18/10/11

Κώστας Τσιαμπάος: «Να πάρουμε πρωτοβουλίες, να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας, να βρούμε τι θέλουμε και να το κάνουμε πράξη»


[Εψιλον, 23/4/11]

Πώς ο τρόπος που ζω και εργάζομαι επηρεάζει τους άλλους; Τι μπορώ ν' αλλάξω για να βελτιώσω τα πράγματα; Πώς το αρχιτεκτονικό έργο αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του; Με μια φράση: πώς η μονάδα επηρεάζει το σύνολο; Μ' αυτά τα ερωτήματα στο μυαλό, ο νέος αρχιτέκτονας Κώστας Τσιαμπάος, διδάκτορας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (με μάστερ από το Columbia της Νέας Υόρκης), προσέρχεται στην αρχιτεκτονική, δημιουργώντας τόσο στο πεδίο της θεωρίας όσο και σ' αυτό της πράξης. Στους καρπούς της εργασίας του περιλαμβάνονται η πρόσφατη μελέτη «Κατασκευές της όρασης: Από τη θεωρία του Δοξιάδη στο έργο του Πικιώνη» (εκδ. Ποταμός, 2010) και όχι λίγες κατασκευές χώρων και κτηρίων: κατοικίες, καταστήματα, καφέ, βιβλιοπωλεία κ.ά. [Ο αρχιτέκτονας Κώστας Τσιαμπάος απαντά στις ερωτήσεις του Εψιλον για το επετειακό τεύχος των 20 χρόνων του περιοδικού με θέμα: Ανάσταση - Αισιοδοξία]

____________

Μετά τις βασικές σπουδές στο Μετσόβιο, πήγατε για μάστερ στο Columbia της Νέας Υόρκης. Γιατί; 

«Είχα διαπιστώσει ότι όσοι είχαν ζήσει στο εξωτερικό, είτε για σπουδές είτε για δουλειά, είχαν μια πολύ πιο ανοιχτή αντίληψη για τα πράγματα. Ετσι, λοιπόν, ξεπέρασα τους δισταγμούς μου και αποφάσισα ότι έπρεπε να έχω αυτήν την εμπειρία. Και, πράγματι, ζώντας έξω, βλέπεις πώς λειτουργεί μια άλλη κοινωνία κι ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό - καταλαβαίνεις καλύτερα και τη δική σου χώρα».

Τι καταλάβατε εσείς; 

«Κατάλαβα ότι η Αθήνα είναι σ' ένα βαθμό χωριό, αλλά ότι αυτό έχει και τα καλά του. Ενα καλό είναι η μικρή κλίμακα της πόλης, ένα άλλο είναι η αίσθηση ότι υπάρχει λίγο-πολύ διασπορά του πλούτου· δεν βλέπεις τις έντονες αντιθέσεις ανάμεσα στα σλαμ των περιχώρων και τους ουρα- νοξύστες του Μανχάταν. Μπορεί η Νέα Υόρκη να φαίνεται πολύ εντυπωσιακή στον τουρίστα, αλλά οι συνθήκες στα περίχωρα, όπου ζουν τα χαμηλότερα εισοδήματα, είναι απάνθρωπες. Οι περισσότεροι ζουν με νοίκι σ' ένα διαμερισματάκι σ'αυτές τις τεράστιες, χαμηλής ποιότητας εργατικές πολυκατοικίες, που έχουν χτιστεί μαζικά από μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η ιδιοκατοίκηση είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση· ελπίζω να μην αντιστρέψει αυτήν την κατάσταση η κρίση, παρόλο που διαφαίνεται αυτός ο κίνδυνος».

