[Εψιλον, 2/10/11]
Η αρχή έγινε τον περασμένο Απρίλιο, στα μέσα του εξαμήνου, όταν η υπεύθυνη φωτογραφικού τμήματος του «ΕΨΙΛΟΝ» επισκέφθηκε τη σχολή φωτογραφίας, βίντεο και νέων τεχνολογιών Focus, καλεσμένη του φωτογράφου Παύλου Φυσάκη, που διδάσκει στη σχολή τα μαθήματα «Καλλιτεχνική φωτογραφία» και «Ρεπορτάζ». Εκεί που η Νικάνδρη Κουκουλιώτη μιλούσε με τους σπουδαστές για τη φύση της συνεργασίας φωτογράφων και περιοδικών, δηλαδή τις αναθέσεις θεμάτων, τις αισθητικές απαιτήσεις των υπευθύνων των περιοδικών, τις σφιχτές και αυστηρές προθεσμίες, της ήρθε η ιδέα: γιατί να μη δουλέψουν τα παιδιά -όσα θέλουν- ένα φωτογραφικό πρότζεκτ σε συνεργασία με το «ΕΨΙΛΟΝ», με σκοπό το πρότζεκτ να δημοσιευτεί στο περιοδικό;
Κέρδος για τα παιδιά, που θα αποκτούσαν από πρώτο χέρι εμπειρία από τις πραγματικές συνθήκες εργασίας και θα έβλεπαν τη δουλειά τους δημοσιευμένη, κέρδος και για το περιοδικό, που θα είχε στις σελίδες του το έργο νέων φωτογράφων, θα έπαιρνε κάτι από τον ενθουσιασμό τους και τη φρέσκια τους ματιά και θα είχε την ικανοποίηση ότι μοιράζεται την εμπειρία του, προσθέτοντας κάτι στην εκπαίδευση νέων ανθρώπων.
Ο Παύλος Φυσάκης βρήκε την ιδέα καλή. Πριν από 15 χρόνια, άλλωστε, και ο ίδιος είχε δημοσιεύσει ένα από τα πρώτα του ρεπορτάζ στο «ΕΨΙΛΟΝ». Η εμπειρία του του είχε δείξει πως η εξωστρέφεια κάνει καλό στις σχολές φωτογραφίας, πως οι δουλειές των σπουδαστών πρέπει να απευθύνονται και σε ανθρώπους έξω από τον κύκλο της σχολής και πως οι σπουδαστές πρέπει να έρχονται σε επαφή με τις πραγματικές συνθήκες εργασίας. «Βοηθάει τα παιδιά να καταλάβουν πού πάνε να μπλέξουν» λέει. «Να γνωρίσουν αν αυτό που κάνουν έχει αντίκτυπο και σε άλλους, πέρα από τους καθηγητές. Να δουν τις πραγματικές συνθήκες. Την πίεση, το χρόνο, τα ερωτήματα που αντιμετωπίζει ο υπεύθυνος του περιοδικού: Θα αρέσει στους αρχισυντάκτες; Ταιριάζει με τα υ- πόλοιπα θέματα; Χωράει; Μπορώ να το δημοσιεύσω;»
Το θέμα το όρισαν οι άνθρωποι του περιοδικού και ήταν επίτηδες γενικό, ώστε να αφήνει στους σπουδαστές το περιθώριο να το οδηγήσουν εκεί που ήθελε ο καθένας. Τέσσερεις λέξεις κλειδιά: «παιδεία», «πολιτισμός», «κουλτούρα» και «αισιοδοξία». Τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία, στους τομείς της παιδείας, του πολιτισμού και της κουλτούρας, που μας κάνει να αισιοδοξούμε και να χαμογελάμε;
Δήλωσαν συμμετοχή επτά σπουδαστές, έγιναν οι πρώτες συναντήσεις και αμέσως υπήρξαν διαφοροποιήσεις. «Οταν συγκεντρωθήκαμε να δούμε τα θέματα που είχαν σκεφτεί», λέει η Νικάνδρη, «υπήρξε ένα μικρό πρόβλημα: δεν μπορούσαν να αντιληφθούν καθαρά το θέμα της αισιοδοξίας. Ηταν κάτι έξω από τη δεδομένη συνθήκη, τόσο τη δική τους, την ηλικία τους, τα διαβάσματά τους, τον τρόπο που έχουν μάθει να σκέφτονται, όσο και την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και αν το θέμα της αισιοδοξίας δεν βγήκε απόλυτα, τα παιδιά μπήκαν σε μια διεργασία σκέψης ώστε να το προσεγγίσουν».
