16/10/11

Επιστροφή στην Αθήνα


[w/e, Ιανουάριος 2010]

Σπούδασαν στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στη Βοστόνη. Έκαναν εκεί τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα, είδαν ευκαιρίες να ανοίγονται και, έκπληξη, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Είχαν λόγους σοβαρούς κι ας μοιάζει συντριπτική η σύγκριση: ευκαιρίες υπάρχουν κι εδώ, η ζωή είναι φτηνότερη, το κλίμα καλύτερο, ο έρωτας ανυπόμονος. Πέντε νέες γυναίκες εξηγούν γιατί άφησαν τις αγγλοσαξονικές μητροπόλεις για τα πάτρια εδάφη.
____________

Νατάσσα Παπαδοπούλου
Φωτογράφος – Νέα Υόρκη

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, αλλά είχε την Αμερική στο αίμα της από νωρίς. Τελείωσε την Αμερικανική Σχολή κι έφυγε αρχικά για το Λονδίνο, σ’ ένα αμερικάνικο κολλέγιο, και μετά πήγε κατευθείαν στην πηγή, τη Νέα Υόρκη και το School of Visual Arts. Μετά τη σχολή, άρχισε να δουλεύει φριλάνσερ για το Vibe, to Vice, το Fader και άλλα γνωστά εναλλακτικά περιοδικά, και να φωτογραφίζει για ελληνικά περιοδικά σελέμπριτις από την Ελλάδα που επισκέπτονταν την πόλη. 

Σύντομα ήρθε στην επαγγελματική της ζωή το Playgirl, που αφενός έδινε έμφαση στη δημιουργική φωτογράφιση, παρ' ότι σοφτ πορνό, και αφετέρου πλήρωνε τόσα που της επέτρεπαν ν’ αφιερώσει χρόνο στην προσωπική καλλιτεχνική δουλειά της και ν’ ασχοληθεί με το χόμπι της, το χορό. Με τον καιρό η ποιότητα και οι αμοιβές των φωτογραφιών του Playgirl έπεσαν, ύστερα από αλλαγές στη διεύθυνση, μέχρι που το περιοδικό έκλεισε και η Νατάσσα έμεινε στον άσο. «Τρέχεις για να βγάλεις λεφτά και τελικά ούτε ενέργεια έχεις ούτε λεφτά σου μένουν να κάνεις τα δικά σου», λέει. 

Πριν από δύο καλοκαίρια, ένα προσωρινό πρόβλημα με τη βίζα την έφερε για λίγο στην Αθήνα, όπου ανακάλυψε αφενός ότι η ζωή ήταν φτηνότερη και αφετέρου ότι υπήρχε μια εναλλακτική πλευρά της ζωής της πόλης, η οποία είχε περισσότερο ενδιαφέρον από τη ζωή στη Νέα Υόρκη, όπως κατάντησε μετά την πρόσφατη ραγδαία «εξυγίανσή» της («δεν είναι πια η ΝΥ που ερωτεύτηκα εγώ», λέει, «έχει γίνει πιο βαρετή, την έφτιαξαν για να γίνει τουριστόπολη- μια Ντίσνεϊλαντ»). 

Ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη με σκοπό να μαζέψει τα πράγματά της και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, αλλά δεν τα κατάφερε πριν το επόμενο καλοκαίρι, όταν, σ’ ένα δεύτερο ταξίδι στην Ελλάδα, γνώρισε τον έρωτα κι έμεινε από τότε εδώ. Στα ελληνικά περιοδικά, με τα οποία συνεργάζεται επιλεκτικά πια, την ενοχλεί η έλλειψη δημιουργικότητας, η απευθείας αντιγραφή θεμάτων από το εξωτερικό, η ασυνεννοησία και η έλλειψη σεβασμού στο έργο του φωτογράφου. 

Προτιμά να στέλνει φωτογραφίες σε ιστοσελίδες του εξωτερικού, που πληρώνουν καλύτερα, και ν΄ αφοσιωθεί στην προσωπική καλλιτεχνική της δουλειά. «Γι΄ αυτό το λόγο ήρθα εδώ», λέει, «για να έχω την οικονομική άνεση και το χρόνο να κάνω αυτό που θέλω, με απώτερο σκοπό να το δείξω στην Ευρώπη και στην Αμερική. Δεν θεωρώ ότι ήρθα στην Ελλάδα, αλλά σε μια χώρα της Ευρώπης που τυχαίνει να είναι φτηνή και βολική. Αν χρειαστεί, μπορώ να ξαναφύγω».

