[Εψιλον, 6/11/05]
Αν αυτές τις μέρες πετύχετε στην Αθήνα τον Τζόναθαν Κόου (Jonathan Coe), που βρίσκεται στην πόλη με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου του μυθιστορήματος «Κλειστός Κύκλος» στα ελληνικά, ρωτήστε τον γιατί γράφει. Είναι η ερώτηση που τον ενοχλεί περισσότερο, και το πιθανότερο είναι να την αντιστρέψει και να ρωτήσει: «εσείς γιατί διαβάζετε;».
Πείτε του ότι, στην περίπτωσή του, διαβάζετε διότι γράφει με χιούμορ, επιφυλάσσει ανατροπές κι εκπλήξεις, και δημιουργεί χαρακτήρες που μιλούν και γράφουν σαν εσάς, ή σαν ανθρώπους που έχετε συναντήσει. Πείτε του ότι διαβάζετε για να μάθετε πώς ο νεοφιλελευθερισμός άλλαξε τους ανθρώπους στη Βρετανία, το πώς ζουν και πώς πεθαίνουν, κι έφερε τα πάνω κάτω όπου έχουν βάλει το χέρι τους οι υπέρμαχοι της ανεξέλεγκτης αγοράς. Πείτε του ότι διαβάζετε διότι θεωρείται ο πιο πολιτικός συγγραφέας της γενιάς των 40άρηδων στη Βρετανία, και διότι είναι δύσκολο να σταματήσετε, αφού αρχίσετε τις πρώτες σελίδες.
Τον τίτλο του εθνικού συγγραφέα τον αρνείται ευγενικά. Δεν του αρέσουν οι ετικέτες, κι έπειτα ο λόγος που γράφει για τη Βρετανία του σήμερα, τη Βρετανία που έζησε, είναι ότι δεν έχει ταξιδέψει πολύ εκτός, ούτε γνωρίζει καλά παγκόσμια ιστορία. Τον τίτλο του πολιτικού συγγραφέα τον δέχεται ευκολότερα, αν και δεν είχε ποτέ σκοπό να γράψει πολιτικά μυθιστορήματα. Αυτό που ήθελε ήταν να γράψει για ανθρώπους που μπλέκονται σε καταστάσεις που δεν ελέγχουν. Δεν φταίει αυτός. Η φαντασία του τα φταίει, που όσο αφηνόταν ελεύθερη, τόσο οι ιστορίες μεγάλωναν, και οι καταστάσεις ξέφευγαν από το πλαίσιο των προσωπικών συναναστροφών και απλώνονταν στο πεδίο του πολιτικού. «Έγινε αναγκαίο ν’αρχίσω να ζωγραφίζω το κοινωνικό φόντο σε μια κλίμακα που κατέληξε πανοραμική», λέει. «Από τη στιγμή που αρχίζεις να γράφεις για τις κοινωνικές επαφές των ανθρώπινων όντων, βρίσκεσαι στην περιοχή της πολιτικής, έτσι δεν είναι»;
Μην τον αφήσετε να ξεφύγει τόσο εύκολα. Έχετε μπροστά σας το συγγραφέα του «Τι ωραίο πλιάτσικο!», του μυθιστορήματος που εδώ και δέκα χρόνια θεωρείται η πιο αστεία και οξυδερκής καταγραφή της θατσερικής δεκαετίας του ’80 στη Βρετανία. Το έγραψε ως αντίδραση σε μια σειρά καταθλιπτικών μυθιστορημάτων για το Θατσερισμό, τα οποία τον έβρισκαν σύμφωνο πολιτικά, αλλά ως αναγνώστη τον άφηναν παγερά αδιάφορο. Ήθελε να γράψει ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, το οποίο, μέσα από το ρυθμό και την καλοστημένη δομή του, θα ήταν απολαυστικό. «Η δεκαετία του ’80 ήταν έντονη, ενεργητική, ανελέητη, δυναμική», λέει. «Δεν υπήρχε λόγος να μην διοχετευτεί ένα μέρος αυτής της ενέργειας στο μυθιστόρημα, ακόμα κι αν έγραψα για όλα αυτά με αποδοκιμασία».
Η λέξη «αποδοκιμασία» είναι λίγη. Η λέξη «οργή» περιγράφει καλύτερα τα συναισθήματά του, όταν, για παράδειγμα, χαρακτηρίζει τη Μάργκαρετ Θάτσερ (που στο βιβλίο εμφανίζεται να προξενεί ερωτικά ρίγη σ’ένα βουλευτή αμφιλεγόμενων πνευματικών ικανοτήτων) «επαρχιώτικης νοοτροπίας, στενόμυαλη, χωρίς φαντασία, ανίκανη να συναισθανθεί πώς νιώθουν όσοι δεν συμμερίζονται τις αξίες της». Αυτά συνδυασμένα με «μια μανιώδη αυστηρότητα και αποτελεσματικότητα που είναι η άλλη όψη της σκληρότητας». Βαριά λόγια για μια Σιδηρά Κυρία.
Αλλά σημασία δεν έχει το πρόσωπο. Σημασία έχει η πολιτική της. Σήμερα, 15 χρόνια από τότε που η Θάτσερ εξαναγκάστηκε από το ίδιο της το κόμμα σε παραίτηση, ο Θατσερισμός είναι ισχυρότερος από ποτέ, λέει ο Κόου, χάρη στην πολιτική του Τόνι Μπλερ και των Νέων Εργατικών, που έχουν διακόψει κάθε δεσμό με το Εργατικό κόμμα του ’70 και ’80. Όπως το Νέο ΠΑΣΟΚ με την 3η του Σεπτέμβρη. Μπορείτε να πείτε ότι οι εποχές αλλάζουν κι ότι, σε νεοπασοκική ορολογία, απαιτούνται ριζοσπαστικές τομές. Ο Κόου θα πει ότι κακώς η έλλειψη συνέχειας συγχέεται με το ριζοσπαστισμό. «Έχουμε δικαίωμα να αναζητούμε τη συνέχεια στην πολιτική. Μας επιτρέπει να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε».
