14/12/11

"Γλυκειά μου Αγάπη": Επιστολές του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στη γυναίκα του, Βέρα

[Εψιλον, 9/10/11]

Βέρα και Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
(Πηγή: vlah-dee-mer)
Το φθινόπωρο του 1942, όταν ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ έγραψε στη γυναίκα του τις επιστολές που δημοσιεύει την επόμενη εβδομάδα, πρώτη φορά στην Ελλάδα, το περιοδικό Δέκατα, λίγοι είχαν ακούσει στην Αμερική το όνομα του συγγραφέα που θα σφράγιζε όσο λίγοι την αμερικανική λογοτεχνία και ακόμη λιγότεροι είχαν διαβάσει τα βιβλία του.



Ο Ναμπόκοφ είχε φτάσει στην Αμερική μαζί με τη γυναίκα του και το μοναχογιό τους μόλις πριν δύο χρόνια, επιβιβασμένοι στο υπερωκεάνιο «Champlain» που μετέφερε πρόσφυγες από την Ευρώπη στο ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εμεινε στο Μανχάταν, εργάστηκε για λίγο στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, μια εργασία σχετική με το ένα πάθος της ζωής του, την εντομολογία, και την επόμενη χρονιά ανέβηκε στη Μασαχουσέτη, στο Κολέγιο Γουέλεσλι, για να διδάξει λογοτεχνία, το άλλο πάθος της ζωής του.

Πριν ακόμη έρθει στην Αμερική, είχε προετοιμάσει περισσότερες από 100 πανεπιστημιακές διαλέξεις για τη λογοτεχνία, με σκοπό να χτίσει μια πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Ομως, η θέση του καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας στο Γουέλεσλι, που είχε δημιουργηθεί ειδικά γι' αυτόν, καταργήθηκε την επόμενη χρονιά κι έτσι, για να βγάλει τα προς το ζην, το φθινόπωρο του 1942 ξεκίνησε μια περιοδεία σε κολέγια της Αμερικής, κάνοντας ομιλίες.

«Είναι αστείο», έγραφε εκείνη την περίοδο στον νεοαποκτηθέντα φίλο του, τον αμερικανό συγγραφέα Εντμουντ Γουίλσον. «Γνωρίζω ρωσικά καλύτερα από κάθε ζωντανό άνθρωπο, τουλάχιστον στην Αμερική, και περισσότερα αγγλικά από κάθε ρώσο στην Αμερική, και όμως είναι τόσο δύσκολο να βρω δουλειά στο πανεπιστήμιο».

Για τους Αμερικανούς που πήγαιναν στις ομιλίες του ήταν ο ρώσος καθηγητής και συγγραφέας με το εξωτικό, δυσκολοπρόφερτο όνομα. Ο Ναμπόκοφ είχε άλλωστε γράψει το μεγαλύτερο μέρος τού μέχρι τότε έργου του (έντεκα μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων, ένα θεατρικό έργο, πέντε ποιητικές συλλογές και δύο μεταφράσεις) στα ρωσικά, συχνά με το ψευδώνυμο V. Sirin, την περίοδο που ζούσε στο Βερολίνο, έχοντας εγκαταλείψει την Αγία Πετρούπολη, τη γενέτειρά του, στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Τα γράμματα που έγραψε στη γυναίκα του Βέρα κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας έχουν τη φρεσκάδα της ματιάς του νεοφερμένου, που παρατηρεί ανθρώπους, συνήθειες και τόπους, για να οσμιστεί το περιβάλλον στο οποίο θα ξετυλιχτεί στο εξής η ζωή του. Κι έχουν φυσικά κάτι από τη στόφα του συγγραφέα, φανερή στον τρόπο που ο Ναμπόκοφ στήνει τις ιστορίες που διηγείται και στο χιούμορ που διαπερνά την αφήγηση.