_____________

Φάνια Σινανιώτη
Αρχιτεκτόνισσα - Λονδίνο, Βοστόνη

Κατερίνα Βορδώνη
Αρχιτεκτόνισσα - Λονδίνο, Βοστόνη


VOIS Architects

Φίλες από παιδιά, αγαπούσαν και οι δύο την αρχιτεκτονική, αλλά δεν ήθελαν να περάσουν τη διαδικασία των Πανελληνίων κι έφυγαν να σπουδάσουν στο Λονδίνο. Δεν το μετάνιωσαν: αντί για μαθηματικά, δομική και στατική, εκπαιδεύτηκαν σε μια πιο ελεύθερη και δημιουργική προσέγγιση του χώρου και τρία χρόνια μετά, με ένα ολιγόμηνο διάλειμμα, βρέθηκαν στο αρχιτεκτονικό γραφείο Sasaki Associates στη Βοστόνη για την πρακτική τους άσκηση. Εντυπωσιάστηκαν από το γραφείο («τρομερός επαγγελματισμός, επικοινωνία, οργάνωση»), το οποίο τις αντιμετώπισε ως κανονικά μέλη, με ανάλογα καθήκοντα και αμοιβές? θέλησαν όμως να επιστρέψουν στο Λονδίνο για να προχωρήσουν σε μεταπτυχιακό, η Φάνια στο Royal College of Art και η Κατερίνα στο Architectural Association. 

Όταν τελείωσαν, η Φάνια έπιασε δουλειά σ’ένα αρχιτεκτονικό γραφείο του Λονδίνου, το Spaced Out, και η Κατερίνα επέστρεψε στην Ελλάδα για ένα σύντομο διάλειμμα, με σκοπό να κάνει αιτήσεις για δουλειά και να ξαναφύγει σύντομα. Η ζωή τα έφερε αλλιώς. Της έγινε πρόταση να συμμετάσχει στο σχεδιασμό ενός σπιτιού, ακολούθησαν κι άλλες, και μπήκε για τα καλά στην ελληνική πραγματικότητα. Ένα χρόνο μετά, επέστρεψε από το Λονδίνο και η Φάνια, που είδε ότι δύσκολα τα βγάζει πέρα στο Λονδίνο ως υπάλληλος κι ότι ακόμα πιο δύσκολα μπορούσε να πραγματοποιήσει το όνειρό της ν’ ανοίξει το δικό της γραφείο. 

Tα δύο κορίτσια ίδρυσαν από κοινού το δικό τους γραφείο στην Αθήνα. Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό, άρχισαν να καταλαβαίνουν τι σημαίνει «ελληνική πραγματικότητα»: δυσπιστία στις νέες ιδέες και στον πειραματισμό, σύγχυση της δουλειάς του αρχιτέκτονα με τη δουλειά του πολιτικού μηχανικού, εξάντληση από τη χρονοβόρα γραφειοκρατία της Πολεοδομίας και μια εν γένει καχυποψία, που εκδηλώνεται συχνά με φράσεις όπως «αυτό που ζητάς δεν γίνεται!» και «κορίτσι μου, τι μας λες τώρα!». Η Αθήνα βέβαια έχει γίνει πιο ανοιχτή στις διεθνείς εξελίξεις, μέσα από διαλέξεις και εκθέσεις, αλλά τους λείπει «ο διάλογος και η επαφή που έχεις με τον κόσμο, όλο αυτό το buzz, και ο επαγγελματισμός σε όλα τα επίπεδα». Έχουν βέβαια άλλα: ελληνική φύση, εκδρομές, τους αγαπημένους τους ανθρώπους κοντά. Κι ακόμη, μέσα στις δυσκολίες, ωραίες ευκαιρίες να δημιουργήσουν. 

