[Εψιλον, 8/1/06]
"Γούντι ο τρυποκάρυδος", ακούω να λέει στο συνάδελφό του ο αστυνομικός που φρουρεί το πάρκινγκ του Μεγάρου Μουσικής, καθώς κατηφορίζω την Κόκκαλη για να βγω στη Βασιλίσσης Σοφίας. Είναι 7:45 το βράδυ. Σε τρία τέταρτα ο Γούντι θα ανέβει στη σκηνή του Μεγάρου, πρώτη του φορά σε ελληνική αίθουσα, για να παίξει με το κλαρινέτο του μελωδίες τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Τα εισιτήρια, από 150 μέχρι και 300 ευρώ, είναι ακριβότερα από άλλες πόλεις της ευρωπαϊκής περιοδείας του. Αλλά έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Ποιοί είναι αυτοί που γεμίζουν το Μέγαρο για να ακούσουν κάποιον που δηλώνει ότι, αν έβγαζε το ψωμί του από το κλαρινέτο, θα πέθαινε της πείνας;
Το φουαγιέ είναι ήδη γεμάτο. Ετερόκλητος κόσμος. Κοστούμια δίπλα σε τζιν, φορέματα δίπλα σε ταγέρ, πουλόβερ δίπλα σε μακό. Δεν βρίσκεις άκρη με τις τάσεις της μόδας. Το ίδιο και με τις ηλικίες. Mεσήλικες αρκετοί, αλλά και εικοσάρηδες, και τριαντάρηδες, και ηλικιωμένοι. Αι γενεαί πάσαι.
Ένα ζευγάρι, γύρω στα εξήντα, περιμένει στη γωνία αμήχανο. Πιο πέρα μια δροσερή παρουσία γύρω στα 30 προσπαθεί να αποφύγει το βλέμμα μου. Παρατηρώ έναν κομψό γενειοφόρο να κοιτάζει μια το ρολόι του και μια την είσοδο, απ'όπου μπαίνουν με γοργό βήμα οι αργοπορημένοι. Κι ένας ατημέλητος 20χρονος ακολουθεί τους κοστουμαρισμένους γονείς του στα ενδότερα του Μεγάρου.
Πιάνω την κουβέντα με τον κόσμο. Όλοι έχουν δει ταινίες του, γελούν με τα αστεία του, τους αρέσει η μουσική υπόκρουση που χρησιμοποιεί. Πολλοί είναι περισσότερο υποψιασμένοι. Τον έχουν δει να παίζει στη Νέα Υόρκη, ή έχουν ακούσει το δίσκο του. “Μα δεν είναι υπερτιμημένος ως μουσικός;” ρωτώ το Γρηγόρη, 23, σκηνοθέτη, συλλέκτη CD και κατά καιρούς DJ. “Προφανώς είναι υπερτιμημένος”, λέει. “Αλλά είναι ο Γούντι Άλεν και αξίζει να τον δει κανείς”.
Βγαίνω στο προαύλιο. Κάποιοι αργοπορημένοι τρέχουν να προλάβουν. Πιάνω κουβέντα με δύο αξιωματικούς υπηρεσίας που φρουρούν την εξωτερική είσοδο. Όπως σε κάθε μεγάλη εκδήλωση του Μεγάρου, έχουν ληφθεί έκτακτα μέτρα ασφάλειας και ρύθμισης της κυκλοφορίας. “Δεν θα θέλαμε να συμβεί κάτι και οπωσδήποτε να δοθεί διάσταση λόγω του Γούντι Άλλεν», λέει ο ένας. «Έχουμε πολλούς επισήμους, ήταν να έρθει και ο πρωθυπουργός”. “Και δεν θα έρθει»; “Όχι, αφού δεν έχει έρθει ακόμα, δεν θα έρθει”.