Η περιοδεία του το 1942 υπήρξε ένα είδος προοιμίου της μετέπειτα ζωής του. Το 1944 ο Ναμπόκοφ ξαναπήγε στο Γουέλεσλι, όπου ίδρυσε τμήμα Ρωσικών. Εμεινε μέχρι το 1948 κι ύστερα έφυγε για το Πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου οι διαλέξεις του για τη λογοτεχνία έγιναν ένα από τα δημοφιλέστερα μαθήματα του πανεπιστημίου και εκδόθηκαν αργότερα σε βιβλίο («Διαλέξεις για τη λογοτεχνία»). Η απέχθειά του για τις γενικές ιδέες και η έμφασή του στην αισθητική απόλαυση που πηγάζει από τη γνώση των αφηγηματικών τεχνικών του κειμένου (υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι για την απολαυστική ανάγνωση του «Οδυσσέα» του Τζόις δεν χρησιμεύει τόσο η γνώση της ιρλανδικής Ιστορίας όσο ένας χάρτης του Δουβλίνου με σημειωμένη τη διαδρομή των ηρώων) επηρέασαν γενιές αναγνωστών και συγγραφέων.

Λίγο αργότερα, το 1955, ο Ναμπόκοφ ολοκλήρωσε τη «Λολίτα», το μυθιστόρημα που έγραφε τα καλοκαίρια κατά τη διάρκεια των εξορμήσεών του στην αμερικανική ύπαιθρο συλλέγοντας πεταλούδες. Το μυθιστόρημα εκτόξευσε τη φήμη του σε όλο τον κόσμο και του επέτρεψε να αφήσει την πανεπιστημιακή διδασκαλία και την Αμερική και να επιστρέψει στην Ευρώπη, στο Μοντρέ της Ελβετίας, όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του αφοσιωμένος στη λογοτεχνία και στις πεταλούδες, όπως το είχε ονειρευτεί τότε, σ' ένα γράμμα στη γυναίκα του, εκείνο το φθινόπωρο του 1942.

Οι επιστολές που ακολουθούν αποτελούν προδημοσίευση από μια επιλογή των επιστολών του Ναμπόκοφ προς τη γυναίκα του Βέρα, τη μούσα του, αλλά και τη λογοτεχνική του πράκτορα, την επιμελήτρια, τη μεταφράστρια και την οδηγό του - καθώς ο Ναμπόκοφ ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί ή να δα- κτυλογραφεί. Οι επιστολές αυτές δημοσιεύονται πρώτη φορά στα ελληνικά στο περιοδικό «(δε)κατα» που κυκλοφορεί αυτήν την εβδομάδα. Η μετάφραση από τα ρωσικά στα αγγλικά έγινε από την Ολγα Βορομίνα και τον Μπράιαν Μπόιντ, με τη συνεργασία του Ντμίτρι Ναμπόκοφ, γιου τού συγγραφέα. Η μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά έγινε από τη Μαρία Τσάτσου.

