12/6/11

Νέα Υόρκη: Η 11η Σεπτεμβρίου στο βλέμμα τους

[Εψιλον, 11/9/05]

Τις πρώτες ημέρες μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων, χιλιάδες ψυχολόγοι ήρθαν στη Νέα Υόρκη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο Νέοϋορκέζους, που δέχτηκαν ψυχολογική υποστήριξη για να ξεπεράσουν τα τρομοκρατικά χτυπήματα. Οι κακοπροαίρετοι λένε ότι οι Αμερικανοί καταφεύγουν σε ψυχολόγο ακόμη και για πονόδοντο, αλλά δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα καλοπροαίρετος για να δει σ’αυτούς τους αριθμούς πόσο ισχυρό ήταν το σοκ που παρέλυσε τη ζωή στην πόλη, κι έκανε πολλούς να πιστεύουν ότι τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. Και όμως, τέσσερα χρόνια μετά, η πόλη έχει κατορθώσει αυτό που τότε φαινόταν αδιανόητο: να επανέλθει στους κανονικούς της ρυθμούς. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται και συνηθίζουν ευκολότερα από ό,τι πιστεύουν. 

Mισό χρόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ήδη δύο στους τρεις από όσους είχαν δεχτεί ψυχολογική υποστήριξη σταμάτησαν να αναφέρουν μετατραυματικά συμπτώματα. Μόνο το 6% χρειάστηκε να ακολουθήσει πιο σοβαρή ψυχοθεραπευτική μέθοδο. Οι περισσότεροι, όσοι δεν έχασαν κάποιον δικό τους στα ερείπια των Δίδυμων Πύργων, συνεχίζουν τη ζωή τους όπως πριν. Ο πόνος και ο χρόνος είναι εχθροί.

Σε σχέση με τον πόνο, ο φόβος είναι δυσκολότερο να αντιμετωπιστεί διότι αφορά το μέλλον. Αλλά και ο φόβος διασκεδάζεται. Τέσσερα χρόνια μετά, οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι πιστεύουν ότι μια νέα τρομοκρατική επίθεση στην πόλη είναι θέμα χρόνου. Αλλά αυτή η πίστη δεν είναι τόσο φόβος όσο μια ανησυχία που σιγά σιγά σταματάς να προσέχεις, ένα ενοχλητικό στοιχείο με το οποίο μαθαίνεις να ζεις, όπως η πιθανότητα ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος.

Σήμερα, η πιο εμφανής διαφορά στην πόλη σε σχέση με την εποχή πριν την 11η Σεπτεμβρίου, περισσότερο εμφανής ακόμη και από την απουσία των Δίδυμων Πύργων που κανείς δεν φαίνεται να προσέχει, είναι τα μέτρα ασφαλείας. Ένας Αμερικανός φίλος, που, τώρα όπως και τότε, μπαινοβγαίνει στους ουρανοξύστες για συνεντεύξεις με εργοδότες (άνεργος τώρα όπως και τότε, έχοντας στο μεταξύ προσθέσει στο βιογραφικό του ένα μάστερς δημοσιογραφίας) μου λέει ότι η διαφορά είναι τεράστια. «Πριν μπαινοέβγαινες όπου ήθελες και δεν σου έλεγε κανείς τίποτα. Τώρα σε όποιο κτίριο και να μπεις θα σου ζητήσουν στην είσοδο τα στοιχεία σου. Δεν κάνεις ρούπι χωρίς ταυτότητα».

Έξω, στους κεντρικούς δρόμους, τις πλατείες και τις αποβάθρες του μετρό, η παρουσία της αστυνομίας, επιδεικτική και αδιάκριτη, ξενίζει. Τέσσερις παραμονές Πρωτοχρονιάς τώρα, ο παραδοσιακός εορτασμός στην Τάιμς Σκουέαρ θυμίζει διαδήλωση στην Τιεν Αν Μεν. Ρωτώ το φίλο μου αν αισθάνεται περισσότερο ασφαλής με τους δειγματοληπτικούς ελέγχους χειραποσκευών που άρχισαν πρόσφατα στο μετρό. «Αυτά είναι για τα μάτια του κόσμου», μου λέει. «Κάνουν ελέγχους στους κεντρικούς σταθμούς, αλλά όχι στις αφετηρίες. Αν είμαι τρομοκράτης, γιατί να μην επιβιβαστώ στον τελευταίο σταθμό, όπου δεν θα με ελέγξει κανείς; Απλά θέλουν να δημιουργήσουν την εντύπωση της ασφάλειας. Αλλά ασφάλεια δεν υπάρχει».