Κάθε σπουδαστής προσέγγισε το θέμα με τον δικό του τρόπο. Η Υβέτ Καψάλα, που είχε ήδη ξεκινήσει να φωτογραφίζει πορτρέτα αγνώστων στο δρόμο για μια άλλη εργασία, σκέφτηκε ότι η παιδεία και ο πολιτισμός αποτυπώνονται ιδανικά στις εκφράσεις των Αθηναίων την ώρα που περπατούν σκεφτικοί και μοναχικοί στο δρόμο. Εβαλε τηλεφακό στην κάμερά της, την έστησε σε διάφορα σημεία του κέντρου της Αθήνας κι άρχισε να παρατηρεί και να φωτογραφίζει τις εκφράσεις των ανθρώπων που περπατούν μοναχικοί και σκεφτικοί μέσα στο πλήθος.
Ο Γιάννης Φαφουτάκης βρήκε την αισιοδοξία στην αλληλεγγύη και την οργανωτικότητα των πολιτών που είχαν καταλάβει την πλατεία Συντάγματος. Γράφτηκε στην ομάδα πολυμέσων και στην καλλιτεχνική ομάδα, για να δικαιούται την εμπιστοσύνη τους και να αποκτήσει πρόσβαση, και βάλθηκε να φωτογραφίζει τα συσσίτια, το αυτοσχέδιο ιατρείο πρώτων βοηθειών και τους παθιασμένους ομιλητές της λαϊκής συνέλευσης.
Ο Γιώργος Γαβριλάκης αναζήτησε τον πολιτισμό και την παιδεία στα γκράφιτι και τα άλλα ανθρώπινα ίχνη που σημαδεύουν τους τοίχους της πόλης. Περπάτησε την Αθήνα, παρατηρώντας τις πλευρές της που συνήθως προσπερνούμε βιαστικοί και τις φωτογράφισε για να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία να μας πουν το μυστικό τους.
Η Ξένια Νασιέλου σκέφτηκε ότι σήμερα η τηλεόραση είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της παιδείας μας. Εστησε την κάμερά της σε τρίποδο μπροστά στην τηλεόραση και μόλις έβλεπε κάτι που της τραβούσε το ενδιαφέρον το φωτογράφιζε, όχι τόσο για να δείξει τη μιζέρια των τηλεοπτικών εικόνων, αλλά για να μας κάνει κάπως να χαμογελάσουμε με το γκροτέσκο, την αστεία πλευρά της.
Υπήρξαν κι άλλες δουλειές άλλων παιδιών, που δεν κατάφεραν να ολοκληρωθούν ή να ενσωματωθούν στο τελικό πρότζεκτ. Γιατί τελικά τα τέσσερα πρότζεκτ των παιδιών που επελέγησαν είναι τα διαφορετικά νήματα μιας αφήγησης που προσαρμόζει τις τέσσερεις λέξεις κλειδιά του θέματος στο ειδικότερο πλαίσιο της καθημερινής ζωής στην πόλη, που λειτουργεί σαν ιστός, εμπλέκοντας στα νήματά της τους ανθρώπους που εικονίζονται στις φωτογραφίες και μαζί τους φωτογράφους. Οι σκεφτικοί περιπατητές της Υβέτ είναι οι ίδιοι που προσπερνούν τα συνθήματα στους τοίχους του Γιώργου, ίσως μάλιστα να είναι κι απ' αυτούς που τα γράφουν. Είναι οι ίδιοι πάλι που μπορεί να διαμαρτύρονται στην πλατεία Συντάγματος και οι ίδιοι που μπορεί να αντικρίζουν στην οθόνη τις γκροτέσκο εικόνες των τηλεοπτικών εκπομπών.