Τον ρωτώ αν θα ήθελε να βρίσκεται στην αίθουσα αντί να δουλεύει στο πεζοδρόμιο. “Τι να μπω να κάνω;”, λέει. “Αν ήταν ο Μπάμπης Τσέρτος, να πήγαινα”. Ο αστυνομικός, αντιλαμβάνομαι, είναι του ρεμπέτικου. Του ρεμπέτικου και του δημοτικού. “Να βάλουν το Βασιλόπουλο με το κλαρίνο”, λέει. “Αυτά είναι για μας”. Μα κλαρινέτο δεν παίζει και ο Γούντι Άλεν; Τι κλαρινέτο, τι κλαρίνο; Για τη Νέα Ορλεάνη η τζαζ είναι ό,τι και για μας τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά. Γιατί να είμαστε κλειστοί; “Σωστό είναι αυτό”, συγκατανεύει. “Και δικοί μας ρεμπέτες έχουν πάρει στοιχεία από τον Τζίμι Χέντριξ. Έτσι έχω ακούσει, δεν το ξέρω δηλαδή. Οι μουσικοί μπορούν να χρησιμοποιούν πράγματα ο ένας του άλλου. Κάποιος, ας πούμε, μπορεί να βάλει στίχους του Μπετόβεν”. Μεγάλος ποιητής, που θά'λεγε η Άντζελα.
Αφήνω τη μουσικολογική ανάλυση και προχωρώ σε ερωτήσεις ουσίας. “Εσείς που είδατε το Γούντι από κοντά στο Κινγκ Τζορτζ, όπου έφτασε το απόγευμα για να καταλύσει, πώς είναι από κοντά;” “Κοντός* τόσος”, μου λέει ο άλλος αστυνομικός, και δείχνει κάπου χαμηλά, λίγο πάνω από τη μέση του. “Και ηλικιωμένος. Πώς το λένε; υπερεβδομηκονταε…, υπερεβδομηκοντούτης”, συμπληρώνει ο συνάδελφος. “Ηταν και η σύζυγός του μαζί;”, ρωτώ. Λάθος ερώτηση. Αλλάζουν ύφος και αρχίζουν τα εμείς δεν ξέρουμε, εμείς τον κόσμο προσέχαμε μη γίνει τίποτα και τρέχουμε, μάτια για τα άλλα δεν είχαμε, όλοι καλοί είναι. Να δεις που δεν εγκρίνουν τη σχέση του Γούντι με τη Σουν Γι, τη θετή κόρη του από το γάμο του με τη Μία Φάροου.
Πιο πίσω φρουρεί άγρυπνα το νέο αίμα της ελληνικής αστυνομίας. Η Μαρία και ο Γιώργος, και οι δύο στα 20 και με μόλις ενάμιση μήνα στο σώμα. Αυτοί δεν θα ήθελαν να είναι στη συναυλία; “Δεν είναι το στυλ της μουσικής που ακούω”, λέει ο Γιώργος. “Δεν ξέρω και αγγλικά”. “Μα δεν θα τραγουδήσει, κλαρινέτο θα παίξει”, παρατηρώ. Δεν πτοείται. “Ως ηθοποιός είναι καλός, ευφυής. Αλλά εγώ ακούω ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, δεν ακούω ξένα”, λέει.
Και η Μαρία τι ακούει; “Ψιλοροκιές”, λέει κλείνοντας το μάτι. “Ντιπ Πέρπλ, Σκόρπιονς, μπαλάντες”. “Αναρχικά ακούσματα για αστυνομικό”, παρατηρώ. Πώς τα συνδυάζει;
“Μη νομίζεις”, επεμβαίνει ο Γιώργος. “Αστυνομικοί είμαστε οκτώ ώρες τη μέρα. Τις υπόλοιπες δεκάξι είμαστε και μεις άνθρωποι”. “Εμένα δε μου λέει τίποτα η τζαζ κι αυτά, αλλά δεν είμαι κολημένη”, λέει η Μαρία. “Ακούω Μαντόνα, ακούω Ρουβά”. Επιτέλους, ελληνική αστυνομία ανοιχτή, χωρίς παρωπίδες.
Τους αφήνω και μπαίνω μέσα. Πλησιάζω τις δύο υπαλλήλους του Μεγάρου, που πριν έκοβαν τα εισιτήρια στο βάθος της αίθουσας. Την Μαρία, 33, και την Ελένη, 43. Τις ρωτώ για το κοινό, αν είναι διαφορετικό από άλλες εκδηλώσεις. “Είχε πολλούς 40άρηδες”, μου λένε. “Είναι αυτοί που όταν ήταν στα 30 τους, ο Γούντι Αλεν ήταν στα πάνω του. Η γερουσία δεν θα έρθει, όπως έρχεται σε κλασσική μουσική”. “Είχε και μικρότερους”, λέω, “πέτυχα 20άρηδες”. “Αυτούς τους έφεραν οι γονείς τους, μοντέρνοι κι έτσι”.