Η έξαρση της εθνικής υπερηφάνειας είναι ένα άλλο στοιχείο των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, αν και τελευταία οι εκδηλώσεις υπερπατριωτισμού έχουν ατονήσει - δεν πολυβοηθούν και οι εξελίξεις στο Ιράκ. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα εθνικά σύμβολα, η αστερόεσσα και ο αετός, διακοσμούν κτίρια, αυτοκίνητα, γιακάδες και οθόνες τηλεόρασης. Συνοδεύονται από οργισμένα άρθρα τοπικών εφημερίδων, που συμβουλεύουν τους μετανάστες να μάθουν επιτέλους αγγλικά και ζητούν από τους Άραβες να αποδείξουν ότι δεν είναι εχθροί της Αμερικής, κρατώντας Αμερικανική σημαία και προσευχόμενοι φωναχτά στον Αλλάχ να ευλογεί τη χώρα. Η ξενοφοβία βγήκε από το καβούκι της, όπου είχε μπει από την εποχή της πολιτικής ορθότητας, και εκφράστηκε ξεδιάντροπα.

Ομολογουμένως, η ξεδιαντροπιά δεν ήταν χωρίς ισχυρό αντίλογο. Η πόλη που δέχτηκε τα τρομοκρατικά χτυπήματα την 11η Σεπτεμβρίου πριν τέσσερα χρόνια δεν ακολούθησε τον πρόεδρο Μπους στην εκστρατεία εναντίον του παγκόσμιου κακού. Είναι ένα από τα παράδοξα των τελευταίων εκλογών: η ρητορική του πολέμου κατά της τρομοκρατίας κινητοποίησε κυρίως πόλεις και χωριά της ενδοχώρας, που δεν κινδυνεύουν άμεσα από την τρομοκρατία. Τα μεγάλα αστικά κέντρα παρέμειναν απαθή. Το Μανχάταν ψήφισε Τζον Κέρι σε ποσοστό 82 τοις εκατό.

Κατά τα άλλα, η ζωή στην πόλη έχει ξαναβρεί τους παλιούς καλούς γρήγορους ρυθμούς και την χαρακτηριστική αγένεια της μεγαλούπολης. Και όμως, υπήρξε μια στιγμή, τις πρώτες εβδομάδες μετά τα χτυπήματα, που οι κόρνες των αυτοκινήτων σίγησαν, οι οδηγοί παραχωρούσαν προτεραιότητα, και άγνωστοι στο δρόμο και τα πεζοδρόμια αντάλλασσαν χαμόγελα και χαιρετισμούς. Ήταν τόσο έντονο και πρωτόγνωρο το συναίσθημα της ενότητας, και κράτησε τόσο λίγο, που στην πρώτη επέτειο από τα χτυπήματα, οι Τάιμς της Νέας Υόρκης αφιέρωσαν μεγάλο μέρος του κύριου άρθρου τους για να το πενθήσουν: «Η επιστροφή σ’αυτό που μοιάζει με κανονικότητα επιφύλαξε μια απώλεια, ένα σοκ. Η ενότητα, το δέσιμο μεταξύ μας, ήταν η μόνη χαρά που μπορούσε να υπάρξει, αλλά ήταν με τον τρόπο της μια βαθιά χαρά εν μέσω βαθιάς θλίψης. Μια στιγμή σαν αυτή μπορεί να διατηρηθεί μόνο στη μνήμη».

Σήμερα, η τρυφερότητα των βλεμμάτων εκείνων των πρώτων εβδομάδων έχει δώσει και πάλι τη θέση της στις βιαστικές ματιές αγνώστων που μετρούν συνεχώς ο ένας τον άλλον στο μετρό και στο δρόμο από την κορυφή ως τα νύχια, από τα σέξι κουρέματα ως τα τρέντι παπούτσια που φαίνεται να φορούν όλοι οι Νεοϋορκέζοι ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Η πόλη έχει γίνει και πάλι πόλος έλξης για τουρίστες και νέους κατοίκους. Άλλωστε, όπως επισημαίνει το περιοδικό Economist, μετά την πάταξη της εγκληματικότητας από τον Τζουλιάνι, οι ανθρωποκτονίες σήμερα δεν ξεπερνούν τις 600 κατά μέσο όρο το χρόνο. Τη δεκαετία του ’90, ο αριθμός έφτανε τις 2.500– περίπου όσοι οι νεκροί στους Δίδυμους Πύργους.

Πρόσφατα οι κάτοικοι ξεπέρασαν τα 8,1 εκατομμύρια, περισσότεροι από ποτέ. Το 36% είναι αλλοδαποί μετανάστες, επίσης αριθμός ρεκόρ. Οι τουρίστες γεμίζουν καθημερινά την Τάιμς Σκουέαρ. Τα 850 μπαρ και κλαμπ της πόλης, τα εστιατόρια, τα μουσεία, τα πάρκα ξαναγεμίζουν με κόσμο. Για τρίτη χρονιά συνεχίστηκε η μεγαλύτερη νέα επιτυχία του Μπρόντγουει, το Avenue Q: Ένα μιούζικαλ με κούκλες, όπου μια παρέα νέων 25 με 35, που ζουν στις εσχατιές του Μανχάταν, συζητούν αυτά που τους απασχολούν - ανεργία, υποβάθμιση του πτυχίου, φτώχεια, ακρίβεια, προσωπικές σχέσεις, ελεύθερος χρόνος. Καμία αναφορά στην τρομοκρατία.
-*-