20/10/11

Μοντερνισμός: μια ιστορική αναδρομή


[Εψιλον, 8/5/11]

Οτο Νόιρατ: Isotypes (πηγή: swisslegacy.com)
Ο 20ός αιώνας βρήκε την Ευρώπη στο μέσο τεράστιων αλλαγών. Τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν έρθει τα πάνω κάτω στις επιστήμες, την οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική: εκβιομηχάνιση, καπιταλισμός, κυριαρχία της αστικής τάξης, δημιουργία προλεταριάτου, σύγχρονες μεγαλουπόλεις, σιδηρόδρομος, τηλέγραφος, κοινή ώρα σε κάθε χρονική ζώνη, κοινωνικές και πολιτικές επαναστάσεις, εθνικιστικά κινήματα, αποικιοκρατία. Η κοσμοαντίληψη που συνόδευσε αυτές τις αλλαγές ονομάστηκε νεωτερικότητα. Τη χαρακτήριζε η πεποίθηση των ανθρώπων ότι ζουν σε μια κοινωνία διαφορετική, καλύτερη από την προηγούμενη.


Η νέα κοσμοαντίληψη αποτυπώθηκε σε ορισμένα καλλιτεχνικά έργα, που διέφεραν τόσο απ' ό,τι προϋπήρχε όσο η αναγεννησιακή τέχνη διέφερε από τη μεσαιωνική. Οι νεωτερικοί καλλιτέχνες αμφισβήτησαν τις δύο κυρίαρχες αισθητικές παραδόσεις του 19ου αι., το ρομαντισμό και το ρεαλισμό, και στράφηκαν προς έναν άλλο ρεαλισμό, πειραματικό και όχι ακαδημαϊκό, που θα έπαιρνε υπόψη τις γνώσεις και τις αντιλήψεις της νέας εποχής: τις φευγαλέες εντυπώσεις που δημιουργεί η πόλη, το παράλογο της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τον εξωτισμό και την απλότητα της τέχνης των αποικιών, τους εξωτερικούς χώρους, την ενδοσκόπηση και την ανάδυση του καλλιτέχνη ως αυτόνομης προσωπικότητας που βάζει ο ίδιος τους κανόνες της τέχνης του.

Ο Μποντλέρ κατέγραψε στην ποίησή του τις εντυπώσεις του από τις περιπλανήσεις του στις στοές και τα βουλεβάρτα του νέου Παρισιού, αναστοχαζόμενος τον εαυτό του σε σχέση με την πόλη του και την εποχή του. Στα δημόσια κτήρια οι αρχιτέκτονες χρησιμοποίησαν νέα υλικά κι έβαλαν νέους κανόνες, προσπαθώντας να ξεπεράσουν σε ύψος αυτό που μέχρι τότε θεωρούνταν δυνατό: ο Πύργος του Αϊφελ, που κατασκευάστηκε ως προσωρινή αψίδα εισόδου της Παγκόσμιας Εμπορικής Εκθεσης του Παρισιού το 1889, για την επέτειο των εκατό χρόνων από τη Γαλλική Επανάσταση, έγινε το υψηλότερο κτήριο στον κόσμο. Στη ζωγραφική οι ιμπρεσιονιστές θέλησαν να μεταφέρουν στον καμβά τη ρεαλιστική αποτύπωση μιας φευγαλέας εντύπωσης.

Τους βοήθησαν, άλλωστε, οι εξελίξεις στην τεχνολογία και την πολιτική. Η εφεύρεση και διάδοση της φωτογραφίας δημιούργησε μια νέα ανταγωνιστική τέχνη, από την οποία έπρεπε να διαφοροποιηθεί η ζωγραφική, αναπτύσσοντας τα δικά της, μοναδικά εκφραστικά μέσα. Τα επιτεύγματα της χημείας τον 19ο αι. έκαναν προσιτά τα υλικά με τα οποία κατασκευάζονταν οι πίνακες. Και η γαλλική επανάσταση κατέσχεσε τις συλλογές των αριστοκρατών και έκανε την τέχνη έκθεμα σε μουσεία και γκαλερί. «Με την επέκταση των μεσαίων εμπορευματικών τάξεων και την άφιξη των ντίλερ, η τέχνη έγινε βιομηχανία» γράφει ο Πίτερ Τσάιλντς («Modernism», εκδ. Routledge, 2008).