Κι αυτές, νέα κορίτσια, δεν θα ήθελαν να είναι μέσα; “Σιγά μην πήγαινα”, λέει η Μαρία. “Εγώ αν ήθελα, μπορούσα να δουλέψω μέσα στην αίθουσα πίσω από τις πόρτες, και να τον ακούσω δωρεάν. Όχι σαν αυτούς που δίνουν τόσα λεφτά. Μου λένε, αχ, μη μας σκίσεις το εισιτήριο, θέλουμε να το κρατήσουμε. Αυτά είναι επαρχιώτικα. Απλά θέλουν να λένε «ήμουν κι εγώ εκεί». Αν έπαιζε την ίδια μουσική άλλος, ούτε που θα έρχονταν”. Αυτό το έχει πει κι ο Γούντι Άλεν, ότι στις συναυλίες του πηγαίνουν επειδή είναι διάσημος από τον κινηματογράφο. “Εμένα δεν μου αρέσει ούτε ως σκηνοθέτης ούτε ως ηθοποιός”, λέει η Μαρία. “Όλο αναλύσεις επί αναλύσεων. Αυτό το νεοϋορκέζικο μπλα μπλα με εκνευρίζει”.
Και η Ελένη εκνευρίζεται από το Γούντι. Για διαφορετικούς λόγους. “Μα είναι δυνατόν να παντρευτεί τη θετή κόρη του;”, λέει. “Απαράδεκτο”. Κι έχει σχέση αυτό με τη μουσική που παίζει; “Έχει”, επιμένει. “Το προσωπικό καπελώνει τα υπόλοιπα. Είναι σεξιστής. Άσε και το άλλο”. Ποιο άλλο; “Είναι...”, λέει και μου κλείνει το μάτι. Τι βρε παιδιά; “Εβραίος”, μου λέει χαμηλόφωνα. “Αυτός σεξιστής, εσύ ρατσίστρια”, της λέει η Μαρία.
Νιώθω μια πίεση χαμηλά στο στομάχι και κατεβαίνω στο υπόγειο, στις τουαλέτες. Ευκαιρία να κάνω έρευνα. Αν θες να καταλάβεις ένα χώρο, πρέπει να δεις τις τουαλέτες του. Και οι τουαλέτες του Μεγάρου αστράφτουν από καθαριότητα. Αυτό οφείλεται στην κ. Ελένη, ετών 46. Τη βλέπω να σφουγγαρίζει τις τουαλέτες γυναικών και βρίσκω την ευκαιρία να τη ρωτήσω για το Γούντι Άλεν. “Βεβαίως και μου αρέσει”, λέει. “Μ'αρέσουν οι ταινίες του. Μ'αρέσει και η τζαζ. Αλλά δεν έχω να δώσω τόσα λεφτά”.
Ανεβαίνω και πάλι στο φουαγιέ. Η κ. Ελίζαμπετ, 82, κάθεται στον πάγκο και ακούει κατανυκτικά τη μουσική από το εσωτερικό κύκλωμα του Μεγάρου. Αγαπά τη τζαζ από παλιά. Έχει προλάβει συναυλίες του Λούις Άρμστρονγκ με την Ελα Φιτζέραλντ στην Αγγλία. Σήμερα, λέει, δεν κατάφερε να βρει εισιτήριο και ήρθε να δει το Γούντι από τις τηλεοράσεις του φουαγιέ.