Η αισιοδοξία δεν βρίσκεται μόνο στο περιεχόμενο των φωτογραφιών, αλλά στο ίδιο το πρότζεκτ. Μας δίνει αισιοδοξία ο τρόπος που δούλεψαν ομαδικά, ο τρόπος που προσέγγισαν το θέμα τους, η ευαισθησία τους, η ματιά τους που μεταμορφώνει την καθημερινότητα. Το καταλαβαίνει κανείς από τα λόγια του Γιώργου. «Προσπάθησα να διασχίσω αυτήν την πόλη» λέει «και να εντοπίσω σημεία που φαινομενικά είναι ασήμαντα, αλλά στην πραγματικότητα είναι σημαντικά. Σε μια φωτογραφία, για παράδειγμα, ο τοίχος που γράφει «σε ψάχνω» μόνο ασήμαντος δεν είναι. Φωτογραφίζοντας, δίνεις μια σπουδαιότητα σε κάτι. Είναι σαν να το παρατηρείς, σαν να το δείχνεις, σαν να θέλεις να το δουν κι άλλοι. Συνήθως οι φωτογραφίες δεν είναι για να δίνουν μιαν απάντηση, αλλά για να δημιουργούν άλλα δέκα ερωτήματα. Λίγα δείχνεις και κάνεις τον άλλο να φανταστεί περισσότερα».
Ο Παύλος Φυσάκης συμφωνεί και επαυξάνει: «Για μένα αυτό που έχει ενδιαφέρον στη δουλειά των παιδιών είναι ότι συνομιλούν με τα πράγματα που ανακαλύπτουν και ουσιαστικά τα μεταμορφώνουν. Αυτό που προσπαθώ να κάνω στο μάθημα είναι ουσιαστικά να τα μάθω να βλέπουν λίγο διαφορετικά, να μη σταματάνε στο προφανές, να μπορούν να πάνε λίγο παρακάτω. Γιατί η φωτογραφία είναι μια προσπάθεια απελευθέρωσης του βλέμματος. Τα παιδιά δεν μεταφέρουν απλώς μια πληροφορία, δεν λειτουργούν ως φωτορεπόρτερ, αλλά ως καλλιτέχνες: χρησιμοποιούν τις εικόνες τους πολύ σφιχτά, τις κάνουν όσο γίνεται περιεκτικές, έτσι που μέσα από τη δύναμη της εικόνας να ανοίγονται πολλαπλές ερμηνείες».
Το πιο εύγλωττο παράδειγμα μεταμόρφωσης το δίνουν τα πολύπτυχα του Γιάννη με τις πολλαπλές εικόνες των ομιλητών στην πλατεία Συντάγματος, παρατεταγμένων στη σειρά. «Είναι όλο τραβηγμένο με ευρυγώνιο από αρκετά κοντά και με το φλας σε ρύθμιση τηλεφακού» εξηγεί ο Γιάννης, δηλαδή το φλας φωτίζει πολύ στενότερη γωνία από εκείνην που βλέπει ο φακός. «Το αποτέλεσμα είναι σαν να φωτίζεις μόνο το χαρακτήρα του ανθρώπου, σαν να μη σε ενδιαφέρει το περιβάλλον παρά μόνο η προσω- πικότητα των ανθρώπων. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ήταν πραγματικά πολύ εκνευρισμένοι την ώρα που μιλούσαν κι έτσι όπως στέκονταν μπροστά στα μικρόφωνα και κουνούσαν τα χέρια τους ήταν σαν να τραγουδάνε. Ο ένας δίπλα στον άλλο μοιάζουν σαν τραγουδιστές μιας μπάντας επί σκηνής».