Ο «Κύκλος» αφηγείται τη ζωή μιας παρέας 40άρηδων στη Βρετανία του Μπλερ, από την Πρωτοχρονιά του 2000 ως το 2003, μ’ένα μικρό άλμα προς μια απροσδιόριστη χρονιά στο μέλλον. Στο φόντο, επιχειρήσεις συγχωνεύονται, εργαζόμενοι ονομάζονται «πλεονάζον προσωπικό» και απολύονται, κι ένα μπουκάλι νερό στα εστιατόρια στο Τσέλσι του Λονδίνου στοιχίζει περισσότερο από το βασικό ωρομίσθιο. Προσθέστε στο πανόραμα την 11η Σεπτεμβρίου, τον πόλεμο στο Ιράκ, και τα θαύματα της νέας τεχνολογίας: λάπτοπ, κινητά, e-mail. Ο Τζόναθαν Κόου δεν είναι αχάριστος. Λέει ότι ζει άνετα κι ευτυχισμένα στη σημερινή Βρετανία, μόνο που δεν μπορεί να την αγαπήσει. «Υπερβολικά κυνική, πολύξερη, ειρωνική, χωρίς πραγματικές αξίες και νόημα – κλισέ όλα αυτά, το ξέρω, αλλά είναι αλήθεια».
Αυτά παθαίνει κανείς όταν εμπιστεύεται τον έρωτα των Θάτσερ και Μπλερ για την ελεύθερη αγορά, λέει, αν και δέχεται ότι οι απόψεις του είναι περισσότερο προϊόν διαίσθησης παρά συστηματικής ανάλυσης. «Το μυαλό μου λειτουργεί καλύτερα με τη φαντασία παρά με την αναλυτική λογική. Ίσως είμαι ‘πολιτικός συγγραφέας’, αλλά σίγουρα δεν είμαι πολιτικός στοχαστής».
Ο «Κύκλος» είναι η συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματός του, της «Λέσχης των Τιποτένιων» (προτιμά να τα αντιμετωπίζει ως ένα ενιαίο μεγάλο μυθιστόρημα), που μεταφέρει τη ζωή των ηρώων στη δεκαετία του ’70, από τη στιγμή που μπαίνουν στην εφηβεία ως την ενηλικίωση. «Είναι μια δεκαετία που με γοητεύει και μου προξενεί ανάμεικτα συναισθήματα», λέει. «Γιατί τότε, έφηβος, είχα όλες τις εμπειρίες των συναρπαστικών ανακαλύψεων της ηλικίας, και την ίδια στιγμή, πολιτικά, ήταν μια στάσιμη δεκαετία αντιπαραθέσεων για τη Βρετανία».
Περίεργα χρόνια. Στο φόντο, η μουσική πανκ παίρνει τη σκυτάλη από τη ροκ, τα πρώτα μαγνητόφωνα εμφανίζονται, και τα μουσικά περιοδικά είναι γεμάτα προσωπικές αγγελίες («Φρικιό –20- ζητά θηλυκό –16+- για σχέση. Ακούει Quo και Zep»). Στην πολιτική σκηνή, το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται στις δόξες του, όπως και ο ΙΡΑ, που τοποθετεί τις βόμβες του, και οι ακροδεξιές ομάδες, που ζητούν ανοιχτά να φύγουν οι μετανάστες και στην πορεία ξαποστέλνουν μερικούς. «Ο κόσμος ξεχνά τι ήταν τα σέβεντις», λέει ένας από τους ήρωες, όταν ως δημοσιογράφος αργότερα θα γράψει μια ανασκόπηση. «Νομίζουν ότι ήταν όλο φαρδείς γιακάδες και γκλαμ ροκ… και ξεχνούν την άγρια παραδοξότητα της δεκαετίας, τα παράξενα που συνέβαιναν συνεχώς».
Είναι το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κόου. Οι ήρωες ζουν στο Μπέρμιγχαμ, μια επαρχιακή πόλη της βόρειας Αγγλίας. Οι Λονδρέζοι προτιμούν να την αγνοούν, αλλά θεωρείται η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Βρετανίας. Ο Κόου γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, σ’ένα προάστιο που απαθανατίστηκε ως «Χόμπιτον πέρα από το νερό» από τον Τόλκιεν, που έζησε τα μαθητικά του χρόνια στο Μπέρμιγχαμ. Κατά μία έννοια ο Κόου ποτέ δεν εγκατέλειψε την πόλη, αν και τα τελευταία 19 χρόνια ζει στο Λονδίνο. «Η «Λέσχη» μου δημιούργησε ένα αίσθημα ανακούφισης», λέει, «γιατί ένιωσα ότι ξαναβρήκα την ταυτότητά μου στην επαρχιακή φωνή των ηρώων. Το ότι είχα τη δυνατότητα να βάλω τα τοπωνύμια της περιοχής σ’ένα βιβλίο ήταν πολύ απελευθερωτικό και βολικό».
Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, κάτι που στον κύκλο των συγγραφέων θεωρείται μειονέκτημα, όπως λέει με βρετανικό φλέγμα: «Δεν σου δίνει αρκετό υλικό να γράψεις, δεν έχεις αρκετούς δαίμονες να ξορκίσεις». Η οικογένειά του ήταν μεσοαστική, συντηρητικών αρχών, υπέρ της τάξης και της ασφάλειας, και εναντίον των συνδικάτων που απειλούσαν την ευημερία της χώρας. Ο μικρός Τζόναθαν συνόδευε τακτικά τη μητέρα του στην εκκλησία, δεν είχε πολλά πολλά με το άλλο φύλο, και πολιτικά συμπαθούσε τους συντηρητικούς Τόρις. Τότε δεν παρακολουθούσε και πολύ τις πολιτικές εξελίξεις, διότι άκουγε δίσκους ορχηστρικής ροκ στο δωμάτιό του, και διάβαζε για το σχολείο. Αν ήταν στην Ελλάδα, θα είχε όλες τις προϋποθέσεις για ν’ακολουθήσει λαμπρή καριέρα στην ιεραρχία της Εκκλησίας.