Πιο δίπλα, ένας σγουρομάλλης νεαρός στέκεται όρθιος, χτυπά το πόδι στο ρυθμό της μουσικής, και διαβάζει απορροφημένος ένα βιβλίο. Είναι ο Γιάννης, 19, δευτεροευτής φοιτητής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία. Το σπίτι του στην Ελλάδα βρίσκεται δίπλα στο Μέγαρο* όταν έρχεται για διακοπές και δεν έχει τι να κάνει, όπως σήμερα, τη βγάζει εδώ. Άλλοτε μέσα, όταν το εισιτήριο είναι λογικό, άλλοτε έξω. “Σιγά μη δώσω 200 ευρώ για να δω το Γούντι Άλεν”, λέει. “Στην Αγγλία βλέπω ένα σωρό συναυλίες από μεγάλα συγκροτήματα, και είναι φθηνότερα”. Μου εξηγεί ότι υπάρχουν δυο σχολές κωμωδίας: στην αγγλική, ο κωμικός σατιρίζει τον κόσμο * στην εβραϊκή, σατιρίζει τον κόσμο και τον εαυτό του. Τον ρωτώ τι διαβάζει. Μου δείχνει το βιβλίο. Είναι στα αγγλικά: Ιονέσκο, Ρινόκερως και άλλα θεατρικά. Παράλογο;
Η ώρα έχει περάσει κι ένα σούσουρο απλώνεται στην αίθουσα. Τα βλέμματα στρέφονται στην οθόνη. Ο Γούντι Άλλεν έχει σηκωθεί και συστήνει την ορχήστρα. «Thank you. It's the best experience we had». “Τώρα θα κάνει το φινάλε», λέει εκστασιασμένη μια κυρία στη διπλανή της. Άλλοι βγάζουν κινητά και φωτογραφίζουν τις οθόνες. Χειροκροτήματα ακούγονται. Ο Γούντι αποχαιρετά. Και αρχίζει τα ανκόρ. Μια, δυο, τρεις φορές. «Άντε να τελειώνουμε. Έτσι και ξανασηκωθεί, θα τον πυροβολήσω», ακούω δίπλα μου έναν αστυνομικό να λέει σε συνάδελφό του.
Οι οθόνες κλείνουν. Ο κόσμος έχει αρχίσει να βγαίνει. Ένα ζευγάρι φωτογραφίζεται δίπλα στο πόστερ της συναυλίας. Πηγαδάκια σχηματίζονται. «Μην μου πείτε πως δεν σας άρεσε!», “Α, ήταν κά-τα-πλη-κτι-κο”. Με τονισμό στην πρώτη συλλαβή.
"Γούντι ο τρυποκάρυδος", ακούω να λέει στο συνάδελφό του ο αστυνομικός που φρουρεί το πάρκινγκ του Μεγάρου Μουσικής, καθώς κατηφορίζω την Κόκκαλη για να βγω στη Βασιλίσσης Σοφίας. Είναι 7:45 το βράδυ. Σε τρία τέταρτα ο Γούντι θα ανέβει στη σκηνή του Μεγάρου, πρώτη του φορά σε ελληνική αίθουσα, για να παίξει με το κλαρινέτο του μελωδίες τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Τα εισιτήρια, από 150 μέχρι και 300 ευρώ, είναι ακριβότερα από άλλες πόλεις της ευρωπαϊκής περιοδείας του. Αλλά έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Ποιοί είναι αυτοί που γεμίζουν το Μέγαρο για να ακούσουν κάποιον που δηλώνει ότι, αν έβγαζε το ψωμί του από το κλαρινέτο, θα πέθαινε της πείνας;
Το φουαγιέ είναι ήδη γεμάτο. Ετερόκλητος κόσμος. Κοστούμια δίπλα σε τζιν, φορέματα δίπλα σε ταγέρ, πουλόβερ δίπλα σε μακό. Δεν βρίσκεις άκρη με τις τάσεις της μόδας. Το ίδιο και με τις ηλικίες. Mεσήλικες αρκετοί, αλλά και εικοσάρηδες, και τριαντάρηδες, και ηλικιωμένοι. Αι γενεαί πάσαι.
Ένα ζευγάρι, γύρω στα εξήντα, περιμένει στη γωνία αμήχανο. Πιο πέρα μια δροσερή παρουσία γύρω στα 30 προσπαθεί να αποφύγει το βλέμμα μου. Παρατηρώ έναν κομψό γενειοφόρο να κοιτάζει μια το ρολόι του και μια την είσοδο, απ'όπου μπαίνουν με γοργό βήμα οι αργοπορημένοι. Κι ένας ατημέλητος 20χρονος ακολουθεί τους κοστουμαρισμένους γονείς του στα ενδότερα του Μεγάρου.
