23/6/11

Ο Χριστιανισμός ντύθηκε παγανιστικά

[Εψιλον, 25/12/09]

Αν και τα βασικά δόγματα του χριστιανισμού έχουν ιδιαιτερότητες που δεν βρίσκουμε σε άλλες θρησκείες, σε πολλά σημεία ο χριστιανισμός έχει δεχτεί επιδράσεις από θρησκείες που υπήρχαν πριν από αυτόν και εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέχρι την σχεδόν ολοκληρωτική επικράτησή του. Δεν πρόκειται μόνο για τον μονοθεϊστικό Ιουδαϊσμό, τον οποίο ουσιαστικά ο χριστιανισμός ενσωμάτωσε στην ουσία ο Χριστιανισμός μέσω της Παλαιάς Διαθήκης, μετατρέποντάς τον ταυτόχρονα από θρησκεία του ενός και μοναδικού εκλεκτού Λαού σε θρησκεία ανοιχτή σε όλους. Οι επιδράσεις του Ιουδαϊσμού είναι οι μόνες που παραδέχεται ο Χριστιανισμός, δέχτηκε όμως και πολλές άλλες επιδράσεις, τις οποίες που δεν παραδέχεται. Αυτές αφορούν στο τυπικό της λατρείας και στα λαϊκά λατρευτικά έθιμα, στην υμνολογία και στην εικονογραφία, ακόμη και στα βασικά του δόγματα, και προέρχονται από τις πολυθεϊστικές θρησκείες της ύστερης ελληνικής αρχαιότητας και της ρωμαϊκής ανατολής.


Σήμερα, μετά από τόσους αιώνες μέσα στους οποίους ο χριστιανισμός κατάφερε να επιβάλει στους πιστούς του την δική του εκδοχή της πραγματικότητας, αυτές οι θρησκείες φαντάζουν ολότελα ξένες προς κάθε τι χριστιανικό, όπως και προς ο,τιδήποτε οικείο. ΠολυθεΪστικές, παγανιστικές, κάποιες από αυτές ειδωλολατρικές –οι ίδιες οι λέξεις είναι για μαςπια αρνητικά φορτισμένες -, μας φαίνονται απόκοσμες, εξωτικές. Ακόμα και τα ονόματα των θεών τους ηχούν εξωτικάπερίεργα: η λατρεία των Θεοσεβών ή Υψιστάριων προς το θεό Ύψιστο, οι μυστηριακές ανατολικές θρησκείες με επίκεντρο την Ίσιδα, τον Σάραπι, τον Μίθρα και την Μεγάλη Μητέρα, την Κυβέλη, η διαδεδομένη στη Μικρά Ασία της ύστερης αρχαιότητας λατρεία του Πέρση Μηνός, του θεού του φεγγαριού (από αυτόν προέρχεται το αγγλικό «moon»), η λατρεία του Διόνυσου και οι ορφικές θρησκείες.η ορφική θρησκεία. Δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ότι κάποτε ρύθμιζαν την καθημερινότητα των ανθρώπων με τον ίδιο τρόπο που ρυθμίζει σήμερα την καθημερινότητα των πιστών του ο χριστιανισμός. Ακόμη περισσότερο, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ότι βρίσκονται πολύ κοντύτερα στο Χριστιανισμό από όσο ο ίδιος θέλει να πιστεύουμε.