Άλλωστε, ο Μπεν, ο κεντρικός ήρωας της «Λέσχης», δημιουργημένος από τον Κόου καθ’εικόνα και ομοίωση, αφιερώνεται στην προσευχή και τα θεία, όταν ως εκ θαύματος ο Θεός του φανερώνεται στα αποδυτήρια του σχολείου. Εκείνη την ημέρα είχε ξεχάσει το μαγιό του, και στο μάθημα της γυμναστικής θα έπρεπε να κολυμπήσει γυμνός μπροστά σε όλους για παραδειγματισμό. Ο Μπεν, ντροπαλός και ευαίσθητος, κρύβεται πανικόβλητος στα αποδυτήρια, όπου ο καλός Θεός ακούει τις προσευχές του και του στέλνει από το πουθενά ένα μαγιό. Ο Κόου λέει ότι εμπνεύστηκε το περιστατικό από την αυστηρότητα του δικού του σχολείου, που εφάρμοζε απαρέγκλιτα τέτοιες τιμωρίες, και θυμάται ότι ο ίδιος έτρεμε στην ιδέα μην ξεχάσει το μαγιό του – ίσως δεν ήταν και τόσο ανέφελη η παιδική του ηλικία. Ευτυχώς, δεν το ξέχασε ποτέ, κι έτσι η Εκκλησία της Αγγλίας έχασε έναν δυνάμει αρχιεπίσκοπο, αλλά η λογοτεχνία κέρδισε ένα συγγραφέα.
Μεγάλη σχέση με την λογοτεχνία η οικογένειά του δεν είχε, όμως ο αγαπημένος του παππούς από την πλευρά της μητέρας του τού γνώρισε τα βιβλία του Π. Γούντχάουζ, που θεωρείται ο μεγαλύτερος Βρετανός συγγραφέας μετά το Ντίκενς, και του Κόναν Ντόιλ, του δημιουργού του Σέρλοκ Χολμς. Σε ηλικία 8 ετών, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειακών διακοπών στις ακτές της Νέας Ουαλίας κλεισμένος στο τροχόσπιτο, κατάφερε να γράψει την πρώτη του μεγάλη ιστορία, το «Κάστρο της Δυστυχίας». Την έχει κρατήσει και τη δείχνει στους επισκέπτες του, 180 σελίδες δακτυλογραφημένες από τη γραμματέα του πατέρα του, γεμάτες με απότομους γκρεμούς και παράξενα ιστορικά στοιχεία.
Αργότερα, στα 16 του, ανακάλυψε το συγγραφέα που τον επηρέασε περισσότερο απ’όλους, το Χένρι Φίλντινγκ, γνωστό για τα σατιρικά μυθιστορήματα που έγραψε το 18ο αιώνα. «Ήταν αυτός που έφερε τα πάνω κάτω στο γράψιμό μου», λέει. «Μ’έβαλε στο δρόμο που ακολούθησα έκτοτε». Του το ξεπλήρωσε επιλέγοντάς τον ως θέμα της διδακτορικής διατριβής του στο Τρίνιτι, το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου άρχισε ως φοιτητής να συμμετέχει στις πρώτες διαδηλώσεις εναντίον της Θάτσερ.
Μια περίεργη ιστορία, που έχει συμπεριλάβει στο «Άγγιγμα της Αγάπης» και στο «Πλιάτσικο», συνέβη εκείνη την περίοδο: σε προχωρημένο στάδιο κατάθλιψης, διότι ο Φίλντινγκ δεν αποδείχτηκε συνεργάσιμος και το διδακτορικό είχε καθυστερήσει, έβαλε στο φούρνο ένα πακέτο κατεψυγμένων λουκάνικων με πουρέ. Ψάχνοντας για ιδέες, ανακάλυψε στη συσκευασία, κάτω από τον τίτλο «Προτάσεις σερβιρίσματος», την εικόνα ενός πιάτου, το μισό με λουκάνικα, το άλλο μισό με πουρέ. Ήταν απ’αυτές τις εικόνες που σε συγκλονίζουν χωρίς να ξέρεις γιατί. Η κατάθλιψη πέρασε αμέσως, δίνοντας χώρο στη μανία, και ο Κόου ξέσπασε σε ό,τι υπήρχε πρόχειρο στην κουζίνα. Σήμερα λέει ότι ήταν λιγάκι υπερβολικός, αλλά ένιωσε πως το κουτί απευθυνόταν σε ανθρώπους σαν κι αυτόν, που, αν έβλεπαν στην εικόνα λίγο μαϊντανό για γαρνίρισμα, θα είχαν τηλεφωνήσει στην εταιρεία να ρωτήσουν πού βρέθηκε ο μαϊντανός.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κι αυτό δεν ήταν τίποτα. Σχεδόν σε κάθε βιβλίο του ο κεντρικός ήρωας είναι συγγραφέας και υποφέρει από χρόνιο μπλοκάρισμα. Εξαιτίας του μπλοκαρίσματος, περνά τον καιρό του απομονωμένος από τον κόσμο, αξύριστος και άπλυτος, μ’ένα μπουκάλι αλκοόλ στο ένα χέρι και το τηλεκοντρόλ στο άλλο. Μάλιστα, στον «Κύκλο» ο Μπεν φτάνει την τέχνη της κατάθλιψης σε νέα ύψη: «εθίστηκε σε πορνό στο Ιντερνετ και άρχισε να χάνεται σε αυτοερωτικές πρακτικές που συμπεριλάμβαναν κρεμάστρες παλτών, παγωτό Μπεν και Τζέρις, τη δερμάτινη ζώνη του παντελονιού του και μια σπάτουλα». Ο Κόου δεν αποκαλύπτει αν το απόσπασμα είναι αυτοβιογραφικό, αλλά λέει ότι ο ίδιος, σε αντίθεση με το Μπεν, συνέχισε πεισματικά να γράφει, παρά τις δυσκολίες.
Ως τα 25 είχε γράψει τρία μυθιστορήματα, χωρίς να καταφέρει να εκδώσει κανένα. Ο αγαπημένος του παππούς, που έπεσε άρρωστος με καρκίνο του προστάτη, τον συμβούλεψε να βρει μια καλή θέση διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο και να αφήσει το γράψιμο για πολύ, πολύ καιρό. Είχε δίκιο, λέει, αν και χαίρεται που δεν τον άκουσε. «Η πίστη του συγγραφέα στον εαυτό του έχει κάτι παιδικό στην ένταση και το πείσμα της».
