αφροδισίων που εκείνη την εποχή κρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω απ' το κεφάλι μας. Κατά δεύτερο λόγο, προέρχομαι από μια αριστερή οικογένεια. Μπορεί να έφυγα στα δεκαπέντε μου, αλλά πήρα κάποιες αρχές, ασχέτως αν μετά συνειδητοποίησα ότι μεγάλο μέρος της Αριστεράς είναι από τους μεγαλύτερους πολέμιούς μας.

Θα βγάλεις άλλο βιβλίο; 

Εχω κάποια σχέδια, αλλά είμαι λίγο τεμπέλα. Δεν είμαι συγγραφέας καριέρας, να γράφω με οκτάωρο. Κατάφερα να επιβιώσω μέσα από πολλές δυσκολίες και να βγω υγιής, σωματικά και πνευματικά, χωρίς να θολώνω το μυαλό μου με αλκοόλ ή ναρκωτικά. Αυτό θέλω να το απολαμβάνω, το ζητάω από τον εαυτό μου. Να ξαπλώνω στον καναπέ μου και να κοιτάζω την Ακρόπολη ατελείωτες ώρες. Να ταξιδεύω. Να κάθομαι και να τεμπελιάζω, βρε αδερφέ, να μην κάνω τίποτα. Γίνομαι, βέβαια, κοινωνός όλων των προβλημάτων και συμμετέχω. Ομως, κουράστηκα τόσο στη ζωή μου, όσο μελό κι αν ακουστεί, που θέλω να απολαύσω πια αυτό που απέκτησα, την ισορροπία μου, τη ζωή μου.

____________

Κώστας Ταχτσής

Ο Κώστας Ταχτσής έκανε την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του '50, πριν κλείσει τα 25 του χρόνια (γεννήθηκε το 1927), με τρεις συλλογές ποιημάτων τις οποίες αποκήρυξε και άλλες δύο συλλογές ποιημάτων που τον έβαλαν στη συντροφιά των λογοτεχνικών κύκλων της Αθήνας. Δεν του έφεραν, όμως, την πολυπόθητη αποδοχή και αναγνώριση - εν μέρει λόγω του χαρακτήρα του: τον θεωρούσαν εριστικό, αντιφατικό, μεγαλομανή, είρωνα.

Έφυγε να γυρίσει τον κόσμο (Ευρώπη, Αφρική, Αμερική, Αυστραλία), οπότε και άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1960 και τον καθιέρωσε στα ελληνικά γράμματα. Στη συνέχεια συμ- μετείχε στη σύνταξη του λογοτεχνικού περιοδικού «Πάλι» και εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων «Τα ρέστα» και το 1979 τη συλλογή αυτοβιογραφικών κειμένων «Η γιαγιά μου η Αθήνα.

Κινούνταν με άνεση στους λογοτεχνικούς και κοσμικούς κύκλους, όπως και στον κόσμο της νύχτας, όπου έκανε πεζοδρόμιο ως τραβεστί - δραστηριότητα που κρατούσε κρυφή, αν και είχε αποκαλύψει από νωρίς την ομοφυλοφιλία του. Είναι γνωστή η διαμάχη του με το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας, που ιδρύθηκε το 1977 ως προσπάθεια οργάνωσης των ομοφυλόφιλων απέναντι στο νομοσχέδιο περί αφροδισίων που τους απειλούσε με συλλήψεις και εξορία.

Η κόντρα του αυτή τού στοίχισε μια δημόσια αντιπαράθεση με τον Ζαν Ζενέ (ο οποίος αρνήθηκε να τον συναντήσει όταν ήρθε στην Ελλάδα ως προσκεκλημένος μελών του ΑΚΟΕ) και τη ματαίωση των σχεδίων να γυριστεί ταινία το «Τρίτο στεφάνι» από τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Απογοητευμένος, προσπάθησε να αποτινάξει την προσωνυμία του συγγραφέα τού ενός βιβλίου, γράφοντας το αυτοβιογραφικό «Το φοβερό βήμα» - που έμεινε ημιτελές καθώς τον πρόλαβε η δολοφονία του στις 28 Αυγούστου 1988.

____________

Η Μπέττυ ιστορεί το επεισόδιο στο βιβλίο «Πόσο πάει...»

[εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης, Απρίλιος 2009]

[...] Η ώρα περνούσε και η νευρικότητα των φίλων μου τους έκανε να καπνίζουν αρειμανίως, πετώντας τις γόπες στο πεζοδρόμιο, όπου άρχισαν να γίνονται σωρός. Ξαφνικά παρατηρώ πως μια κοντόχοντρη «γυναικεία» φιγούρα είχε εμφανιστεί από το πουθενά και πλησίαζε την πόρτα του σπιτιού, με το κλειδί στο χέρι. Προφανώς είχε παρκάρει πιο πάνω και βάδιζε ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα για να μην τον δουν οι γείτονες. Πριν προλάβει να στρίψει το κλειδί για να ανοίξει την πόρτα, οι φίλοι μου, σαν αίλουροι, πετάχτηκαν έξω και ακινητοποιώντας τον σε δευτερόλεπτα τον έχωσαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Επιτέλους. Τον είχα στα χέρια μου.

[...] «Οι διαφορές μας δε λύνονται έτσι, Μπέττυ!» φώναζε απεγνωσμένα την ώρα που άρχιζα να κατηφορίζω τη λεωφόρο Συγγρού. Τη λεωφόρο στην οποία δούλευε ανά καιρούς και ο ίδιος. Για ποιές "διαφορές" μιλάει ο μαλάκας;» σκέφτηκα. Εγώ δεν είχα διαφορές μαζί του. Αυτός με πολεμούσε με νύχια και με δόντια και δεν μπορούσα να βρω τρόπο να αντισταθώ. Πάτησα το γκάζι.

[...] Βλέπω απ' τον καθρέφτη του αυτοκινήτου την τρομώδη αγωνία στα μάτια του. Εξακολουθούσε να φωνάζει, κατηγορώντας με ότι είμαι «αλήτης» και ότι θα με καταγγείλει στην αστυνομία. Λέω στο φίλο μου που καθόταν πίσω, δίπλα του, να βγάλει το φανελάκι του και να του κλείσει το στόμα για να μην ακούω άλλο τις φωνές του. Τότε άρχισε να με παρακαλάει να μην το κάνω γιατί δήθεν έχει άσθμα και μπορεί να πεθάνει. Ωραία» του είπα. Αρκεί να κόψεις τις φωνές.

[...] Βγάζοντάς τον απ' το αυτοκίνητο, ένα ρημαγμένο ροζ τσουβάλι με ξανθιά περούκα, τον σέρνουμε προς τη θάλασσα όπου όλη την ημέρα κολυμπάνε ομοφυλόφιλοι και τραβεστί. Τον καθίζουμε κάτω, τα παιδιά τού βγάζουν με χίλια ζόρια την περούκα, γιατί ήταν κολλημένη με UHU στο κεφάλι του και λίγο αίμα αρχίζει να τρέχει. Τότε εγώ ανεβαίνω σ' έναν βράχο και του λέω, «Να με, λοιπόν: "Ηρωας και πλούσιος". Ετσι δε με χαρακτήρισες;» Τον πλησιάζω, και με τον δείκτη του δεξιού μου χεριού στη μύτη του, του λέω, «Θα σ' την κόψω σύριζα αν δε σταματήσεις να μου γαμάς τη ζωή.

[...] Πριν προλάβει να βγάλει άχνα, ήδη ανεβαίναμε προς το αυτοκίνητο, εγκαταλείποντάς τον μόνο, δαρμένο, ματωμένο, έρμαιο του περιβάλλοντα χώρου που είναι ποτισμένος με αγωνίες και χαρές ανθρώπων σαν κι αυτόν και σαν εμένα. Ανθρώπων που πολεμούσε με λύσσα, αν και ο ίδιος αποτελούσε μέρος τους.

[...] Στο Ασκληπιείο Βούλας αφήνω τα παιδιά να πάρουν ταξί. Δεν τους ξαναείδα ποτέ και δε θυμάμαι καν τα ονόματά τους. Εγώ πάω στο σπίτι μου αφού πάρκαρα στο απέναντι βενζινάδικο. Ξημέρωνε πια όταν έπεφτα για ύπνο χωρίς την παραμικρή ενοχή. Αντίθετα, ένιωθα μια γαλήνη στην ψυχή και στο μυαλό μου, πιστεύοντας ότι έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Αυτό που μου έμαθαν να κάνω για να «επιζήσω. Μόνη στην αγριότητα της ζωής και των κοινωνικών συνθηκών, μόνη στη ζούγκλα των ανθρώπων, όπου με πέταξαν πριν κλείσω τα 15 μου χρόνια.

-*-