Αυτές οι εξελίξεις θεωρούνται πρόδρομοι του αισθητικού ρεύματος που αναπτύχθηκε τον 20ό αιώνα και έγινε γνωστό ως μοντερνισμός. Κάποιοι μιλούν για «μοντερνισμούς», στον πληθυντικό, διότι το ρεύμα περιλαμβάνει διαφορετικά κινήματα, με ανυπέρβλητες διαφορές μεταξύ τους. Μοιράζονται, όμως, την πεποίθηση ότι πραγματοποιούν ρήξη με το παρελθόν και ότι οδηγούν την τέχνη σε νέους, αδιάβατους δρόμους.

Το πνεύμα του μοντερνισμού το εξέφρασε προγραμματικά ο ιταλός ποιητής Φιλίπο Τομάσο Μαρινέτι, που δημοσίευσε το «Μανιφέστο του φουτουρισμού» πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «Φιγκαρό» στις 20 Φεβρουαρίου 1909. Στην εισαγωγή και στα 11 άρθρα του προανήγγειλλε την καταστροφή των μουσείων, των βιβλιοθηκών και των ακαδημιών και εκθείαζε την ταχύτητα, τον πόλεμο, τον πατριωτισμό και τη μηχανή. «Ενα αγωνιστικό αυτοκίνητο», έλεγε το άρθρο 4, «του οποίου η εξάτμιση κοσμείται με μεγάλους σωλήνες, σαν ερπετά με εκρηκτική ανάσα, ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο που καλπάζει μανιασμένο είναι ωραιότερο από τη Νίκη της Σαμοθράκης».

Στην αρχιτεκτονική, ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με τον αμερικανό Φρανκ Λόιντ Ράιτ να σχεδιάζει τέσσερα σπίτια στα περίχωρα του Σικάγου με την τεχνοτροπία που αργότερα έγινε γνωστή ως «στυλ του λιβαδιού», εγκαινιάζοντας νέο ύφος στην αρχιτεκτονική: οριζόντιες γραμμές, χαμηλό ύψος, μεγάλα ανοίγματα, επιρροές από τη γιαπωνέζικη αρχιτεκτονική, έμφαση στη δομή και απόρριψη των διακοσμητικών μορφολογικών στοιχείων, και σύνδεση του κτηρίου με το φυσικό του περιβάλλον.

Η μεγάλη αλλαγή στη ζωγραφική ήρθε το 1907, όταν ο Πικάσο ζωγράφισε τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν», προαναγγέλλοντας το κίνημα του κυβισμού που ανέπτυξε δυο χρόνια αργότερα μαζί με τον Μπρακ. Από τις πέντε γυμνές «Δεσποινίδες της Αβινιόν» απουσίαζε η προοπτική και οι μορφές ήταν περισσότερο μια σύνθεση γεωμετρικών σχημάτων. Λίγο αργότερα, το 1911, ο ρώσος ζωγράφος και θεωρητικός της τέχνης Βασίλι Καντίνσκι, με την ομάδα «Γαλάζιος Καβαλάρης» που σχημάτισε στο Μόναχο, προχώρησε ακόμη περισσότερο, αναγγέλλοντας την αφηρημένη τέχνη, που βασιζόταν στην αρχή πως η πεμπτουσία της ζωγραφικής είναι το χρώμα.

Μεγάλες ήταν οι αλλαγές και στη μουσική. Το 1908 ο αυστριακός συνθέτης Αρνολντ Σένμπεργκ εισήγαγε ατονικά στοιχεία στα τελευταία μέρη του Δεύτερου Κουαρτέτου Βιολιών, προαναγγέλλοντας το δωδεκαφθογγικό σύστημα, με το οποίο καταργούσε τις ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των μουσικών φθόγγων, στις οποίες είχε βασιστεί ολόκληρη η δυτική μουσική. Το 1913 στην Ιταλία ο φουτουριστής συνθέτης Λουίτζι Ρούσολο έγραψε την «Τέχνη των θορύβων» και κατασκεύασε ειδικά μηχανήματα που του επέτρεπαν να επεξεργάζεται κάθε λογής ήχους από το περιβάλλον και να βάζει στις συνθέσεις ήχους από μηχανές. Το 1913 ήταν σημαδιακό έτος για τη μουσική και εξαιτίας της ρωσικής παράστασης του μπαλέτου «Ιεροτελεστία της άνοιξης» από τα διάσημα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, σε μουσική του Ιγκόρ Στραβίνσκι και χορογραφία του Βάσλαβ Νιζίνσκι. Η μουσική έκανε ετεταμένη χρήση πρωτόγονων ρυθμών, μουσικών διαφωνιών, ασυμμετρίας και πολυτονικότητας. Η πρεμιέρα, στις 29 Μαΐου του 1913 στο Παρίσι, διακόπηκε από τις αποδοκιμασίες των θεατών.