Κατάφερε να εκδώσει ένα μυθιστόρημα, την «Τυχαία Γυναίκα», το μόνο βιβλίο του με ήρωα γυναίκα, που απέτυχε παταγωδώς στις πωλήσεις, και για λίγο εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο διορθώνοντας χειρόγραφα. Ήταν τόσο βαρετή δουλειά, που στο τέλος της ημέρας δεν έβλεπε την ώρα να στρωθεί στο γράψιμο για να κρατήσει το μυαλό του ζωντανό. Μέχρι που γνώρισε τη Τζανίν, την κοπέλα στο απέναντι γραφείο, και μαζί ανέπτυξαν μια στρατηγική εναντίον της ανίας. Ο ένας διάβαζε φωναχτά τα χειρόγραφα, ο άλλος έβαζε τα σημεία στίξης. Αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, αλληλοσυμπλήρωση. Άρχισαν να βγαίνουν για ποτό μετά τη δουλειά, και σε έξι μήνες, το 1987, παντρεύτηκαν.
Δύσκολα χρόνια. Άρχισε να γράφει το «Πλιάτσικο» το 1990, χωρίς να έχει εκδότη, ζώντας από το μισθό της Τζανίν και την αμοιβή για δυο βιογραφίες που ανέλαβε, μια για το Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και μία για το Τζέιμς Στιούαρτ. (Ήταν δυο αρπαχτές που δεν έχουν τίποτα από τον εαυτό του, αν και στην Αμερική αυτές οι βιογραφίες πωλούν περισσότερο απ’όλα τα βιβλία του – είναι τρελοί αυτοί οι Αμερικάνοι). Το «Πλιάτσικο» πήρε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί, και πολλή ψυχική ενέργεια. «Είχα το άγχος ότι το βιβλίο ήταν πολύ πιο μεγάλο και πολύπλοκο από ό,τι είχα επιχειρήσει ως τότε, κι ότι μπορεί το ταλέντο μου να μην επαρκούσε για ένα τέτοιο βιβλίο και θα έπρεπε να το εγκαταλείψω, ή θα αποδεικνυόταν στο τέλος ότι δεν κατάφερνε να λειτουργήσει».
Αβάσιμοι φόβοι. Το βιβλίο πήρε διθυραμβικές κριτικές, αν και η επιτυχία στις πωλήσεις ήρθε μετά από ένα χρόνο και οφείλεται στη φήμη που απέκτησε μεταξύ των αναγνωστών. Οι κακές γλώσσες λένε ότι 11 χρόνια και 3 μυθιστορήματα μετά, παραμένει το καλύτερο βιβλίο του. Ότι τα επόμενα μυθιστορήματα υστερούν σε χιούμορ ή σε πολιτική οξυδέρκεια ή και στα δύο. Ότι η προσπάθεια του Κόου να κλείσει τους κύκλους που ανοίγουν οι ιστορίες των πολυάριθμων ηρώων του μοιάζει με προσπάθεια να τετραγωνίσει τον κύκλο κι ότι η πλοκή και οι χαρακτήρες του αρχίζουν να θυμίζουν σαπουνόπερα – σκεφτείτε το Νίκο Φώσκολο να προσαρμόζει το «Κεφάλαιο» για καθημερινή σειρά στην τηλεόραση, ή το Στάθη Τσαγκαρουσιάνο να αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αυγής.
Ίσως και να το διαισθάνεται. Πριν τον «Κύκλο», έγραψε μια βιογραφία που θεωρείται εξαιρετική, για ένα πειραματικό συγγραφέα της δεκαετίας του ’60, τον Μπ. Σ. Τζόνσον. Πριν ο Τζόνσον αυτοκτονήσει στα 38 του, είχε καταλήξει ότι τα μυθιστορήματα δεν έχουν ίχνος αλήθειας κι ότι τα βιβλία, όταν δεν είναι αυτοβιογραφικά, το μόνο που κάνουν είναι να εξαπατούν. Ο Κόου δεν συμμερίζεται αυτές τις απόψεις, αλλά δεν έμεινε ανέπαφος από τη λογοτεχνική συναναστροφή. «Η διαδικασία της συγγραφής της βιογραφίας του Τζόνσον με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι έχουμε πολλές ομοιότητες ως άνθρωποι, γεγονός που δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ως τότε. Μου έδειξε πλευρές του εαυτού μου που αγνοούσα ή που είχα επιλέξει να αγνοήσω».
Τα αποτελέσματα φαίνονται σε ορισμένα αποσπάσματα του «Κύκλου». Κάποια στιγμή που ο Μπεν δεν παίζει με τις κρεμάστρες και τη σπάτουλα, το βάζει σκοπό να ψυχοπλακώσει την ανιψιά του, την μόνη που φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά την απελπισία του: «Είμαι ένας άνδρας μεσόκοπος, μεσοαστός, λευκός, εκπαιδευμένος σε δημόσιο σχολείο και στο Κέιμπριτζ. Δεν έχει κουραστεί ο κόσμος ν’ακούει από ανθρώπους σαν και μένα; Δεν είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε; Δεν είναι ώρα να βγάλουμε το σκασμό, να πάμε παραπέρα, και να κάνουμε χώρο για κάποιον άλλο; Κοροϊδεύω τον εαυτό μου ότι κάνω κάτι σημαντικό; Μήπως μόνο και μόνο ανασκαλεύω τις στάχτες της μικρής μου ζωής, προσπαθώντας να τη μεγεθύνω σε κάτι σημαντικό, κολλώντας από πάνω κι ένα κάρο πολιτικά γεγονότα; Και τι γίνεται με την 11η Σεπτεμβρίου; Πώς βρίσκω χώρο για τέτοιου είδους πράγματα εκεί μέσα;»
Καιρός για τον Κόου ν’αλλάξει σελίδα. Το νέο του μυθιστόρημα θα είναι κάπως διαφορετικό, λέει, λιγότερο συμβατικό. «Δεν θα πω πειραματικό, αλλά τουλάχιστον διαφορετικό». Στο μεταξύ, αν τον πετύχετε αυτές τις μέρες στην Αθήνα, ρωτήστε τον κι ίσως σας εξηγήσει γιατί το ερώτημα «γιατί γράφει» μπορεί να είναι επικίνδυνο, όταν δεν είναι ανόητο: «όλοι μας, συγγραφείς και αναγνώστες, εμπλεκόμαστε σ’ένα κατεξοχήν αμφιλεγόμενο παιχνίδι αμοιβαίου διπλού συμβολαίου και εξαπάτησης, μια συνωμοσία εξιστόρησης, της οποίας η ηθική νομιμοποίηση και σκοπός κινδυνεύουν να ακυρωθούν, αν τα εξετάσει κανείς από πολύ κοντά».