____________

2-3 Οκτωβρίου, 1942, Χάρτσβιλ, Νότια Καρολίνα

Γλυκειά μου Αγάπη,

[...] Το τρένο μου έφτασε με μια ώρα καθυστέρηση και φυσικά το τελευταίο λεωφορείο είχε ήδη φύγει. Τηλεφώνησα στο Κόουκερ και μου απαντήσανε ότι θα μου τηλεφωνούσανε λίγο αργότερα να μου πούνε πότε θα στείλουν αυτοκίνητο να με πάρει. Περίμενα μιάμιση ώρα σ' ένα μικρό εστιατόριο, δίπλα σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ένιωθα κατάκοπος, η κούρασή μου γινότανε αφόρητη. Επί τέλους χτύπησε το τηλέφωνο και μια βαθιά ανδρική φωνή μου είπε ότι βρίσκεται στην Φλόρενς για κάποια δουλειά, ότι είναι καθηγητής στο κολέγιο (δεν κατάλαβα τ' όνομά του), ότι τον είχανε ειδοποιήσει για τα καθέκαστα, και ότι θα 'ρχότανε να με πάρει γύρω στις έξι για να πάμε μαζί στο Χάρτσβιλ. Η διάλεξη είχε προγραμματιστεί για τις οχτώ το βράδυ. Με σβησμένη φωνή τον ρώτησα πώς φανταζότανε πως θα μπορούσα να κάτσω εκεί να τον περιμένω άλλες τρεις ώρες μέχρι να γίνει έξι. Τότε μου απάντησε εύθυμα ότι θα έρθει να με πάρει αμέσως και ότι θα με πήγαινε σ' ένα ξενοδοχείο. Δεν είχε πει το όνομα του ξενοδοχείου κι ούτε ήμουνα βέβαιος ότι κατάλαβα ακριβώς τι μου έλεγε. Πήγα λοιπόν στην αίθουσα αναμονής του σταθμού που ήτανε δίπλα, και περίμενα. Λίγο μετά μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι ένας νεαρός ταξιτζής που μιλούσε στο τηλέφωνο της εισόδου που προορίζεται για τα ταξί, πρόφερε τ' όνομά μου. Πλησίασα τον νεαρό και του είπα τ' όνομά μου. Είχα όμως κάνει λάθος, το όνομα που είπε ήταν κάτι σαν Γιελοουγουότερ - ελάχιστη ομοιότητα.

[...] Αλλά επειδή δε φαινότανε κανείς, και δεν ήξερα τι να κάνω, πήρα την απόφαση να πω ότι εγώ είμαι το εν λόγω πρόσωπο. Πήγαμε λοιπόν με τη βαλίτσα μου στο ξενοδοχείο Σάλμον, αλλά εκεί αποδείχτηκε ότι κανείς δεν είχε ιδέα. Ανοήτως πώς, άφησα το νεαρό οδηγό να φύγει, καταστρέφοντας έτσι έστω κι εκείνον τον αδύνατο κρίκο που θα με συνέδεε με το Χάρτσβιλ. Στεκόμουνα λοιπόν άπραγος στην είσοδο του ξενοδοχείου και με κατελάμβανε το εφιαλτικό συναίσθημα ότι όλα, απ' αρχής μέχρι τέλους ήτανε μια απόλυτη παρανόηση, ότι είχα μεταφερθεί εδώ εγώ, αντί για κάποιον άλλον, κι ότι όλο αυτό το διάστημα η Φωνή με αναζητούσε μάταια στο σιδηροδρομικό σταθμό.

Καθώς τα τριγύριζα όλ' αυτά μες στο μυαλό μου, αποφάσισα να τηλεφωνήσω πάλι στο Κολέγιο, έστω και για να μάθω πώς λέγεται η Φωνή. Ενώ πλησίαζα το γραφείο απ' όπου θα 'παιρνα τις σχετικές πληροφορίες, πήρε τ' αυτί μου έναν άνθρωπο μέσα στον κόσμο που περίμενε στην είσοδο του ξενοδοχείου, να λέει σ' έναν άλλον ότι δεν μπορεί να καταλάβει τι έχει συμβεί - γιατί το ταξί που είχε στείλει στο σταθμό δε γύρισε πίσω. Τότε επενέβην, και με απόγνωση στη φωνή ρώτησα μήπως αυτός που περίμενε είμαι εγώ. «Όχι, όχι», μου απάντησε ο άνθρωπος, «εγώ περιμένω έναν Ρώσο καθηγητή». «Εγώ είμαι αυτός ο Ρώσος καθηγητής!» είπα εγώ. «Α, μα δε σας φαίνεται καθόλου», παρατήρησε γελώντας, και στο σημείο αυτό όλα ξεκαθαρίσανε κι αγκαλιαστήκαμε.