Πιάνω την κουβέντα με τον κόσμο. Όλοι έχουν δει ταινίες του, γελούν με τα αστεία του, τους αρέσει η μουσική υπόκρουση που χρησιμοποιεί. Πολλοί είναι περισσότερο υποψιασμένοι. Τον έχουν δει να παίζει στη Νέα Υόρκη, ή έχουν ακούσει το δίσκο του. “Μα δεν είναι υπερτιμημένος ως μουσικός;” ρωτώ το Γρηγόρη, 23, σκηνοθέτη, συλλέκτη CD και κατά καιρούς DJ. “Προφανώς είναι υπερτιμημένος”, λέει. “Αλλά είναι ο Γούντι Άλεν και αξίζει να τον δει κανείς”.
Βγαίνω στο προαύλιο. Κάποιοι αργοπορημένοι τρέχουν να προλάβουν. Πιάνω κουβέντα με δύο αξιωματικούς υπηρεσίας που φρουρούν την εξωτερική είσοδο. Όπως σε κάθε μεγάλη εκδήλωση του Μεγάρου, έχουν ληφθεί έκτακτα μέτρα ασφάλειας και ρύθμισης της κυκλοφορίας. “Δεν θα θέλαμε να συμβεί κάτι και οπωσδήποτε να δοθεί διάσταση λόγω του Γούντι Άλλεν», λέει ο ένας. «Έχουμε πολλούς επισήμους, ήταν να έρθει και ο πρωθυπουργός”. “Και δεν θα έρθει»; “Όχι, αφού δεν έχει έρθει ακόμα, δεν θα έρθει”.
Τον ρωτώ αν θα ήθελε να βρίσκεται στην αίθουσα αντί να δουλεύει στο πεζοδρόμιο. “Τι να μπω να κάνω;”, λέει. “Αν ήταν ο Μπάμπης Τσέρτος, να πήγαινα”. Ο αστυνομικός, αντιλαμβάνομαι, είναι του ρεμπέτικου. Του ρεμπέτικου και του δημοτικού. “Να βάλουν το Βασιλόπουλο με το κλαρίνο”, λέει. “Αυτά είναι για μας”. Μα κλαρινέτο δεν παίζει και ο Γούντι Άλεν; Τι κλαρινέτο, τι κλαρίνο; Για τη Νέα Ορλεάνη η τζαζ είναι ό,τι και για μας τα ρεμπέτικα και τα δημοτικά. Γιατί να είμαστε κλειστοί; “Σωστό είναι αυτό”, συγκατανεύει. “Και δικοί μας ρεμπέτες έχουν πάρει στοιχεία από τον Τζίμι Χέντριξ. Έτσι έχω ακούσει, δεν το ξέρω δηλαδή. Οι μουσικοί μπορούν να χρησιμοποιούν πράγματα ο ένας του άλλου. Κάποιος, ας πούμε, μπορεί να βάλει στίχους του Μπετόβεν”. Μεγάλος ποιητής, που θά'λεγε η Άντζελα.
Αφήνω τη μουσικολογική ανάλυση και προχωρώ σε ερωτήσεις ουσίας. “Εσείς που είδατε το Γούντι από κοντά στο Κινγκ Τζορτζ, όπου έφτασε το απόγευμα για να καταλύσει, πώς είναι από κοντά;” “Κοντός* τόσος”, μου λέει ο άλλος αστυνομικός, και δείχνει κάπου χαμηλά, λίγο πάνω από τη μέση του. “Και ηλικιωμένος. Πώς το λένε; υπερεβδομηκονταε…, υπερεβδομηκοντούτης”, συμπληρώνει ο συνάδελφος. “Ηταν και η σύζυγός του μαζί;”, ρωτώ. Λάθος ερώτηση. Αλλάζουν ύφος και αρχίζουν τα εμείς δεν ξέρουμε, εμείς τον κόσμο προσέχαμε μη γίνει τίποτα και τρέχουμε, μάτια για τα άλλα δεν είχαμε, όλοι καλοί είναι. Να δεις που δεν εγκρίνουν τη σχέση του Γούντι με τη Σουν Γι, τη θετή κόρη του από το γάμο του με τη Μία Φάροου.