Και όμως, όπως εξηγεί στο Ε ο καθηγητής αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Άγγελος Χανιώτης, παρά τις διαφορές τους, οι θρησκείες της αυτοκρατορικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας [ύστερη αρχαιότητα είναι οι 4ος-6ος αι., ενώ η σύγκλιση των θρησκειών υπάρχει από τον 1ο/2ο], του χριστιανισμού συμπεριλαμβανομένου, έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινή θεματολογία: το ζήτημα της συγχώρεσης, η εξομολόγηση των αμαρτιών (εξομολογητικές επιγραφές από τον 1ο ως τον 3ο αι έχουν βρεθεί στη Μικρά Ασία, σχετιζόμενες κυρίως με τη λατρεία του θεού Μηνός), το ζήτημα της καθαρότητας της ψυχής (αποτελεί αντικείμενο ελληνικών ιερών νόμων, από τους οποίους προήλθε η καρκινική επιγραφή νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν), η προσωπική σχέση του πιστού με το θεό. Οι απαντήσεις που δίνουν στα ερωτήματα που απασχολούν τους πιστούς της εποχής, ερωτήματα σε μεγάλο βαθμό κοινά, μπορεί να διαφέρουν, όχι όμως πάντοτε ούτε εξ ολοκλήρου. Εξίσου σημαντικός, αν όχι σημαντικότερος από τις διαφορές τους, είναι ο κοινός προσανατολισμός τους στο επέκεινα: πολύ περισσότερο από παλιότερες θρησκείες, προσφέρουν στους πιστούς τους όχι μόνο καθοδήγηση και παρηγοριάβοήθεια στον καθημερινό βίο, αλλά και λύτρωση στη μετά θάνατο ζωή.

Ακόμη και η βασική ιδιαιτερότηταδιαφορά του Χριστιανισμού, ο μονοθεϊσμός του, την οποία τον οποίο μοιράζεται μόνο με τον Ιουδαϊσμό, μετριάζεται αν σκεφτούμε ότι στις θρησκείες της εποχής αρχίζει να κυριαρχεί η αντίληψη ενός μεγάλου θεού («μέγας θεός», όπως τον αποκαλούσαν έλεγαν), τον οποίο κάθε θρησκεία ξεχωρίζει έναντι άλλων και προβάλλει ως κύριο αποδέκτη του λατρευτικού τυπικού της. Τη φράση «εις θεός» («ένας Θεός») δεν την λένε μόνο οι Χριστιανοί της εποχής. Η διαφορά είναι ότι οι Χριστιανοί εννοούν τη φράση κυριολεκτικά («ο Θεός είναι ένας και μοναδικός») ενώ οι άλλοι την εννοούν ως τον υπερθετικό βαθμό στο πλαίσιο μιας σύγκρισης, με τον ίδιο τρόπο που λέμε σήμερα «ένα είναι το κόμμα».

Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι τα πρώτα χρόνια ο ίδιος ο χριστιανισμός δεν ήταν ουσιαστικά μονοθεϊιστική θρησκεία. Δεν απέκλειε, μια θρησκεία δηλαδή που αποκλείει την ύπαρξη άλλων θεών, αλλά θεωρούσε τον μια θρησκεία που θεωρεί το δικό της ως τον θεό ισχυρότερο και καλύτερο από τους άλλους. Ορισμένοι μάλιστα από τους απολογητές, δηλαδή τους χριστιανούς πατέρες που ανέλαβαν να υπερασπιστούν με το λόγο τους το χριστιανισμό έναντι των άλλων θρησκειών, αναγνώριζαν την ύπαρξη άλλων θεών, τους αποκαλούσαν υποβίβαζαν όμως «δαίμονεςστη θέση «δαιμόνων».

Για να συμπληρωθεί η εικόνα, μια σειρά από άλλα στοιχεία του χριστιανικού δόγματος τα συναντάμε και σε προγενέστερες θρησκείες: θάνατος και ανάσταση της θεότητας (ο Άδωνις που επιστρέφει από τον κάτω κόσμο για έξι μήνες το χρόνο), πίστη στη μετά θάνατο ζωή και τη μετά θάνατο λύτρωση (ο Διόνυσος Λύσιος, που λυτρώνει τους πιστούς μέσα από το θάνατό του), παρθενογένεση της θεότητας (ο Άττις από την Άγδιστι, ο Άδωνις από τη Μύρρα, ο Διόνυσος από τη Σεμέλη [Σ1ιγορο; η Σεμέλη έμεινε έγκυος από τον Δία με τη μορφή χρυσής βροχής]). Ακόμη και τα θαύματα του Χριστού που περιγράφονται στα ευαγγέλια σχετίζονται μοιάζουν με θαύματα που αποδίδονταν στους λεγόμενους «θείους άνδρες» τον 1ο και το 2ο αι.