Αν αυτές τις μέρες πετύχετε στην Αθήνα τον Τζόναθαν Κόου (Jonathan Coe), που βρίσκεται στην πόλη με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου του μυθιστορήματος «Κλειστός Κύκλος» στα ελληνικά, ρωτήστε τον γιατί γράφει. Είναι η ερώτηση που τον ενοχλεί περισσότερο, και το πιθανότερο είναι να την αντιστρέψει και να ρωτήσει: «εσείς γιατί διαβάζετε;».
Πείτε του ότι, στην περίπτωσή του, διαβάζετε διότι γράφει με χιούμορ, επιφυλάσσει ανατροπές κι εκπλήξεις, και δημιουργεί χαρακτήρες που μιλούν και γράφουν σαν εσάς, ή σαν ανθρώπους που έχετε συναντήσει. Πείτε του ότι διαβάζετε για να μάθετε πώς ο νεοφιλελευθερισμός άλλαξε τους ανθρώπους στη Βρετανία, το πώς ζουν και πώς πεθαίνουν, κι έφερε τα πάνω κάτω όπου έχουν βάλει το χέρι τους οι υπέρμαχοι της ανεξέλεγκτης αγοράς. Πείτε του ότι διαβάζετε διότι θεωρείται ο πιο πολιτικός συγγραφέας της γενιάς των 40άρηδων στη Βρετανία, και διότι είναι δύσκολο να σταματήσετε, αφού αρχίσετε τις πρώτες σελίδες.
Τον τίτλο του εθνικού συγγραφέα τον αρνείται ευγενικά. Δεν του αρέσουν οι ετικέτες, κι έπειτα ο λόγος που γράφει για τη Βρετανία του σήμερα, τη Βρετανία που έζησε, είναι ότι δεν έχει ταξιδέψει πολύ εκτός, ούτε γνωρίζει καλά παγκόσμια ιστορία. Τον τίτλο του πολιτικού συγγραφέα τον δέχεται ευκολότερα, αν και δεν είχε ποτέ σκοπό να γράψει πολιτικά μυθιστορήματα. Αυτό που ήθελε ήταν να γράψει για ανθρώπους που μπλέκονται σε καταστάσεις που δεν ελέγχουν. Δεν φταίει αυτός. Η φαντασία του τα φταίει, που όσο αφηνόταν ελεύθερη, τόσο οι ιστορίες μεγάλωναν, και οι καταστάσεις ξέφευγαν από το πλαίσιο των προσωπικών συναναστροφών και απλώνονταν στο πεδίο του πολιτικού. «Έγινε αναγκαίο ν’αρχίσω να ζωγραφίζω το κοινωνικό φόντο σε μια κλίμακα που κατέληξε πανοραμική», λέει. «Από τη στιγμή που αρχίζεις να γράφεις για τις κοινωνικές επαφές των ανθρώπινων όντων, βρίσκεσαι στην περιοχή της πολιτικής, έτσι δεν είναι»;
Μην τον αφήσετε να ξεφύγει τόσο εύκολα. Έχετε μπροστά σας το συγγραφέα του «Τι ωραίο πλιάτσικο!», του μυθιστορήματος που εδώ και δέκα χρόνια θεωρείται η πιο αστεία και οξυδερκής καταγραφή της θατσερικής δεκαετίας του ’80 στη Βρετανία. Το έγραψε ως αντίδραση σε μια σειρά καταθλιπτικών μυθιστορημάτων για το Θατσερισμό, τα οποία τον έβρισκαν σύμφωνο πολιτικά, αλλά ως αναγνώστη τον άφηναν παγερά αδιάφορο. Ήθελε να γράψει ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, το οποίο, μέσα από το ρυθμό και την καλοστημένη δομή του, θα ήταν απολαυστικό. «Η δεκαετία του ’80 ήταν έντονη, ενεργητική, ανελέητη, δυναμική», λέει. «Δεν υπήρχε λόγος να μην διοχετευτεί ένα μέρος αυτής της ενέργειας στο μυθιστόρημα, ακόμα κι αν έγραψα για όλα αυτά με αποδοκιμασία».
Η λέξη «αποδοκιμασία» είναι λίγη. Η λέξη «οργή» περιγράφει καλύτερα τα συναισθήματά του, όταν, για παράδειγμα, χαρακτηρίζει τη Μάργκαρετ Θάτσερ (που στο βιβλίο εμφανίζεται να προξενεί ερωτικά ρίγη σ’ένα βουλευτή αμφιλεγόμενων πνευματικών ικανοτήτων) «επαρχιώτικης νοοτροπίας, στενόμυαλη, χωρίς φαντασία, ανίκανη να συναισθανθεί πώς νιώθουν όσοι δεν συμμερίζονται τις αξίες της». Αυτά συνδυασμένα με «μια μανιώδη αυστηρότητα και αποτελεσματικότητα που είναι η άλλη όψη της σκληρότητας». Βαριά λόγια για μια Σιδηρά Κυρία.
Αλλά σημασία δεν έχει το πρόσωπο. Σημασία έχει η πολιτική της. Σήμερα, 15 χρόνια από τότε που η Θάτσερ εξαναγκάστηκε από το ίδιο της το κόμμα σε παραίτηση, ο Θατσερισμός είναι ισχυρότερος από ποτέ, λέει ο Κόου, χάρη στην πολιτική του Τόνι Μπλερ και των Νέων Εργατικών, που έχουν διακόψει κάθε δεσμό με το Εργατικό κόμμα του ’70 και ’80. Όπως το Νέο ΠΑΣΟΚ με την 3η του Σεπτέμβρη. Μπορείτε να πείτε ότι οι εποχές αλλάζουν κι ότι, σε νεοπασοκική ορολογία, απαιτούνται ριζοσπαστικές τομές. Ο Κόου θα πει ότι κακώς η έλλειψη συνέχειας συγχέεται με το ριζοσπαστισμό. «Έχουμε δικαίωμα να αναζητούμε τη συνέχεια στην πολιτική. Μας επιτρέπει να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε».