Πιο πίσω φρουρεί άγρυπνα το νέο αίμα της ελληνικής αστυνομίας. Η Μαρία και ο Γιώργος, και οι δύο στα 20 και με μόλις ενάμιση μήνα στο σώμα. Αυτοί δεν θα ήθελαν να είναι στη συναυλία; “Δεν είναι το στυλ της μουσικής που ακούω”, λέει ο Γιώργος. “Δεν ξέρω και αγγλικά”. “Μα δεν θα τραγουδήσει, κλαρινέτο θα παίξει”, παρατηρώ. Δεν πτοείται. “Ως ηθοποιός είναι καλός, ευφυής. Αλλά εγώ ακούω ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, δεν ακούω ξένα”, λέει.
Και η Μαρία τι ακούει; “Ψιλοροκιές”, λέει κλείνοντας το μάτι. “Ντιπ Πέρπλ, Σκόρπιονς, μπαλάντες”. “Αναρχικά ακούσματα για αστυνομικό”, παρατηρώ. Πώς τα συνδυάζει;
“Μη νομίζεις”, επεμβαίνει ο Γιώργος. “Αστυνομικοί είμαστε οκτώ ώρες τη μέρα. Τις υπόλοιπες δεκάξι είμαστε και μεις άνθρωποι”. “Εμένα δε μου λέει τίποτα η τζαζ κι αυτά, αλλά δεν είμαι κολημένη”, λέει η Μαρία. “Ακούω Μαντόνα, ακούω Ρουβά”. Επιτέλους, ελληνική αστυνομία ανοιχτή, χωρίς παρωπίδες.
Τους αφήνω και μπαίνω μέσα. Πλησιάζω τις δύο υπαλλήλους του Μεγάρου, που πριν έκοβαν τα εισιτήρια στο βάθος της αίθουσας. Την Μαρία, 33, και την Ελένη, 43. Τις ρωτώ για το κοινό, αν είναι διαφορετικό από άλλες εκδηλώσεις. “Είχε πολλούς 40άρηδες”, μου λένε. “Είναι αυτοί που όταν ήταν στα 30 τους, ο Γούντι Αλεν ήταν στα πάνω του. Η γερουσία δεν θα έρθει, όπως έρχεται σε κλασσική μουσική”. “Είχε και μικρότερους”, λέω, “πέτυχα 20άρηδες”. “Αυτούς τους έφεραν οι γονείς τους, μοντέρνοι κι έτσι”.
Κι αυτές, νέα κορίτσια, δεν θα ήθελαν να είναι μέσα; “Σιγά μην πήγαινα”, λέει η Μαρία. “Εγώ αν ήθελα, μπορούσα να δουλέψω μέσα στην αίθουσα πίσω από τις πόρτες, και να τον ακούσω δωρεάν. Όχι σαν αυτούς που δίνουν τόσα λεφτά. Μου λένε, αχ, μη μας σκίσεις το εισιτήριο, θέλουμε να το κρατήσουμε. Αυτά είναι επαρχιώτικα. Απλά θέλουν να λένε «ήμουν κι εγώ εκεί». Αν έπαιζε την ίδια μουσική άλλος, ούτε που θα έρχονταν”. Αυτό το έχει πει κι ο Γούντι Άλεν, ότι στις συναυλίες του πηγαίνουν επειδή είναι διάσημος από τον κινηματογράφο. “Εμένα δεν μου αρέσει ούτε ως σκηνοθέτης ούτε ως ηθοποιός”, λέει η Μαρία. “Όλο αναλύσεις επί αναλύσεων. Αυτό το νεοϋορκέζικο μπλα μπλα με εκνευρίζει”.
Και η Ελένη εκνευρίζεται από το Γούντι. Για διαφορετικούς λόγους. “Μα είναι δυνατόν να παντρευτεί τη θετή κόρη του;”, λέει. “Απαράδεκτο”. Κι έχει σχέση αυτό με τη μουσική που παίζει; “Έχει”, επιμένει. “Το προσωπικό καπελώνει τα υπόλοιπα. Είναι σεξιστής. Άσε και το άλλο”. Ποιο άλλο; “Είναι...”, λέει και μου κλείνει το μάτι. Τι βρε παιδιά; “Εβραίος”, μου λέει χαμηλόφωνα. “Αυτός σεξιστής, εσύ ρατσίστρια”, της λέει η Μαρία.