Αλλά και πέρα από δογματικά ζητήματα, ο χριστιανισμός δέχτηκε ισχυρές επιδράσεις σε θέματα λατρείας. Παρά το ότι η συχνά τονίζεται από την Εκκλησία τονίζει ιδιαιτέρως την η άρνηση των Χριστιανών να τελέσουν θυσίες, ήδη πριν το χριστιανισμό οι τελετουργικές θυσίες ζώων ή και ανθρώπων [ανθρωποθυσίες είχαν ήδη σταματήσει από νωρίς] είχαν αρχίσει να υποχωρούν προς όφελος περισσότερο πνευματικών τρόπων λατρείαςτελετών, έστω και αν οι θυσίες επανήλθαν στο προσκήνιο την εποχή του αυτοκράτορα Ιουλιανού, όταν αυτός προσπάθησε να επαναφέρει την κυριαρχία των εθνικών θρησκειών. Την τάση υποχώρησης των τελετουργικών θυσιών μαρτυρούν μια σειρά ιερών νόμων και ένας χρησμός του μαντείου του Απόλωνα στα Δίδυμα της Μιλήτου, που λέει ότι τον θεό δεν τον ενδιαφέρουν οι εκατόμβεςτα σφάγια, αλλά η εξύμνησή του. Από την άλλη πλευρά, η έννοια της θυσίας επιβιώνει στο χριστιανικό δόγμα, έστω και αν στο χριστιανισμό η θυσία δεν γίνεται από τον άνθρωπο προς εξευμενισμό του Θεού, αλλά από τον ίδιο το θεό, ο οποίος θυσιάζεται για να λυτρώσει τον άνθρωπο. Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, η μετατροπή του κρασιού και του ψωμιού σε αίμα και σώμα του Χριστού, έχει πάντως κι αυτή την αναλογία της στην οργιαστική λατρεία των πιστώνστους πιστούς του Διόνυσου Ζαγρέα που έτρωγαν ωμό ταύρο, τον οποίο θεωρούσαν μετενσάρκωση του θεού.

Οι επιδράσεις των άλλων θρησκειών φαίνονται επίσης σε μια σειρά λατρευτικών τελετών του χριστιανισμού, είτε πρόκειται για την αυθόρμητη διατήρηση λαϊκών εθίμων είτε για ένα υστερόβουλο εγχείρημαπροσπάθεια μιας ιδιόμορφης καπήλευσης [πλεονασμός: η καπήλευση είναι πάντοτε υστερόβουλη]. Οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν ότι στην τελευταία περίπτωση ανήκει η καθιέρωση του εορτασμού των Χριστουγέννων. Τα ευαγγέλια δεν μας πληροφορούν για τον ακριβή χρόνο της γέννησης του Χριστού. Τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, η γέννηση του Χριστού εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τα Θεοφάνεια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου για τον εορτασμό των Χριστουγέννων έγινε τον 4ο αι. Η επίσημη εκδοχή της εκκλησίας θέλει την νέα ημερομηνία να προσδιορίζεταιπροσδιορίστηκε ύστερα από έρευνα σε απογραφικά αρχεία σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους. Ωστόσο, οι μελετητές συμφωνούν ότι ο πραγματικός λόγος της μετακίνησης του εορτασμού ήταν η επιθυμία να συμπέσει με τον εορτασμό του χειμερινού ηλιοστάσιου από τους πιστούς άλλων θρησκειών, που είχαν θεοποιήσει τον ήλιο. Στο εξής, τη θέση του ήλιου έπρεπε να πάρει ο «νοητὸς ἥλιος ὁ Χριστός, ὁ τῶν ψυχῶν λαμπτήρ, ὁ καὶ τοῦ σκότους φωτιστής», σύμφωνα με τον ψαλμό του Αστέριου του σοφιστή από τον 4ο αι.

Αν η ημερομηνία του εορτασμού των Χριστουγέννων θεσπίστηκε άνωθεν, φαίνεται ότι οι τελετές του θείου δράματος τη Μεγάλη Εβδομάδα, με τον ανθοστολισμό και την περιφορά του επιταφίου, τα μύρα και, το κατά τόπους κάψιμο του Ιούδα, αποτελούν αυθόρμητη συνέχεια παρόμοιων τελετών που συναντάμε σε άλλες θρησκείες. Τέτοιες τελετές ήταν τα Αδώνεια, δηλαδή οι τελετές πένθους για την κάθοδο του θεού Άδωνι στον κάτω κόσμο και την εξάμηνη επιστροφή του στη Γη, ή, στις μυστηριακές θρησκείες, οι τελετές λατρείας της Κυβέλης και της ανάστασης του Άττι.