Στη λογοτεχνία το 1909 ο ρώσος ζωγράφος και συγγραφέας Οσκαρ Κοκόσκα έσπασε την κλασική δραματική αφήγηση με το εξπρεσιονιστικό θεατρικό έργο «Δολοφόνος, η ελπίδα των γυναικών». Ομως, ο μοντερνισμός μπήκε δυναμικά στη λογοτεχνία με το μνημειώδες μυθιστόρημα «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ. Ο πρώτος τόμος δημοσιεύτηκε το 1909 και ο έβδομος και τελευταίος το 1927, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα. Μαζί με τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις, θεωρείται το κατ' εξοχήν μοντέρνο μυθιστόρημα όχι μόνο γιατί δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποκειμενική συνείδηση του αφηγητή, η οποία επεξεργάζεται και την παραμικρή λεπτομέρεια, με συνηθέστερο εργαλείο τις μεταφορικές εικόνες, αλλά και διότι αποτελεί μια νέα ματιά πάνω στο χρόνο: όχι τον μετρήσιμο χρόνο της καθημερινότητας και της κοινωνικής ανόδου, αλλά το χρόνο του ψυχικού βιώματος, του μόνου που μετράει και μπορεί να κερδηθεί μέσα από την ανάμνηση, σημειώνει η Πέπη Ρηγοπούλου («Αυτοματοποιητική», εκδ. Αποψη).

Ο «Οδυσσέας» του Τζόις, που κυκλοφόρησε σε συνέχειες από το 1918 ώς το 1920 και ολόκληρος το 1922, περιγράφει τη ζωή του Λεοπόλδου Μπλουμ κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, της 16ης Ιουνίου 1904. Μέσω της τεχνικής της συνειδησιακής ροής, της καταγραφής των σκέψεων και παρατηρήσεων του αφηγητή όπως του έρχονται στο μυαλό, ο αναγνώ- στης ζει τη διαφορετική αίσθηση του χρόνου όπως τον βιώνει ο αφηγητής. Καθώς κάθε κεφάλαιο είναι γραμμένο σε διαφορετικό ύφος, ένα σαν θεατρικό έργο, άλλο σαν άρθρο περιοδικού, το μυθιστόρημα είναι ένα αναστοχαστικό σχόλιο πάνω στην ίδια τη λογοτεχνία, κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό του μοντερνισμού.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1910 ο Μεγάλος Πόλεμος και η Ρωσική Επανάσταση δημιούργησαν νέα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, που σφράγισαν τις τέχνες και τα γράμματα.

Μια ομάδα Γερμανών και Ρουμάνων καλλιτεχνών, που κατέφυγαν στην Ελβετία για να επωφεληθούν από την ουδετερότητα, δημιούργησαν στη Ζυρίχη το κίνημα Νταντά, καλλιτεχνικά δρώμενα που χαρακτηρίζονταν από απουσία νοήματος και ακραία προκλητικότητα, εκφράζοντας αηδία για τις πολιτικές εξελίξεις και την ίδια την τέχνη.

Το κίνημα εξαπλώθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και στη Ν. Υόρκη, όπου κατέφυγε ο γάλλος Μαρσέλ Ντισάν, εμβληματική μορφή του κινήματος, και εξέθεσε το 1916 το διασημότερο έργο του και -για πολλούς- το σημαντικότερο έργο σύγχρονης τέχνης: έναν ουρητήρα με τον τίτλο «Σιντριβάνι» και την υπογραφή «R. Mutt».

Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο ο μοντερνισμός έγινε κυρίαρχο ρεύμα. Οι Ευρωπαίοι βγήκαν από την περιπέτεια του πολέμου με διάθεση να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν και τις παραδοσιακές αξίες και να κάνουν μια νέα αρχή. Η δεκαετία του '20 ήταν η κατ' εξοχήν μοντέρνα δεκαετία.