Ο «Κύκλος» αφηγείται τη ζωή μιας παρέας 40άρηδων στη Βρετανία του Μπλερ, από την Πρωτοχρονιά του 2000 ως το 2003, μ’ένα μικρό άλμα προς μια απροσδιόριστη χρονιά στο μέλλον. Στο φόντο, επιχειρήσεις συγχωνεύονται, εργαζόμενοι ονομάζονται «πλεονάζον προσωπικό» και απολύονται, κι ένα μπουκάλι νερό στα εστιατόρια στο Τσέλσι του Λονδίνου στοιχίζει περισσότερο από το βασικό ωρομίσθιο. Προσθέστε στο πανόραμα την 11η Σεπτεμβρίου, τον πόλεμο στο Ιράκ, και τα θαύματα της νέας τεχνολογίας: λάπτοπ, κινητά, e-mail. Ο Τζόναθαν Κόου δεν είναι αχάριστος. Λέει ότι ζει άνετα κι ευτυχισμένα στη σημερινή Βρετανία, μόνο που δεν μπορεί να την αγαπήσει. «Υπερβολικά κυνική, πολύξερη, ειρωνική, χωρίς πραγματικές αξίες και νόημα – κλισέ όλα αυτά, το ξέρω, αλλά είναι αλήθεια».
Αυτά παθαίνει κανείς όταν εμπιστεύεται τον έρωτα των Θάτσερ και Μπλερ για την ελεύθερη αγορά, λέει, αν και δέχεται ότι οι απόψεις του είναι περισσότερο προϊόν διαίσθησης παρά συστηματικής ανάλυσης. «Το μυαλό μου λειτουργεί καλύτερα με τη φαντασία παρά με την αναλυτική λογική. Ίσως είμαι ‘πολιτικός συγγραφέας’, αλλά σίγουρα δεν είμαι πολιτικός στοχαστής».
Ο «Κύκλος» είναι η συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματός του, της «Λέσχης των Τιποτένιων» (προτιμά να τα αντιμετωπίζει ως ένα ενιαίο μεγάλο μυθιστόρημα), που μεταφέρει τη ζωή των ηρώων στη δεκαετία του ’70, από τη στιγμή που μπαίνουν στην εφηβεία ως την ενηλικίωση. «Είναι μια δεκαετία που με γοητεύει και μου προξενεί ανάμεικτα συναισθήματα», λέει. «Γιατί τότε, έφηβος, είχα όλες τις εμπειρίες των συναρπαστικών ανακαλύψεων της ηλικίας, και την ίδια στιγμή, πολιτικά, ήταν μια στάσιμη δεκαετία αντιπαραθέσεων για τη Βρετανία».
Περίεργα χρόνια. Στο φόντο, η μουσική πανκ παίρνει τη σκυτάλη από τη ροκ, τα πρώτα μαγνητόφωνα εμφανίζονται, και τα μουσικά περιοδικά είναι γεμάτα προσωπικές αγγελίες («Φρικιό –20- ζητά θηλυκό –16+- για σχέση. Ακούει Quo και Zep»). Στην πολιτική σκηνή, το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται στις δόξες του, όπως και ο ΙΡΑ, που τοποθετεί τις βόμβες του, και οι ακροδεξιές ομάδες, που ζητούν ανοιχτά να φύγουν οι μετανάστες και στην πορεία ξαποστέλνουν μερικούς. «Ο κόσμος ξεχνά τι ήταν τα σέβεντις», λέει ένας από τους ήρωες, όταν ως δημοσιογράφος αργότερα θα γράψει μια ανασκόπηση. «Νομίζουν ότι ήταν όλο φαρδείς γιακάδες και γκλαμ ροκ… και ξεχνούν την άγρια παραδοξότητα της δεκαετίας, τα παράξενα που συνέβαιναν συνεχώς».
Είναι το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κόου. Οι ήρωες ζουν στο Μπέρμιγχαμ, μια επαρχιακή πόλη της βόρειας Αγγλίας. Οι Λονδρέζοι προτιμούν να την αγνοούν, αλλά θεωρείται η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Βρετανίας. Ο Κόου γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, σ’ένα προάστιο που απαθανατίστηκε ως «Χόμπιτον πέρα από το νερό» από τον Τόλκιεν, που έζησε τα μαθητικά του χρόνια στο Μπέρμιγχαμ. Κατά μία έννοια ο Κόου ποτέ δεν εγκατέλειψε την πόλη, αν και τα τελευταία 19 χρόνια ζει στο Λονδίνο. «Η «Λέσχη» μου δημιούργησε ένα αίσθημα ανακούφισης», λέει, «γιατί ένιωσα ότι ξαναβρήκα την ταυτότητά μου στην επαρχιακή φωνή των ηρώων. Το ότι είχα τη δυνατότητα να βάλω τα τοπωνύμια της περιοχής σ’ένα βιβλίο ήταν πολύ απελευθερωτικό και βολικό».
Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, κάτι που στον κύκλο των συγγραφέων θεωρείται μειονέκτημα, όπως λέει με βρετανικό φλέγμα: «Δεν σου δίνει αρκετό υλικό να γράψεις, δεν έχεις αρκετούς δαίμονες να ξορκίσεις». Η οικογένειά του ήταν μεσοαστική, συντηρητικών αρχών, υπέρ της τάξης και της ασφάλειας, και εναντίον των συνδικάτων που απειλούσαν την ευημερία της χώρας. Ο μικρός Τζόναθαν συνόδευε τακτικά τη μητέρα του στην εκκλησία, δεν είχε πολλά πολλά με το άλλο φύλο, και πολιτικά συμπαθούσε τους συντηρητικούς Τόρις. Τότε δεν παρακολουθούσε και πολύ τις πολιτικές εξελίξεις, διότι άκουγε δίσκους ορχηστρικής ροκ στο δωμάτιό του, και διάβαζε για το σχολείο. Αν ήταν στην Ελλάδα, θα είχε όλες τις προϋποθέσεις για ν’ακολουθήσει λαμπρή καριέρα στην ιεραρχία της Εκκλησίας.