Στα πρότζεκτ για τα οποία νιώθουν υπερήφανες είναι η συμμετοχή τους στην ανάπλαση κτηρίων στον Κεραμεικό και του ξενοδοχείου Ποσειδώνιον στις Σπέτσες, ο σχεδιασμός κατοικιών στο Μαραθώνα, στη Μύκονο και στην Αντίπαρο, και η συμμετοχή τους σε δημόσιο διαγωνισμό για την ανάπλαση του Αγίου Κοσμά. «Υπάρχει potential εδώ, ακριβώς γιατί λείπουν πράγματα», λένε. «Επειδή η κλίμακα είναι μικρή και δουλεύουμε πολύ, δεν μπορεί, τα πράγματα θ’ αλλάξουν προς το καλύτερο. Εδώ θα καταφέρουμε κάτι. Στον ανταγωνισμό του Λονδίνου είναι εύκολο να χαθείς».

____________

Μαριαφλώρα Παπαπαναγιώτου
Σύμβουλος Μόδας - Λονδίνο


Αγαπούσε τη μόδα από μικρή κι έτσι, όταν τελείωσε το Λύκειο, δούλεψε δυο χρόνια σε περιοδικά κι έφυγε, με τις ευλογίες των δικών της, για τη φημισμένη σχολή μόδας Saint Martin’s του Λονδίνου. Ο στόχος διπλός: να γίνει κατά το δυνατόν Λονδρέζα και να μπει στον κόσμο της μόδας. 

Τον πρώτο στόχο τον πέτυχε ως προς τον επαγγελματισμό, την αφοσίωση και την ευελιξία των Λονδρέζων σε επαγγελματικά ζητήματα («πρέπει να έχεις πραγματικά σκληρά νεύρα και να μη δείχνεις όλα σου τα χαρτιά», λέει), την ενοχλούσε όμως η ψυχρότητα των κοινωνικών συναναστροφών και το γεγονός ότι έπρεπε να μοιράζεται το σπίτι με συγκατοίκους, ζώντας σε μικρά δωμάτια. 

Τον δεύτερο στόχο, να εισχωρήσει στη μόδα, τον πέτυχε διάνα. Μετά τη σχολή, δούλεψε με τον σχεδιαστή Rafael Lopez, που τότε ήταν στο απόγειό του, και στη συνέχεια με τον συμφοιτητή της Christopher Cane, που ξεκινούσε τότε το δικό του επιτυχημένο λέιμπελ. Έμεινε μαζί του 2,5 χρόνια, κάνοντας και μαθαίνοντας περίπου τα πάντα. Σκεφτόταν να δοκιμάσει την τύχη της ως ελεύθερη επαγγελματίας, όταν ερωτεύτηκε έναν Έλληνα και συνειδητοποίησε ότι η οικονομική κρίση είχε δημιουργήσει στο Λονδίνο μια αφόρητη κατάσταση. 

Αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα, ύστερα από 10 χρόνια απουσίας. Έδωσε στον εαυτό της πέντε μήνες ανάπαυλα για να ασχοληθεί με τη διακόσμηση του δικού της, επιτέλους, σπιτιού (προϊόν μιας απρόσμενης κληρονομιάς) και μπήκε δυναμικά στον επαγγελματικό στίβο ως σύμβουλος μόδας. Τελευταία της δουλειά η συνεργασία με τον επιτυχημένο και δημιουργικό Γιώργο Ελευθεριάδη στην τελευταία του κολεξιόν, που έφτασε ως τη Βαρκελώνη. Από το Λονδίνο της λείπει η ευγένεια, η τήρηση των προθεσμιών, το αυτοσαρκαστικό χιούμορ, η δημιουργικότητα που σε περιμένει σε κάθε γωνία. 

«Στην Ελλάδα υπάρχει φόβος για το καινούργιο», λέει. «Σου κόβει τα φτερά πριν ακόμα ξεκινήσεις. Οι Έλληνες δεν είναι καθόλου εκκεντρικοί – με κουράζει αυτό το μαύρο παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι, σαν να φοράνε όλοι μια στολή από τα ‘90ς». Αλλά δεν είναι όλα μαύρα στην Ελλάδα. «Έχει δημιουργηθεί ήδη μια πλατφόρμα στο χώρο της μόδας κι αισθάνεσαι ότι αν σπείρεις, θα φυτρώσει καρπός. Ενώ στο Λονδίνο η υπερπροσφορά δημιουργικότητας και η τελειομανία δημιουργούν καμιά φορά κορεσμό και μηδενισμό –φοβάσαι να κάνεις κάτι καινοτόμο από φόβο μην αντιγράψεις κάτι που έχει ήδη γίνει».