Ο αυστριακός συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ περιέγραψε την ατμόσφαιρα του Βερολίνου στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (από το βιβλίο του Πήτερ Γκαίυ, «Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης», εκδ. Νησίδες): «Μακιγιαρισμένα αγόρια με γυναικεία ενδύματα έκαναν βόλτα στην Κουρφιούστενταμ - και όχι μόνον επαγγελματίες: όλοι οι γυμνασιόπαιδες ήθελαν να βγάλουν ένα χαρτζιλίκι, και στα σκοτεινά μπαρ έβλεπες ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους και μεγάλους χρηματιστηριακούς παράγοντες να κορτάρουν αδιάντροπα μεθυσμένους ναύτες. [...] Μέσα στη γενική κατάρρευση των αξιών, κάτι σαν παραφροσύνη κατακυρίευσε ακριβώς εκείνους τους μικροαστικούς κύκλους που ήταν έως τότε ακλόνητοι στην τάξη πραγμάτων τους. Νεαρές κυρίες περήφανα καυχιόνταν πως ήταν διεστραμμένες· το να σε υποψιαστούν πως ήσουν παρθένος στα δεκάξι σου, θεωρούνταν όνειδος σ' όλα τα σχολεία του Βερολίνου».

Η δεκαετία του '20 είναι η δεκαετία της απελευθερωμένης σεξουαλικότητας. Ο Φρόιντ δημοσίευσε τα δύο θεμελιακά έργα του, το «Πέρα από την αρχή της ηδονής» το 1920 και «Το Εγώ και το Εκείνο» το 1923, στα οποία διατύπωσε τη θεωρία των ενστίκτων και μίλησε για την κυριαρχία του ασυνειδήτου πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Πατώντας στο έργο του Φρόιντ, ο γάλλος συγγραφέας και παλιός ντανταϊστής Αντρέ Μπρετόν δημοσίευσε το 1924 το «Σουρεαλιστικό μανιφέστο», στο οποίο ζητά από την τέχνη να εκφράσει «την πραγματική λειτουργία της σκέψης [...] χωρίς τον έλεγχο της λογικής ή κάθε άλλη αισθητική ή ηθική έγνοια». Ο σουρεαλισμός έδωσε μερικά από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά έργα του 20ού αιώνα στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική.

Ο κινηματογράφος, τέχνη που τότε αναπτυσσόταν, έδωσε εμβληματικά έργα της πρωτοπορίας στη Γερμανία και τη Γαλλία. Στη Ρωσία, σκηνοθέτες και θεωρητικοί ανέπτυξαν μια αποκλειστικά μοντερνιστική γλώσσα, ανακαλύπτοντας στο μοντάζ ένα εργαλείο διαλεκτικής σύνθεσης διαφορετικών εικόνων.

Την ίδια στιγμή, ο καπιταλισμός, που υποσχόταν νέες ευκαιρίες ευζωίας στα ανερχόμενα αστικά στρώματα, φρόντισε να οικειοποιηθεί και να αφομοιώσει το μοντερνισμό, εντάσσοντάς τον σε μια τεράστια αγορά, και χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του στις τεχνικές προώθησης της διαφήμισης. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1925 ώς το 1934 στις τρεις από τις τέσσερεις πλευρές του Πύργου του Αϊφελ εικονιζόταν το σήμα της Σιτροέν.

Ο αμερικανός Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ, ο μεγαλύτερος τεχνοκριτικός της εποχής, περιέγραψε το 1939 το παράδοξο της πρωτοπορίας που γίνεται κυρίαρχο ρεύμα («Τέχνη και πολιτισμός», εκδ. Νεφέλη): «Μπορεί πλήθη να συρρέουν στις εκθέσεις του Picasso, μπορεί ο Τ.S. Eliot να διδάσκεται στα πανεπιστήμια, μπορεί οι έμποροι της μοντερνιστικής τέχνης να έχουν ακόμη δουλειά και οι εκδότες να δημοσιεύουν "δύσκολη" ποίηση. Η ίδια όμως η πρωτοπορία, που οσμίζεται ήδη τον κίνδυνο, κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο άτολμη. Ο ακαδημαϊσμός και η εμπορευματοποίηση εμφα- νίζονται πλέον στα πιο απρόσμενα μέρη».

Τα κινήματα του μοντερνισμού ακολούθησαν διαφορετικές πορείες στα πολιτικά ζητήματα. Η τάση που ονομάστηκε «υψηλός μοντερνισμός» ήταν αποστασιοποιημένη από τις πολιτικές και οικονομικές αναζητήσεις της εποχής και επιχείρησε να διαφυλάξει το μοντερνισμό από το μαζικό γούστο της πλειοψηφίας.