Το νόημα διαφεύγει και μετεωρίζεται. Τα σκεφτικά πρόσωπα της Υβέτ μάς βάζουν κι εμάς σε σκέψεις. Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα τι σκέφτονται τη φευγαλέα στιγμή που τα αποτυπώνει ο φακός; Την επόμενη στιγμή οι σκέψεις τους έχουν αλλάξει και μαζί η έκφρασή τους, καθιστώντας κάθε φωτογραφία μοναδική και αινιγματική. «Παρατηρώντας αυτές τις φωτογραφίες», λέει η Υβέτ, «βλέπουμε περισσότερα από όσα θα βλέπαμε με μια ματιά που ρίχνουμε στους ανθρώπους τους οποίους προσπερνάμε στο δρόμο. Ακούγεται εύκολο, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Είναι δύσκολο να πιάσεις τη στιγμή που ο άλλος σκέφτεται, γιατί αλλάζουν συνεχώς οι μορφασμοί. Είναι δύσκολο να καταφέρεις να τους φωτογραφίσεις χωρίς να σε δουν, γιατί, αν σε δουν, αναρωτιούνται για σένα και αλλάζει τελείως η έκφρασή τους. Είναι δύσκολο και τεχνικά, διότι δούλεψα με τηλεφακό και έπρεπε να υπολογίζω τις διαφορετικές αποστάσεις που τύχαινε να βρεθεί ο καθένας σε σχέση με την κάμερα».
Τι έμαθαν οι σπουδαστές από αυτήν τη διαδικασία; Το λένε οι ίδιοι: να ακούει ο ένας τον άλλο, να αναζητούν από κοινού το νόημα της εργασίας τους και να δουλεύουν ομαδικά. «Δούλεψα περισσότερο το τεχνικό κομμάτι» λέει η Ξένια. «Δούλεψα με τρίποδο, που δεν το είχα ξανακάνει κι επίσης αφιέρωσα σ' αυτό το πρότζεκτ τέσσερεις μήνες. Δεν είχα ξαναφιερώσει τόσο χρόνο σε μια δουλειά. Την άρχισα και την ολοκλήρωσα και βρισκόμουν συνέχεια σε εγρήγορση».
Οι σπουδαστές πήραν επίσης μια ιδέα πώς λειτουργεί ένα περιοδικό, ποιες είναι οι πραγματικές απαιτήσεις της δουλειάς και τι θα έχουν ν' αντιμετωπίσουν όταν βγουν στην αγορά εργασίας. Από την πλευρά τους, οι άνθρωποι του περιοδικού που ενεπλάκησαν στη διαδικασία έχουν κάθε λόγο να χαίρονται που φιλοξενούν σήμερα τη δουλειά των παιδιών - όχι μόνο γιατί τους δίνουν βήμα να δείξουν τη δουλειά τους, αλλά και διότι έγιναν ο καταλύτης για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις νέων ανθρώπων, που με τη σκέψη και το έργο τους πλουτίζουν τον πολιτισμό και την παιδεία μας.
«Είναι μια πρόταση να μπορούμε να κάνουμε αυτές τις συνδέσεις μεταξύ των ανθρώπων που είναι επαγγελματίες και των παιδιών που βρίσκονται σε μια σχολή και προ- σπαθούν να κάνουν κάποια πράγματα» λέει η Νικάνδρη Κουκουλιώτη. «Ανανεώνομαι κι εγώ ως επαγγελματίας μέσα από τη δική τους οπτική, βλέποντας τι θέλουν να κάνουν και πού θέλουν να το πάνε τα νέα παιδιά. Και σ' αυτά αλλάζει ο τρόπος που σκέφτονται και δουλεύουν. Μπαίνουν σ' ένα κλίμα διαφορετικό. Αυτές οι συνδέσεις αποτελούν μια πρόταση όχι μόνο για τη φωτογραφία, αλλά και για τη δημοσιογραφία και για κάθε δημιουργικό κομμάτι του περιοδικού».