____________

Αφροδίτη Παναγιωτάκου
Πολιτιστική Διαχείριση - Λονδίνο


Παρ' όλες τις σπουδές της στο πιάνο, κατάλαβε νωρίς ότι δεν ήταν φτιαγμένη για τη ζωή του καλλιτέχνη κι αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την τέχνη διά της πλαγίας οδού: σπούδασε μουσικολογία στην Αθήνα κι έφυγε στο Λονδίνο, όχι μόνο για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αισθητική της Όπερας και κατόπιν στην Πολιτιστική Διαχείριση, αλλά και για να πάρει όσα περισσότερα μπορούσε από μια πόλη πολυπολιτισμική και ζωντανή, «μια πόλη», λέει, «στην οποία ο κόσμος πηγαίνει για να τα καταφέρει». 

Από την πρώτη στιγμή, έβαλε γνώμονα ότι θα δοκιμάσει την τύχη της πρώτα σε κορυφαίους οργανισμούς κι ότι θα αντιμετωπίσει την εργασία ως ευκαιρία να μάθει τα πάντα. «Πρέπει να κάνεις πολύ χαμαλίκι», λέει, «να βγάλεις πολλές φωτοτυπίες, να μελετήσεις βιογραφικά, να βρεθείς πίσω στη σκηνή με τους ηλεκτρολόγους, για να καταλάβεις τι σημαίνει καλλιτεχνική παραγωγή». 

Ξεκίνησε βοηθώντας έναν σκηνοθέτη στην πολυβραβευμένη θεατρική εταιρεία Cheek by Jowl, στη συνέχεια έκανε ένα stage στο διάσημο Royal Opera House, που εξελίχτηκε σε δουλειά, και, όταν ένιωσε ότι έμαθε αρκετά εκεί, δέχτηκε την πρόταση ν'αναλάβει τη διεύθυνση του πολιτιστικού τμήματος του Hellenic Centre, ενός ιδρύματος που προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό στη Μ. Βρετανία. Είχε μείνει ήδη έξι χρόνια στο Λονδίνο όταν ένιωσε ότι άρχισε να το χορταίνει κι ότι ήταν έτοιμη να δοκιμάσει την τύχη της στη Νέα Υόρκη. 

Αλλά προσωπικοί λόγοι την έκαναν να επιστρέψει στην Ελλάδα, με την ελπίδα και την προοπτική να ξαναφύγει. «Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν δύσκολα», λέει. «Από τη μια ένιωθα ότι είχα προδώσει αυτό που ήθελα να κάνω κι από την άλλη αισθανόμουν εγκλωβισμένη σε μια εσωστρεφή χώρα, που δεν έχει τα ερεθίσματα μιας πολυπολιτισμικής μητρόπολης, με κίνδυνο να σε κάνει να επαναπαυτείς». Όμως στο θέμα της δουλειάς δεν τα βρήκε τόσο άσχημα: περιοδικό Highlights, Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού του ΥΠΠΟ (από τους ελάχιστους φορείς που απάντησαν στα βιογραφικά που έστελνε, αγνοώντας τις συμβουλές των φίλων της ότι εδώ δεν μετρούν τα βιογραφικά, αλλά οι γνωριμίες), Λυρική Σκηνή. 

Εδώ και λίγο καιρό ξεκίνησε μια νέα δουλειά ως υποδιευθύντρια και υπεύθυνη επικοινωνίας της νέας Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση και πρώτη φορά δεν κάνει σκέψεις να φύγει από την Ελλάδα. «Η Ελλάδα μπορεί να στερείται υποδομών, οργάνωσης, συστήματος και μεθόδου», λέει. «Από την άλλη, όπως και σε οποιαδήποτε χώρα, όταν έχεις στις αποσκευές σου διαφορετικές εμπειρίες από μια χώρα του εξωτερικού, μπορείς να κάνεις χιλιάδες πράγματα».

-*-