«Μ’ όλες τις ιδιομορφίες τους τα θεία δράματα της Ανατολικής Μεσογείου φανερώνουν τον ίδιο ιερουργικό σκελετό», γράφει ο μελετητής Παναγής Λεκατσάς το 1957, σε μια μελέτη αναφοράς για το θέμα στην Ελλάδα. Τα κοινά τελετουργικά στοιχεία του θείου δράματος σε όλες τις θρησκείες της ύστερης αρχαιότητας δεν αρνείται ούτε ο βυζαντινολόγος Δημήτρης Πάλης στην απάντησή του στον Π. Λεκατσά την ίδια χρονιά, μολονότι σημειώνει ότι το χριστιανικό θείο δράμα «αποτελεί μια νέα, λαϊκή και διακριτή θρησκευτική μορφή».

Όπως και να έχει, ο Χριστιανισμός δεν μπορούσε να ξεριζώσει μονομιάς συνήθειες και πρακτικές αιώνων, οι οποίες άλλωστε ανταποκρίνονταν σε υπαρκτές, και μάλιστα βαθιές, ανθρώπινες ανάγκες. Ακόμη και αν ως προς το δόγμα του ο χριστιανισμός είναι μονοθεϊστική θρησκεία, στην πραγματικότητα κατάλοιπα πολυθεϊσμού επιβιώνουν στους εκατοντάδες αγίους και οσίους της Εκκλησίας, που έχουν αναγορευτεί προστάτες ολόκληρων περιοχών, επαγγελματικών ομάδων, ή και ατόμων, όπως δείχνουν τα τάματα που σκεπάζουν πολλές εικόνες στις εκκλησίες. O Θεός είναι ένας, και μάλιστα παντοδύναμος, αλλά καλό είναι τα βάρη να επιμερίζονται. Εξού και η ανάδειξη της Αγίας Παρασκευής σε προστάτιδα των τυφλών, του Αγίου Χριστόφορου σε προστάτη των οδηγών, του Αγίου Δημητρίου σε πολιούχο της συμβασιλεύουσας, κατ’αναλογία προς τον επιμερισμό των καθηκόντων των αρχαίων Θεών, του Ποσειδώνα για τη θάλασσα, του Ερμή για το εμπόριο και της Άρτεμις για το κυνήγι και πάει λέγοντας. Ο Ιωάννης Κακριδής σημειώνει στα Θέματα Ομηρικά ότι ακόμη και η συνήθεια να κατασκευάζονται τα εκκλησάκια του Προφήτη Ηλία πάνω σε υψώματα έχει τις ρίζες της στον Όμηρο, που βάζει τον Οδυσσέα στο τέλος της Οδύσσειας ν’ ανεβαίνει στην κορυφή ενός βουνού για να θυσιάσει στον Ποσειδώνα.

H περιφορά των εικόνων και η προσφορά κρασιού στη λειτουργία έχουν επίσης ρίζες σε τελετουργίες προγενέστερων θρησκειών.

Επιδράσεις έχει δεχτεί και η χριστιανική εικονογραφία. Στις πρώτες χριστιανικές εικόνες απεικονίσεις [δεν είναι εικόνες, αλλά παραστάσεις σε ψυφιδωτά κλπ.], η μορφή του Χριστού είναι έντονα επηρεασμένη από τη μορφή του Ορφέα και η απεικόνιση του Χριστού ως Καλού Ποιμένα είναι εμπνευσμένη από την αρχαία βουκολική εικονογραφία. Οι εικόνες του Χριστού που πλαισιώνεται από μαθητές του είχαν ως πρότυπο τις απεικονίσεις ειδωλολατρών Ελλήνων φιλοσόφων και των μαθητών τους. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πρίνστον Glen W Bowerstock, οι μορφές των βιβλικών προσώπων συχνά προέρχονταν από την κλασική αρχαιότητα.