____________
Η αρχή έγινε τον περασμένο Απρίλιο, στα μέσα του εξαμήνου, όταν η υπεύθυνη φωτογραφικού τμήματος του «ΕΨΙΛΟΝ» επισκέφθηκε τη σχολή φωτογραφίας, βίντεο και νέων τεχνολογιών Focus, καλεσμένη του φωτογράφου Παύλου Φυσάκη, που διδάσκει στη σχολή τα μαθήματα «Καλλιτεχνική φωτογραφία» και «Ρεπορτάζ». Εκεί που η Νικάνδρη Κουκουλιώτη μιλούσε με τους σπουδαστές για τη φύση της συνεργασίας φωτογράφων και περιοδικών, δηλαδή τις αναθέσεις θεμάτων, τις αισθητικές απαιτήσεις των υπευθύνων των περιοδικών, τις σφιχτές και αυστηρές προθεσμίες, της ήρθε η ιδέα: γιατί να μη δουλέψουν τα παιδιά -όσα θέλουν- ένα φωτογραφικό πρότζεκτ σε συνεργασία με το «ΕΨΙΛΟΝ», με σκοπό το πρότζεκτ να δημοσιευτεί στο περιοδικό;
Κέρδος για τα παιδιά, που θα αποκτούσαν από πρώτο χέρι εμπειρία από τις πραγματικές συνθήκες εργασίας και θα έβλεπαν τη δουλειά τους δημοσιευμένη, κέρδος και για το περιοδικό, που θα είχε στις σελίδες του το έργο νέων φωτογράφων, θα έπαιρνε κάτι από τον ενθουσιασμό τους και τη φρέσκια τους ματιά και θα είχε την ικανοποίηση ότι μοιράζεται την εμπειρία του, προσθέτοντας κάτι στην εκπαίδευση νέων ανθρώπων.
Ο Παύλος Φυσάκης βρήκε την ιδέα καλή. Πριν από 15 χρόνια, άλλωστε, και ο ίδιος είχε δημοσιεύσει ένα από τα πρώτα του ρεπορτάζ στο «ΕΨΙΛΟΝ». Η εμπειρία του του είχε δείξει πως η εξωστρέφεια κάνει καλό στις σχολές φωτογραφίας, πως οι δουλειές των σπουδαστών πρέπει να απευθύνονται και σε ανθρώπους έξω από τον κύκλο της σχολής και πως οι σπουδαστές πρέπει να έρχονται σε επαφή με τις πραγματικές συνθήκες εργασίας. «Βοηθάει τα παιδιά να καταλάβουν πού πάνε να μπλέξουν» λέει. «Να γνωρίσουν αν αυτό που κάνουν έχει αντίκτυπο και σε άλλους, πέρα από τους καθηγητές. Να δουν τις πραγματικές συνθήκες. Την πίεση, το χρόνο, τα ερωτήματα που αντιμετωπίζει ο υπεύθυνος του περιοδικού: Θα αρέσει στους αρχισυντάκτες; Ταιριάζει με τα υ- πόλοιπα θέματα; Χωράει; Μπορώ να το δημοσιεύσω;»
Το θέμα το όρισαν οι άνθρωποι του περιοδικού και ήταν επίτηδες γενικό, ώστε να αφήνει στους σπουδαστές το περιθώριο να το οδηγήσουν εκεί που ήθελε ο καθένας. Τέσσερεις λέξεις κλειδιά: «παιδεία», «πολιτισμός», «κουλτούρα» και «αισιοδοξία». Τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία, στους τομείς της παιδείας, του πολιτισμού και της κουλτούρας, που μας κάνει να αισιοδοξούμε και να χαμογελάμε;
Δήλωσαν συμμετοχή επτά σπουδαστές, έγιναν οι πρώτες συναντήσεις και αμέσως υπήρξαν διαφοροποιήσεις. «Οταν συγκεντρωθήκαμε να δούμε τα θέματα που είχαν σκεφτεί», λέει η Νικάνδρη, «υπήρξε ένα μικρό πρόβλημα: δεν μπορούσαν να αντιληφθούν καθαρά το θέμα της αισιοδοξίας. Ηταν κάτι έξω από τη δεδομένη συνθήκη, τόσο τη δική τους, την ηλικία τους, τα διαβάσματά τους, τον τρόπο που έχουν μάθει να σκέφτονται, όσο και την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και αν το θέμα της αισιοδοξίας δεν βγήκε απόλυτα, τα παιδιά μπήκαν σε μια διεργασία σκέψης ώστε να το προσεγγίσουν».