Τα μοντερνιστικά έργα αυτής της παράδοσης ήταν περισσότερο ερμητικά και έδιναν έμφαση σε ζητήματα καλλιτεχνικά και συνειδησιακά, παρά κοινωνικά και πολιτικά. Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκει η ποίηση του Εζρα Πάουντ και του Τ. Σ. Ελιοτ (που συνεργάζονται στο εμβληματικό για τον μοντερνισμό ποίημα του Ελιοτ «Ερημη χώρα», του 1922): αμετάφραστοι στίχοι στα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, κατάργηση ομοιοκαταληξίας, έμφαση στην ασυνέχεια και το ανολοκλήρωτο, απουσία συναισθηματισμού και εμμονή στη δημιουργία εικόνων.

Η άλλη παράδοση του μοντερνισμού, επηρεασμένη από τις σοσιαλιστικές ιδέες και το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας, όπως το υποσχόταν η Ρωσική Επανάσταση, ευαγγελιζόταν την εξάπλωση του μοντερνισμού στα στρώματα των εργαζομένων. Σ' αυτήν την παράδοση ο μοντερνισμός λειτουργούσε χειραφετητικά, επιχειρώντας να δώσει στους εργάτες τα εργαλεία να αμφισβητήσουν τις άνισες εξουσιαστικές δομές της κοινωνίας. Ο γερμανός συγγραφέας Μπέρτολντ Μπρεχτ ζητούσε από τους θεατές να μην πιστεύουν αυτό που βλέπουν στη θεατρική σκηνή, αλλά να έχουν συναίσθηση ότι παρακολουθούν μια παράσταση η οποία τους απευθύνει ένα κατασκευασμένο μήνυμα. Για τον Μπρεχτ η τέχνη δεν είχε σκοπό να καθρεφτίσει τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά να προσπαθήσει να τις αλλάξει.

Στην αρχιτεκτονική της περιόδου κυριάρχησε το Μπαουχάουζ, η σχολή καλών και εφαρμοσμένων τεχνών που ίδρυσε το 1919 στη Βαϊμάρη ο γερμανός αρχιτέκτονας Βάλτερ Γκρόπιους. Οι σχεδιαστικές αρχές του Μπαουχάουζ -απλότητα των μορφών, έμφαση στη λειτουργικότητα, συνδυασμός μαζικής παραγωγής και καλλιτεχνικής αξίας- έρχονταν σε ρήξη με την παράδοση που έδινε έμφαση στα φτιασιδώματα της διακόσμησης.


Παρόμοιες ήταν οι αναζητήσεις και σε άλλα μέρη έξω από τη Γερμανία. Ο Έντουαρντ αυστριακός επιστήμονας της πολιτικής οικονομίας Ότο Νόιρατ επεξεργάστηκε μια μοναδική γραφιστική γλώσσα, γνωστή ως Isotype, που απευθυνόταν στους αναλφάβητους εργάτες, με σκοπό να τους μεταφέρει στατιστικές πληροφορίες με εύληπτο τρόπο. Στο Λονδίνο, ο πατέρας της μοντέρνας καλλιγραφίας Έντουαρντ Τζόνστον, με καταγωγή από τη Βρετανία και την Ουρουγουάη, σχεδίασε το 1919 τη γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Λονδίνου και, με μικρές αλλαγές, εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα. 


Η αισιοδοξία της δεκαετίας, όμως, δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Φρόντισαν γι' αυτό το κραχ του 1929 και η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία. Ορισμένοι μοντερνιστές πήραν το μέρος του Μουσολίνι (ο Μαρινέτι, ανάμεσά τους) και του Χίτλερ (ο Πάουντ, ανάμεσά τους). Ομως, οι περισσότεροι είδαν το ναζισμό ως απειλή. Το ναζιστικό κόμμα αποκήρυξε το μοντερνισμό, καίγοντας βιβλία (του Φρόιντ, ανάμεσα σε άλλα) και καταδικάζοντας τα κινήματα της πρωτοπορίας ως «εκφυλισμένη τέχνη». Αυτός ήταν ο τίτλος έκθεσης στο Μόναχο το 1937, όπου μοντερνιστικά έργα εκτίθοντο χωρίς σειρά και συνοδεύονταν από κοροϊδευτικές λεζάντες.