Νιώθω μια πίεση χαμηλά στο στομάχι και κατεβαίνω στο υπόγειο, στις τουαλέτες. Ευκαιρία να κάνω έρευνα. Αν θες να καταλάβεις ένα χώρο, πρέπει να δεις τις τουαλέτες του. Και οι τουαλέτες του Μεγάρου αστράφτουν από καθαριότητα. Αυτό οφείλεται στην κ. Ελένη, ετών 46. Τη βλέπω να σφουγγαρίζει τις τουαλέτες γυναικών και βρίσκω την ευκαιρία να τη ρωτήσω για το Γούντι Άλεν. “Βεβαίως και μου αρέσει”, λέει. “Μ'αρέσουν οι ταινίες του. Μ'αρέσει και η τζαζ. Αλλά δεν έχω να δώσω τόσα λεφτά”.
Ανεβαίνω και πάλι στο φουαγιέ. Η κ. Ελίζαμπετ, 82, κάθεται στον πάγκο και ακούει κατανυκτικά τη μουσική από το εσωτερικό κύκλωμα του Μεγάρου. Αγαπά τη τζαζ από παλιά. Έχει προλάβει συναυλίες του Λούις Άρμστρονγκ με την Ελα Φιτζέραλντ στην Αγγλία. Σήμερα, λέει, δεν κατάφερε να βρει εισιτήριο και ήρθε να δει το Γούντι από τις τηλεοράσεις του φουαγιέ.
Πιο δίπλα, ένας σγουρομάλλης νεαρός στέκεται όρθιος, χτυπά το πόδι στο ρυθμό της μουσικής, και διαβάζει απορροφημένος ένα βιβλίο. Είναι ο Γιάννης, 19, δευτεροευτής φοιτητής αρχιτεκτονικής στην Αγγλία. Το σπίτι του στην Ελλάδα βρίσκεται δίπλα στο Μέγαρο* όταν έρχεται για διακοπές και δεν έχει τι να κάνει, όπως σήμερα, τη βγάζει εδώ. Άλλοτε μέσα, όταν το εισιτήριο είναι λογικό, άλλοτε έξω. “Σιγά μη δώσω 200 ευρώ για να δω το Γούντι Άλεν”, λέει. “Στην Αγγλία βλέπω ένα σωρό συναυλίες από μεγάλα συγκροτήματα, και είναι φθηνότερα”. Μου εξηγεί ότι υπάρχουν δυο σχολές κωμωδίας: στην αγγλική, ο κωμικός σατιρίζει τον κόσμο * στην εβραϊκή, σατιρίζει τον κόσμο και τον εαυτό του. Τον ρωτώ τι διαβάζει. Μου δείχνει το βιβλίο. Είναι στα αγγλικά: Ιονέσκο, Ρινόκερως και άλλα θεατρικά. Παράλογο;
Η ώρα έχει περάσει κι ένα σούσουρο απλώνεται στην αίθουσα. Τα βλέμματα στρέφονται στην οθόνη. Ο Γούντι Άλλεν έχει σηκωθεί και συστήνει την ορχήστρα. «Thank you. It's the best experience we had». “Τώρα θα κάνει το φινάλε», λέει εκστασιασμένη μια κυρία στη διπλανή της. Άλλοι βγάζουν κινητά και φωτογραφίζουν τις οθόνες. Χειροκροτήματα ακούγονται. Ο Γούντι αποχαιρετά. Και αρχίζει τα ανκόρ. Μια, δυο, τρεις φορές. «Άντε να τελειώνουμε. Έτσι και ξανασηκωθεί, θα τον πυροβολήσω», ακούω δίπλα μου έναν αστυνομικό να λέει σε συνάδελφό του.
Οι οθόνες κλείνουν. Ο κόσμος έχει αρχίσει να βγαίνει. Ένα ζευγάρι φωτογραφίζεται δίπλα στο πόστερ της συναυλίας. Πηγαδάκια σχηματίζονται. «Μην μου πείτε πως δεν σας άρεσε!», “Α, ήταν κά-τα-πλη-κτι-κο”. Με τονισμό στην πρώτη συλλαβή.
-*-