Άλλωστε, ο Μπεν, ο κεντρικός ήρωας της «Λέσχης», δημιουργημένος από τον Κόου καθ’εικόνα και ομοίωση, αφιερώνεται στην προσευχή και τα θεία, όταν ως εκ θαύματος ο Θεός του φανερώνεται στα αποδυτήρια του σχολείου. Εκείνη την ημέρα είχε ξεχάσει το μαγιό του, και στο μάθημα της γυμναστικής θα έπρεπε να κολυμπήσει γυμνός μπροστά σε όλους για παραδειγματισμό. Ο Μπεν, ντροπαλός και ευαίσθητος, κρύβεται πανικόβλητος στα αποδυτήρια, όπου ο καλός Θεός ακούει τις προσευχές του και του στέλνει από το πουθενά ένα μαγιό. Ο Κόου λέει ότι εμπνεύστηκε το περιστατικό από την αυστηρότητα του δικού του σχολείου, που εφάρμοζε απαρέγκλιτα τέτοιες τιμωρίες, και θυμάται ότι ο ίδιος έτρεμε στην ιδέα μην ξεχάσει το μαγιό του – ίσως δεν ήταν και τόσο ανέφελη η παιδική του ηλικία. Ευτυχώς, δεν το ξέχασε ποτέ, κι έτσι η Εκκλησία της Αγγλίας έχασε έναν δυνάμει αρχιεπίσκοπο, αλλά η λογοτεχνία κέρδισε ένα συγγραφέα.
Μεγάλη σχέση με την λογοτεχνία η οικογένειά του δεν είχε, όμως ο αγαπημένος του παππούς από την πλευρά της μητέρας του τού γνώρισε τα βιβλία του Π. Γούντχάουζ, που θεωρείται ο μεγαλύτερος Βρετανός συγγραφέας μετά το Ντίκενς, και του Κόναν Ντόιλ, του δημιουργού του Σέρλοκ Χολμς. Σε ηλικία 8 ετών, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειακών διακοπών στις ακτές της Νέας Ουαλίας κλεισμένος στο τροχόσπιτο, κατάφερε να γράψει την πρώτη του μεγάλη ιστορία, το «Κάστρο της Δυστυχίας». Την έχει κρατήσει και τη δείχνει στους επισκέπτες του, 180 σελίδες δακτυλογραφημένες από τη γραμματέα του πατέρα του, γεμάτες με απότομους γκρεμούς και παράξενα ιστορικά στοιχεία.
Αργότερα, στα 16 του, ανακάλυψε το συγγραφέα που τον επηρέασε περισσότερο απ’όλους, το Χένρι Φίλντινγκ, γνωστό για τα σατιρικά μυθιστορήματα που έγραψε το 18ο αιώνα. «Ήταν αυτός που έφερε τα πάνω κάτω στο γράψιμό μου», λέει. «Μ’έβαλε στο δρόμο που ακολούθησα έκτοτε». Του το ξεπλήρωσε επιλέγοντάς τον ως θέμα της διδακτορικής διατριβής του στο Τρίνιτι, το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου άρχισε ως φοιτητής να συμμετέχει στις πρώτες διαδηλώσεις εναντίον της Θάτσερ.
Μια περίεργη ιστορία, που έχει συμπεριλάβει στο «Άγγιγμα της Αγάπης» και στο «Πλιάτσικο», συνέβη εκείνη την περίοδο: σε προχωρημένο στάδιο κατάθλιψης, διότι ο Φίλντινγκ δεν αποδείχτηκε συνεργάσιμος και το διδακτορικό είχε καθυστερήσει, έβαλε στο φούρνο ένα πακέτο κατεψυγμένων λουκάνικων με πουρέ. Ψάχνοντας για ιδέες, ανακάλυψε στη συσκευασία, κάτω από τον τίτλο «Προτάσεις σερβιρίσματος», την εικόνα ενός πιάτου, το μισό με λουκάνικα, το άλλο μισό με πουρέ. Ήταν απ’αυτές τις εικόνες που σε συγκλονίζουν χωρίς να ξέρεις γιατί. Η κατάθλιψη πέρασε αμέσως, δίνοντας χώρο στη μανία, και ο Κόου ξέσπασε σε ό,τι υπήρχε πρόχειρο στην κουζίνα. Σήμερα λέει ότι ήταν λιγάκι υπερβολικός, αλλά ένιωσε πως το κουτί απευθυνόταν σε ανθρώπους σαν κι αυτόν, που, αν έβλεπαν στην εικόνα λίγο μαϊντανό για γαρνίρισμα, θα είχαν τηλεφωνήσει στην εταιρεία να ρωτήσουν πού βρέθηκε ο μαϊντανός.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κι αυτό δεν ήταν τίποτα. Σχεδόν σε κάθε βιβλίο του ο κεντρικός ήρωας είναι συγγραφέας και υποφέρει από χρόνιο μπλοκάρισμα. Εξαιτίας του μπλοκαρίσματος, περνά τον καιρό του απομονωμένος από τον κόσμο, αξύριστος και άπλυτος, μ’ένα μπουκάλι αλκοόλ στο ένα χέρι και το τηλεκοντρόλ στο άλλο. Μάλιστα, στον «Κύκλο» ο Μπεν φτάνει την τέχνη της κατάθλιψης σε νέα ύψη: «εθίστηκε σε πορνό στο Ιντερνετ και άρχισε να χάνεται σε αυτοερωτικές πρακτικές που συμπεριλάμβαναν κρεμάστρες παλτών, παγωτό Μπεν και Τζέρις, τη δερμάτινη ζώνη του παντελονιού του και μια σπάτουλα». Ο Κόου δεν αποκαλύπτει αν το απόσπασμα είναι αυτοβιογραφικό, αλλά λέει ότι ο ίδιος, σε αντίθεση με το Μπεν, συνέχισε πεισματικά να γράφει, παρά τις δυσκολίες.
Ως τα 25 είχε γράψει τρία μυθιστορήματα, χωρίς να καταφέρει να εκδώσει κανένα. Ο αγαπημένος του παππούς, που έπεσε άρρωστος με καρκίνο του προστάτη, τον συμβούλεψε να βρει μια καλή θέση διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο και να αφήσει το γράψιμο για πολύ, πολύ καιρό. Είχε δίκιο, λέει, αν και χαίρεται που δεν τον άκουσε. «Η πίστη του συγγραφέα στον εαυτό του έχει κάτι παιδικό στην ένταση και το πείσμα της».