[...] Η φωτογραφία μου δεν τους εστάλη, δεν είναι λοιπόν περίεργο που περιμένανε έναν κύριο με τη γενειάδα του Ντοστογιέβσκι, το μουστάκι του Στάλιν, το πενς-νε του Τσέχωφ και την καζάκα του Τολστόι.

11 Οκτωβρίου 1942

[...] Η Μις Ριντ, η επικεφαλής του Κολεγίου είναι πολύ ευχάριστη, στρογγυλή, με μια ελιά στο πλάι της μύτης της, αλλά με έντονο ιδεολογικό προσανατολισμό: κάθε μέρα παίρνω το πρωινό μου στο διαμέρισμά της (συζητάμε για τα προβλήματα των Νέγρων και για την τηλεπάθεια) και μετά, κάθε πρωί στις εννέα, πρέπει να πηγαίνω μαζί της στην εκκλησία και να κάθομαι δίπλα της φορώντας τον ακαδημαϊκό μου μανδύα, με την πλάτη στο ιερό κι έχοντας φάτσα τετρακόσια κορίτσια που τραγουδάνε ύμνους, κάτω από τους καταιγιστικούς ήχους του εκκλησιαστικού οργάνου. Ζήτησα έλεος -είπα ότι είμαι αιρετικός, ότι απεχθάνομαι κάθε είδους μουσική και κάθε είδους άσματα- αλλά εκείνη υπήρξε άτεγκτη: «Δεν πειράζει, τα δικά μας θα σας αρέσουνε». Και προς τιμήν μου διαλέξανε μια προσευχή που ευχαριστούν τον Θεό «για την ποίηση, και τα μικρά πράγματα της φύσης· για ένα τραίνο που τρέχει σφυρίζοντας μέσα στη νύχτα· για την ύπαρξη των τεχνιτών και των ποιητών· γι' αυτούς που χαίρονται να φτιάχνουν πράγματα και να τα φτιάχνουν καλά». Επίσης παίξανε τη μουσική του Λβωφ -ο Θεός σώζει τον Τσάρο- αλλά τη φέρανε στα μέτρα ενός αγγλικού ύμνου. Αυτό είναι πολύ συγκινητικό αλλά και ανυπόφορο. Κάθε βράδυ έχουμε δείπνα στα οποία παρευρίσκονται διάφοροι Νέγροι, σημαντικές προσωπικότητες της περιοχής - αλλά όχι αλκοόλ. [...]

10 Νοεμβρίου 1942, Σάιντ Πωλ, Μινεσότα

Αγαπημένη γλυκιά μου καρδιά,

[...] Η πόλη, το Σάιντ Πωλ, είναι μεγάλη και ψυχρή. Ο καθεδρικός ναός είναι περίπου στο στιλ του Αγίου Πέτρου της Ρώμης πάνω στο λόφο από όπου βλέπει κανείς με μεγάλη καθαρότητα τον Μισισιπή (και από πίσω την άλλη Δίδυμη Πόλη, τη Μινεάπολη). Σήμερα πέρασα όλη μου τη μέρα στο Πανεπιστήμιο, για να πάρω μια ιδέα, και συζήτησα και έφαγα με ανθρώπους του Τμήματος. Διεπίστωσα με φρίκη ότι δεν είχα πάρει μαζί μου το κείμενο της διάλεξής μου πάνω στο μυθιστόρημα. Η διάλεξη ήταν για τις δέκα και μισή. Τελικά αποφάσισα να μιλήσω χωρίς σημειώσεις και το πράγμα πήγε καλά και ομαλά. Χθες, μετά τη βόλτα στην εξοχή, πήγα σινεμά επειδή βαριόμουνα. Γύρισα στο Κολέγιο με τα πόδια. Είχα περπατήσει πάνω από μια ώρα κι έπεσα για ύπνο από τις οκτώ. Στο δρόμο, καθώς περπατούσα, ένα μικρό ελατήριο απροσδιόριστης έμπνευσης εκτινάχθηκε μέσα μου - μια παθιασμένη διάθεση να γράψω στη ρωσική γλώσσα. Και όμως, δεν μπορώ. Δεν πιστεύω να μπορεί να καταλάβει κανείς τι εννοώ αν δεν έχει αισθανθεί αυτό το μαρτύριο, αυτήν την τραγωδία. Υπό την έννοια αυτή τα αγγλικά είναι μια ψευδαίσθηση, ένα ερζάτς. Όταν είμαι στη συνηθισμένη μου κατάσταση, δηλαδή απασχολημένος με τις πεταλούδες, τις μεταφράσεις και το ακαδημαϊκό γράψιμο, ούτε εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω όλη την απόγνωση και την πικρία της καταστάσεώς μου.