Κάθε σπουδαστής προσέγγισε το θέμα με τον δικό του τρόπο. Η Υβέτ Καψάλα, που είχε ήδη ξεκινήσει να φωτογραφίζει πορτρέτα αγνώστων στο δρόμο για μια άλλη εργασία, σκέφτηκε ότι η παιδεία και ο πολιτισμός αποτυπώνονται ιδανικά στις εκφράσεις των Αθηναίων την ώρα που περπατούν σκεφτικοί και μοναχικοί στο δρόμο. Εβαλε τηλεφακό στην κάμερά της, την έστησε σε διάφορα σημεία του κέντρου της Αθήνας κι άρχισε να παρατηρεί και να φωτογραφίζει τις εκφράσεις των ανθρώπων που περπατούν μοναχικοί και σκεφτικοί μέσα στο πλήθος.
Ο Γιάννης Φαφουτάκης βρήκε την αισιοδοξία στην αλληλεγγύη και την οργανωτικότητα των πολιτών που είχαν καταλάβει την πλατεία Συντάγματος. Γράφτηκε στην ομάδα πολυμέσων και στην καλλιτεχνική ομάδα, για να δικαιούται την εμπιστοσύνη τους και να αποκτήσει πρόσβαση, και βάλθηκε να φωτογραφίζει τα συσσίτια, το αυτοσχέδιο ιατρείο πρώτων βοηθειών και τους παθιασμένους ομιλητές της λαϊκής συνέλευσης.
Ο Γιώργος Γαβριλάκης αναζήτησε τον πολιτισμό και την παιδεία στα γκράφιτι και τα άλλα ανθρώπινα ίχνη που σημαδεύουν τους τοίχους της πόλης. Περπάτησε την Αθήνα, παρατηρώντας τις πλευρές της που συνήθως προσπερνούμε βιαστικοί και τις φωτογράφισε για να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία να μας πουν το μυστικό τους.
Η Ξένια Νασιέλου σκέφτηκε ότι σήμερα η τηλεόραση είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού και της παιδείας μας. Εστησε την κάμερά της σε τρίποδο μπροστά στην τηλεόραση και μόλις έβλεπε κάτι που της τραβούσε το ενδιαφέρον το φωτογράφιζε, όχι τόσο για να δείξει τη μιζέρια των τηλεοπτικών εικόνων, αλλά για να μας κάνει κάπως να χαμογελάσουμε με το γκροτέσκο, την αστεία πλευρά της.
Υπήρξαν κι άλλες δουλειές άλλων παιδιών, που δεν κατάφεραν να ολοκληρωθούν ή να ενσωματωθούν στο τελικό πρότζεκτ. Γιατί τελικά τα τέσσερα πρότζεκτ των παιδιών που επελέγησαν είναι τα διαφορετικά νήματα μιας αφήγησης που προσαρμόζει τις τέσσερεις λέξεις κλειδιά του θέματος στο ειδικότερο πλαίσιο της καθημερινής ζωής στην πόλη, που λειτουργεί σαν ιστός, εμπλέκοντας στα νήματά της τους ανθρώπους που εικονίζονται στις φωτογραφίες και μαζί τους φωτογράφους. Οι σκεφτικοί περιπατητές της Υβέτ είναι οι ίδιοι που προσπερνούν τα συνθήματα στους τοίχους του Γιώργου, ίσως μάλιστα να είναι κι απ' αυτούς που τα γράφουν. Είναι οι ίδιοι πάλι που μπορεί να διαμαρτύρονται στην πλατεία Συντάγματος και οι ίδιοι που μπορεί να αντικρίζουν στην οθόνη τις γκροτέσκο εικόνες των τηλεοπτικών εκπομπών.