Για να ξεφύγουν πολλοί καλλιτέχνες του μοντερνισμού εγκατέλειψαν την Ευρώπη και κατέφυγαν στις ΗΠΑ. Η λήξη του πολέμου βρήκε τη γαλλική σημαία να κυματίζει και πάλι στον Πύργο του Αϊφελ, όμως αυτήν τη φορά το υψηλότερο κτήριο του κόσμου βρισκόταν στη Νέα Υόρκη: το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ, που εγκαινιάστηκε εξ αποστάσεως την Πρωτομαγιά του 1931 από τον πρόεδρο Χούβερ, ο οποίος άναψε τα φώτα του κτηρίου με το πάτημα ενός κουμπιού από την Ουάσινγκτον.

Μετά τον πόλεμο, ο μοντερνισμός συνέχιζε να έχει εκλάμψεις στην Αμερική. Ο Τζάκσον Πόλοκ δημιούργησε αίσθηση με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό του. Ομως, αυτό που κάποτε ήταν πρωτοποριακό και νέο είχε πια αφομοιωθεί από την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και είχε γίνει κοινός τόπος. Οι πόλεις γέμισαν μοντέρνα κτίσματα και το αστικό περιβάλλον κορέστηκε, σε σημείο να γίνει αβίωτο.

Τη δεκαετία του '70 το μοντέρνο άρχισε να παραδίδει την πρωτοκαθεδρία του στο μεταμοντέρνο - μια πειραματική και παιγνιώδης επιστροφή στην ιστορικότητα, στο παρελθόν, στη φύση. Σήμερα πολλοί θεωρούν ότι και αυτό έχει δώσει όσα είχε να δώσει. Αλλωστε, η διαμάχη μοντέρνου - μεταμοντέρνου εξακολουθεί. Περιστοιχιζόμαστε ακόμα από τα προϊόντα του μοντερνισμού.

Στη σημερινή κρίση κάποιοι ξαναβάζουν το βασικό ερώτημα της νεωτερικότητας: πώς να δώσουμε καινούργιες απαντήσεις στα καινούργια προβλήματα της εποχής μας. Ισως αυτήν τη φορά πρέπει να συμπληρωθεί και από ένα άλλο ερώτημα: πώς δεν θα επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος, λάθη για τα οποία ο μοντερνισμός δεν είναι ανεύθυνος· αλλιώς, αν ο μοντερνισμός μπορεί να ξαναγίνει μοντέρνος και ριζοσπαστικός και για λογαριασμό ποιων.

____________

Info

Η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ και το Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Παναγιώτη και Εφης Μιχελή, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, διοργανώνουν διεπιστημονικό συνέδριο με τίτλο «Το Μοντέρνο στη σκέψη και τις τέχνες του 20ού αιώνα». Το συνέδριο θα διεξαχθεί στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) το Σάββατο 14 και την Κυριακή 15 Μαΐου.

____________

Διαβάστε

Ludwig Wittgenstein, «Tractatus Logico-Philosophicus», μτφρ. Θανάσης Κιτσόπουλος, εκδ. Παπαζήσης, 1978

Ο Βιτγκενστάιν με το «Tractatus», το μόνο φιλοσοφικό έργο που δημοσίευσε, θεωρείται από κάποιους ο κατ' εξοχήν μοντέρνος φιλόσοφος της αναλυτικής παράδοσης της φιλοσοφίας. Το έργο αυτό συγκεντρώνει πολλά μοντερνιστικά στοιχεία: ρήξη με την παράδοση, αυτοαναφορικότητα, εμμονή στο θραύσμα, αυτονομία της λογικής από τον εμπειρικό κόσμο, έμφαση στο καθολικό και το αφηρημένο, μυστικισμό. Στον πρόλογο ο συγγραφέας συνοψίζει το νόημα του βιβλίου ως εξής: «Ο,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια· και για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι' αυτά πρέπει να σωπαίνει».

 Παναγιώτης Τουρνικιώτης, «Η αρχιτεκτονική στη σύγχρονη εποχή», εκδ. Futura, 2007
Δοκίμια που διερευνούν τη σχέση του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον της αρχιτεκτονικής, μια σχέση που βρίσκεται στο επίκεντρο του μοντέρνου και είναι εξαιρετικά επίκαιρη για τη σημερινή και τη μελλοντική Αθήνα.

-*-