Κατάφερε να εκδώσει ένα μυθιστόρημα, την «Τυχαία Γυναίκα», το μόνο βιβλίο του με ήρωα γυναίκα, που απέτυχε παταγωδώς στις πωλήσεις, και για λίγο εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο διορθώνοντας χειρόγραφα. Ήταν τόσο βαρετή δουλειά, που στο τέλος της ημέρας δεν έβλεπε την ώρα να στρωθεί στο γράψιμο για να κρατήσει το μυαλό του ζωντανό. Μέχρι που γνώρισε τη Τζανίν, την κοπέλα στο απέναντι γραφείο, και μαζί ανέπτυξαν μια στρατηγική εναντίον της ανίας. Ο ένας διάβαζε φωναχτά τα χειρόγραφα, ο άλλος έβαζε τα σημεία στίξης. Αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, αλληλοσυμπλήρωση. Άρχισαν να βγαίνουν για ποτό μετά τη δουλειά, και σε έξι μήνες, το 1987, παντρεύτηκαν.
Δύσκολα χρόνια. Άρχισε να γράφει το «Πλιάτσικο» το 1990, χωρίς να έχει εκδότη, ζώντας από το μισθό της Τζανίν και την αμοιβή για δυο βιογραφίες που ανέλαβε, μια για το Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και μία για το Τζέιμς Στιούαρτ. (Ήταν δυο αρπαχτές που δεν έχουν τίποτα από τον εαυτό του, αν και στην Αμερική αυτές οι βιογραφίες πωλούν περισσότερο απ’όλα τα βιβλία του – είναι τρελοί αυτοί οι Αμερικάνοι). Το «Πλιάτσικο» πήρε τέσσερα χρόνια να ολοκληρωθεί, και πολλή ψυχική ενέργεια. «Είχα το άγχος ότι το βιβλίο ήταν πολύ πιο μεγάλο και πολύπλοκο από ό,τι είχα επιχειρήσει ως τότε, κι ότι μπορεί το ταλέντο μου να μην επαρκούσε για ένα τέτοιο βιβλίο και θα έπρεπε να το εγκαταλείψω, ή θα αποδεικνυόταν στο τέλος ότι δεν κατάφερνε να λειτουργήσει».
Αβάσιμοι φόβοι. Το βιβλίο πήρε διθυραμβικές κριτικές, αν και η επιτυχία στις πωλήσεις ήρθε μετά από ένα χρόνο και οφείλεται στη φήμη που απέκτησε μεταξύ των αναγνωστών. Οι κακές γλώσσες λένε ότι 11 χρόνια και 3 μυθιστορήματα μετά, παραμένει το καλύτερο βιβλίο του. Ότι τα επόμενα μυθιστορήματα υστερούν σε χιούμορ ή σε πολιτική οξυδέρκεια ή και στα δύο. Ότι η προσπάθεια του Κόου να κλείσει τους κύκλους που ανοίγουν οι ιστορίες των πολυάριθμων ηρώων του μοιάζει με προσπάθεια να τετραγωνίσει τον κύκλο κι ότι η πλοκή και οι χαρακτήρες του αρχίζουν να θυμίζουν σαπουνόπερα – σκεφτείτε το Νίκο Φώσκολο να προσαρμόζει το «Κεφάλαιο» για καθημερινή σειρά στην τηλεόραση, ή το Στάθη Τσαγκαρουσιάνο να αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Αυγής.
Ίσως και να το διαισθάνεται. Πριν τον «Κύκλο», έγραψε μια βιογραφία που θεωρείται εξαιρετική, για ένα πειραματικό συγγραφέα της δεκαετίας του ’60, τον Μπ. Σ. Τζόνσον. Πριν ο Τζόνσον αυτοκτονήσει στα 38 του, είχε καταλήξει ότι τα μυθιστορήματα δεν έχουν ίχνος αλήθειας κι ότι τα βιβλία, όταν δεν είναι αυτοβιογραφικά, το μόνο που κάνουν είναι να εξαπατούν. Ο Κόου δεν συμμερίζεται αυτές τις απόψεις, αλλά δεν έμεινε ανέπαφος από τη λογοτεχνική συναναστροφή. «Η διαδικασία της συγγραφής της βιογραφίας του Τζόνσον με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι έχουμε πολλές ομοιότητες ως άνθρωποι, γεγονός που δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ως τότε. Μου έδειξε πλευρές του εαυτού μου που αγνοούσα ή που είχα επιλέξει να αγνοήσω».
Τα αποτελέσματα φαίνονται σε ορισμένα αποσπάσματα του «Κύκλου». Κάποια στιγμή που ο Μπεν δεν παίζει με τις κρεμάστρες και τη σπάτουλα, το βάζει σκοπό να ψυχοπλακώσει την ανιψιά του, την μόνη που φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά την απελπισία του: «Είμαι ένας άνδρας μεσόκοπος, μεσοαστός, λευκός, εκπαιδευμένος σε δημόσιο σχολείο και στο Κέιμπριτζ. Δεν έχει κουραστεί ο κόσμος ν’ακούει από ανθρώπους σαν και μένα; Δεν είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε; Δεν είναι ώρα να βγάλουμε το σκασμό, να πάμε παραπέρα, και να κάνουμε χώρο για κάποιον άλλο; Κοροϊδεύω τον εαυτό μου ότι κάνω κάτι σημαντικό; Μήπως μόνο και μόνο ανασκαλεύω τις στάχτες της μικρής μου ζωής, προσπαθώντας να τη μεγεθύνω σε κάτι σημαντικό, κολλώντας από πάνω κι ένα κάρο πολιτικά γεγονότα; Και τι γίνεται με την 11η Σεπτεμβρίου; Πώς βρίσκω χώρο για τέτοιου είδους πράγματα εκεί μέσα;»
Καιρός για τον Κόου ν’αλλάξει σελίδα. Το νέο του μυθιστόρημα θα είναι κάπως διαφορετικό, λέει, λιγότερο συμβατικό. «Δεν θα πω πειραματικό, αλλά τουλάχιστον διαφορετικό». Στο μεταξύ, αν τον πετύχετε αυτές τις μέρες στην Αθήνα, ρωτήστε τον κι ίσως σας εξηγήσει γιατί το ερώτημα «γιατί γράφει» μπορεί να είναι επικίνδυνο, όταν δεν είναι ανόητο: «όλοι μας, συγγραφείς και αναγνώστες, εμπλεκόμαστε σ’ένα κατεξοχήν αμφιλεγόμενο παιχνίδι αμοιβαίου διπλού συμβολαίου και εξαπάτησης, μια συνωμοσία εξιστόρησης, της οποίας η ηθική νομιμοποίηση και σκοπός κινδυνεύουν να ακυρωθούν, αν τα εξετάσει κανείς από πολύ κοντά».
-*-