Είμαι υγιής, τρώω πολύ καλά, παίρνω τις βιταμίνες μου και διαβάζω εφημερίδες περισσότερο απ' ό,τι συνήθως, τώρα που οι ειδήσεις είναι πιο αισιόδοξες. Το Σάιντ Πωλ είναι μια πόλη βαρετή σε βαθμό αποβλάκωσης. Το ξενοδοχείο έχει μόνο κουκουβάγιες και στο μπαρ ένα κορίτσι που μοιάζει με τη Ντάσα. Αλλά το διαμέρισμά μου είναι μια χαρά.

Σ' αγαπώ, γλυκιά μου καρδιά. Προσπάθησε να είσαι χαρούμενη όταν γυρίσω (αλλά εγώ σ' αγαπώ κι όταν είσαι δύσθυμη). Αν δεν υπήρχατε εσείς οι δύο -το 'νιωσα αυτό πολύ καθαρά μέσα μου- θα είχα πάει στρατιώτης στο Μαρόκο. Παρεμπιπτόντως, υπάρχει εδώ, στα βουνά πάνω, μία θεσπέσια vogelii Oberthur [Σ.τ.Ε. είδος πεταλούδας). Αλλά περισσότερο κι απ' τις πεταλούδες θέλω τώρα να γράψω ένα βιβλίο στα ρώσικα. Ξενοδοχείο μπαμπακένιο, μέσ' απ' το παράθυρο βλέπω τη βροχή. Στο δωμάτιό μου, μία Βίβλος κι ένας τηλεφωνικός κατάλογος: έτσι διευκολύνεται η επικοινωνία με τα Ουράνια, εν προκειμένω τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου.

____________

Διαβάστε

«Λολίτα» (η σχολιασμένη έκδοση), μτφρ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Πατάκη 2002

Ο Αλφρεντ Αππελ ο νεότερος, καθηγητής του Northwestern University και κάποτε μαθητής του Ναμπόκοφ στο Cornell, ανατέμνει, σε συνεργασία με τον Ναμπόκοφ, το κείμενο της «Λολίτας» λέξη λέξη, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να διεισδύσουμε στα καλά κρυμμένα μυστικά ενός λογοτεχνικού κειμένου και να γνωρίσουμε τον Ναμπόκοφ μέσα από τον τρόπο που έγραφε.

Stacey Schiff, «Βέρα: Η κυρία Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ», μτφρ. Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Διόπτρα 2005

Βραβευμένη με το Πούλιτζερ του 2000 βιογραφία της συζύγου του Ναμπόκοφ, που υπήρξε το δεξί του χέρι από το γάμο τους το 1923 μέχρι το τέλος της ζωής του. Μεταξύ άλλων, ήταν η σοφέρ του, η τυπογράφος του, η πρώτη αναγνώστρια των κειμένων του, η επιμελήτριά του και ο άνθρωπος που καθόταν στην πρώτη σειρά στις διαλέξεις και τα μαθήματά του. Η Σιφ αφηγείται υποδειγματικά τη ζωή του ζεύγους.

-*-