Η αισιοδοξία δεν βρίσκεται μόνο στο περιεχόμενο των φωτογραφιών, αλλά στο ίδιο το πρότζεκτ. Μας δίνει αισιοδοξία ο τρόπος που δούλεψαν ομαδικά, ο τρόπος που προσέγγισαν το θέμα τους, η ευαισθησία τους, η ματιά τους που μεταμορφώνει την καθημερινότητα. Το καταλαβαίνει κανείς από τα λόγια του Γιώργου. «Προσπάθησα να διασχίσω αυτήν την πόλη» λέει «και να εντοπίσω σημεία που φαινομενικά είναι ασήμαντα, αλλά στην πραγματικότητα είναι σημαντικά. Σε μια φωτογραφία, για παράδειγμα, ο τοίχος που γράφει «σε ψάχνω» μόνο ασήμαντος δεν είναι. Φωτογραφίζοντας, δίνεις μια σπουδαιότητα σε κάτι. Είναι σαν να το παρατηρείς, σαν να το δείχνεις, σαν να θέλεις να το δουν κι άλλοι. Συνήθως οι φωτογραφίες δεν είναι για να δίνουν μιαν απάντηση, αλλά για να δημιουργούν άλλα δέκα ερωτήματα. Λίγα δείχνεις και κάνεις τον άλλο να φανταστεί περισσότερα».
Ο Παύλος Φυσάκης συμφωνεί και επαυξάνει: «Για μένα αυτό που έχει ενδιαφέρον στη δουλειά των παιδιών είναι ότι συνομιλούν με τα πράγματα που ανακαλύπτουν και ουσιαστικά τα μεταμορφώνουν. Αυτό που προσπαθώ να κάνω στο μάθημα είναι ουσιαστικά να τα μάθω να βλέπουν λίγο διαφορετικά, να μη σταματάνε στο προφανές, να μπορούν να πάνε λίγο παρακάτω. Γιατί η φωτογραφία είναι μια προσπάθεια απελευθέρωσης του βλέμματος. Τα παιδιά δεν μεταφέρουν απλώς μια πληροφορία, δεν λειτουργούν ως φωτορεπόρτερ, αλλά ως καλλιτέχνες: χρησιμοποιούν τις εικόνες τους πολύ σφιχτά, τις κάνουν όσο γίνεται περιεκτικές, έτσι που μέσα από τη δύναμη της εικόνας να ανοίγονται πολλαπλές ερμηνείες».
Το πιο εύγλωττο παράδειγμα μεταμόρφωσης το δίνουν τα πολύπτυχα του Γιάννη με τις πολλαπλές εικόνες των ομιλητών στην πλατεία Συντάγματος, παρατεταγμένων στη σειρά. «Είναι όλο τραβηγμένο με ευρυγώνιο από αρκετά κοντά και με το φλας σε ρύθμιση τηλεφακού» εξηγεί ο Γιάννης, δηλαδή το φλας φωτίζει πολύ στενότερη γωνία από εκείνην που βλέπει ο φακός. «Το αποτέλεσμα είναι σαν να φωτίζεις μόνο το χαρακτήρα του ανθρώπου, σαν να μη σε ενδιαφέρει το περιβάλλον παρά μόνο η προσω- πικότητα των ανθρώπων. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ήταν πραγματικά πολύ εκνευρισμένοι την ώρα που μιλούσαν κι έτσι όπως στέκονταν μπροστά στα μικρόφωνα και κουνούσαν τα χέρια τους ήταν σαν να τραγουδάνε. Ο ένας δίπλα στον άλλο μοιάζουν σαν τραγουδιστές μιας μπάντας επί σκηνής».
Το νόημα διαφεύγει και μετεωρίζεται. Τα σκεφτικά πρόσωπα της Υβέτ μάς βάζουν κι εμάς σε σκέψεις. Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα τι σκέφτονται τη φευγαλέα στιγμή που τα αποτυπώνει ο φακός; Την επόμενη στιγμή οι σκέψεις τους έχουν αλλάξει και μαζί η έκφρασή τους, καθιστώντας κάθε φωτογραφία μοναδική και αινιγματική. «Παρατηρώντας αυτές τις φωτογραφίες», λέει η Υβέτ, «βλέπουμε περισσότερα από όσα θα βλέπαμε με μια ματιά που ρίχνουμε στους ανθρώπους τους οποίους προσπερνάμε στο δρόμο. Ακούγεται εύκολο, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Είναι δύσκολο να πιάσεις τη στιγμή που ο άλλος σκέφτεται, γιατί αλλάζουν συνεχώς οι μορφασμοί. Είναι δύσκολο να καταφέρεις να τους φωτογραφίσεις χωρίς να σε δουν, γιατί, αν σε δουν, αναρωτιούνται για σένα και αλλάζει τελείως η έκφρασή τους. Είναι δύσκολο και τεχνικά, διότι δούλεψα με τηλεφακό και έπρεπε να υπολογίζω τις διαφορετικές αποστάσεις που τύχαινε να βρεθεί ο καθένας σε σχέση με την κάμερα».