Αν προσμετρήσουμε στα παραπάνω τελετουργίες και πρακτικές όπως οι μεταμφιέσεις και ο οργιαστικός εορτασμός των Απόκρεων ή τα κάλαντα, που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα παιδιά κρατώντας κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και λευκό μαλλί γύριζαν και τραγουδούσαν κι έπαιρναν δώρα, κι επίσης τα μάγια, τη βασκανία, το ξεμάτιασμα, τα φυλαχτά, και τα τάματα, δηλαδή πρακτικές που βρίσκονται στα όρια του παραθρησκευτικού, έχουν όμως την ανοχή της εκκλησίας, τότε καταλαβαίνουμε ότι ο χριστιανισμός και οι άλλεςπρογενέστερες θρησκείες της εποχής έχουν φτάσει σήμερα σ’ εμάς σήμερα ως ένα εν πολλοίςκάτι σε μεγάλο βαθμό αδιαχώριστο μείγμα. Αυτό το μείγμα περιγράφουν πολύ χαρακτηριστικά. Το δείχνουν οι στίχοι του Παλαμά: «Η γη μας γη των άφθαρτων / αερικών και ειδώλων, / πασίχαρος και υπέρτερος / θεός μας είν' ο Απόλλων. / Στα εντάφια λευκά σάβανα / γυρτός ο Εσταυρωμένος / είν' ολόμορφος Άδωνις / ροδοπεριχυμένος. / Η αρχαία ψυχή ζει μέσα μας / αθέλητα κρυμμένη· / ο Μέγας Παν δεν πέθανε, / όχι· ο Παν δεν πεθαίνει».

Χρειάζεται όμως προσοχή. Μια απλή αναζήτηση στο Ίντερνετ θα φέρει στην επιφάνεια πολλές ιστοσελίδες, βιβλία και ιστορίες που σχεδόν κατηγορούν το χριστιανισμό για κλοπή των βασικών στοιχείων άλλων θρησκειών. Παραθέτουν μάλιστα στοιχεία ότι ο θεός Μίθρας γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου σε μια σπηλιά με τρόπο παρόμοιο με την περιγραφή της γέννησης του Χριστού, ότι ένα από τα στάδια μύησης των πιστών του περιλάμβανε βάπτιση σε ποτάμι και ότι ο βαπτισμένος σημαδευόταν στο μέτωπο όπως ο βαπτισμένος Χριστιανός σημαδεύται στο μέτωπο με λάδι. Μιλούν ακόμη για μυστικό δείπνο στο οποίο παρακάθονταν οι πιστοί του Μίθρα, στο οποίο προσφερόταν ψωμί και κρασί ως σώμα και αίμα του Μίθρα, και για μια περσική επιγραφή αφιερωμένη στο Μίθρα, όπου ο θεός λέει πως όποιος φάει το σώμα του και πιει το αίμα του θα έχει αιώνια σωτηρία. Όμως, πολλοί μελετητές αμφισβητούν την ορθότητα αυτών των πληροφοριών, η ακρίβεια των οποίων είναι δύσκολο να ελεγχθεί καθώς οι ιστορικές πηγές είναι λίγες και όχι πάντα αθώες.Όμως, για πολλές από αυτές τις πληροφορίες δεν υπάρχει συμφωνία των μελετητών και πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό.

«Πολλές από τις πηγές που έχουμε για εκείνη την εποχή είναι στρατευμένες υπέρ της μιας ή της άλλης θρησκείας», λέει ο Αγγ. Χανιώτης. «Δεν είναι και πολύ φερέγγυες. Γι’αυτό το λόγο άλλωστε δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε με κλειστά τα μάτια τους χριστιανούς όταν αναφέρονται σε αρχαίες ελληνικές λατρείες. Εκείνη την εποχή βρίσκεται σε εξέλιξη ένας έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων θρησκειών. Προκειμένου κάποιος να κερδίσει πόντους σ’αυτή τη μάχη, δεν διστάζει να παραποιήσει στοιχεία της θρησκείας του άλλου». Ή, θα πρόσθετε κανείς, να τα να τα οικειοποιηθεί και να τα ενσωματώσει.

-*-