Τι έμαθαν οι σπουδαστές από αυτήν τη διαδικασία; Το λένε οι ίδιοι: να ακούει ο ένας τον άλλο, να αναζητούν από κοινού το νόημα της εργασίας τους και να δουλεύουν ομαδικά. «Δούλεψα περισσότερο το τεχνικό κομμάτι» λέει η Ξένια. «Δούλεψα με τρίποδο, που δεν το είχα ξανακάνει κι επίσης αφιέρωσα σ' αυτό το πρότζεκτ τέσσερεις μήνες. Δεν είχα ξαναφιερώσει τόσο χρόνο σε μια δουλειά. Την άρχισα και την ολοκλήρωσα και βρισκόμουν συνέχεια σε εγρήγορση».
Οι σπουδαστές πήραν επίσης μια ιδέα πώς λειτουργεί ένα περιοδικό, ποιες είναι οι πραγματικές απαιτήσεις της δουλειάς και τι θα έχουν ν' αντιμετωπίσουν όταν βγουν στην αγορά εργασίας. Από την πλευρά τους, οι άνθρωποι του περιοδικού που ενεπλάκησαν στη διαδικασία έχουν κάθε λόγο να χαίρονται που φιλοξενούν σήμερα τη δουλειά των παιδιών - όχι μόνο γιατί τους δίνουν βήμα να δείξουν τη δουλειά τους, αλλά και διότι έγιναν ο καταλύτης για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις νέων ανθρώπων, που με τη σκέψη και το έργο τους πλουτίζουν τον πολιτισμό και την παιδεία μας.
«Είναι μια πρόταση να μπορούμε να κάνουμε αυτές τις συνδέσεις μεταξύ των ανθρώπων που είναι επαγγελματίες και των παιδιών που βρίσκονται σε μια σχολή και προ- σπαθούν να κάνουν κάποια πράγματα» λέει η Νικάνδρη Κουκουλιώτη. «Ανανεώνομαι κι εγώ ως επαγγελματίας μέσα από τη δική τους οπτική, βλέποντας τι θέλουν να κάνουν και πού θέλουν να το πάνε τα νέα παιδιά. Και σ' αυτά αλλάζει ο τρόπος που σκέφτονται και δουλεύουν. Μπαίνουν σ' ένα κλίμα διαφορετικό. Αυτές οι συνδέσεις αποτελούν μια πρόταση όχι μόνο για τη φωτογραφία, αλλά και για τη δημοσιογραφία και για κάθε δημιουργικό κομμάτι του περιοδικού».
____________
INFO
Τα έργα των σπουδαστών θα εκτεθούν στην Αθήνα, στην ΒΟΟΖΕ COOPERATIVA (Κολοκοτρώνη 57) από 8 Οκτωβρίου (εγκαίνια) έως 21 Οκτωβρίου με τίτλο «Τώρα». Παράλληλα, παρουσιάζεται και η έκθεση των τελειοφοίτων της σχολής Focus.
Τα έργα των σπουδαστών θα εκτεθούν στην Αθήνα, στην ΒΟΟΖΕ COOPERATIVA (Κολοκοτρώνη 57) από 8 Οκτωβρίου (εγκαίνια) έως 21 Οκτωβρίου με τίτλο «Τώρα». Παράλληλα, παρουσιάζεται και η έκθεση των τελειοφοίτων της σχολής Focus.
-*-