Τελικά αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα και να ζήσετε εδώ. Γιατί; 

«Αυτές οι αποφάσεις είναι και λίγο προσωπικές. Αν έμενα στις ΗΠΑ, θα αναγκαζόμουν είτε να δουλέψω σε μια μεγάλη εταιρεία, όπου πιθανότατα θα με έβαζαν να σχεδιάζω ψευδοροφές για κτήρια γραφείων ή κάτι τόσο εξειδικευμένο, είτε να δουλέψω σε κάποιο πολύ δημιουργικό αρχιτεκτονικό γραφείο, όπου όμως θα ήταν ελάχιστα τα χρήματα. Είναι πολύ δύσκολο να ζεις στη Νέα Υόρκη, χρειάζονται αρκετά χρήματα. Απ' την άλλη, δεν με ενδιέφερε να πάω στην επαρχία της Αμερικής, θεωρούσα ότι δεν θα μου προσέφερε κάτι. Προτίμησα, λοιπόν, να γυρίσω στην Ελλάδα. Ο δικός σου τόπος σε διευκολύνει να ξεκινήσεις ελεύθερο επάγγελμα - εδώ βρίσκονται οι συγγενείς και οι φίλοι που θα σου δώσουν τις πρώτες σου δουλειές. Αλλωστε, μπορείς κι από εδώ να γίνεις ευρύτερα γνωστός ή να συμμετάσχεις σε ένα διεθνές περιβάλλον».

Στην Ελλάδα τι σας ενοχλεί; 

«Ο συντηρητισμός, η ανασφάλεια και η ανωριμότητα που συναντώ συχνά. Είμαστε υπερβολικά προσκολλημένοι σε κλειστές δομές - στην οικογένεια, σε παρέες, σε πελατειακές σχέσεις. Αυτή η προσκόλληση, βέβαια, δημιουργεί δίκτυα κοινωνικής συνοχής και υποστήριξης, όμως μας κρατά πίσω. Δεν είμαστε ανοιχτοί σε πράγματα και ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. Δυσκολευόμαστε να πάρουμε πρωτοβουλίες, να εμπιστευτούμε τον εαυτό μας, να βρούμε τι θέλουμε και να το κάνουμε πράξη. Φο- βόμαστε να αναλάβουμε τις ευθύνες μας».

Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτός ο φόβος; 

«Νομίζω ότι στην πραγματικότητα φοβόμαστε μην ανακαλύψουμε ότι υπάρχουν και άλλες επιλογές και ότι οι δικές μας δεν ήταν ίσως οι καλύτερες· φοβόμαστε, δηλαδή, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Δεν έχουμε την αυτοπεποίθηση που έχουν αποκτήσει άλλα κράτη στην πορεία της Ιστορίας. Ισως φταίει αυτό που διαπιστώνουν οι ειδικοί, ότι δηλαδή στην Ελλάδα δεν έγινε, για καλό ή για κακό, εκβιομηχάνιση και εκμοντερνισμός. Από την άλλη, βέβαια, αυτού του είδους οι βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη· χρειάζονται δεκαετίες. Αλλάζουν, όμως· η Ελλάδα της δεκαετίας του '60 είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή».

Τελικά «μαζί τα φάγαμε»; 

«Πολλοί εκμεταλλευτήκαμε το σύστημα, τις πελατειακές σχέσεις, τα παραθυράκια του νόμου ή τα περιθώρια να ξεφύγουμε από το νόμο. Υπήρχαν, όμως, και άλλοι που δεν είχαν αυτήν τη δυνατότητα. Κάπου, λοιπόν, δικαιολογώ την αντίδραση του κόσμου σ' αυτήν τη φράση, γιατί είναι λάθος να βάζεις στο ίδιο τσουβάλι τους πάντες, είτε βρίσκονται σε προνομιακή θέση είτε όχι».

Εάν πιστεύετε ότι η φαυλότητα των πολιτικών θεωρείται σύμφυτη με τη λειτουργία της δημοκρατίας, τότε μήπως στις κορώνες εναντίον αυτής της φαυλότητας ελλοχεύει κίνδυνος για την αμφισβήτηση (ή και την υπονόμευση) του δημοκρατικού πολιτεύματος; 

«Ελπίζω ότι στην Ελλάδα δεν κινδυνεύουμε να επανέλθουν άλλα πολιτεύματα. Αλλά για μένα είναι λάθος να αφορίζουμε συλλήβδην τους πολιτικούς. Είναι ηθικολογικό, συντηρητικό και στείρο, δεν οδηγεί πουθενά. Μήπως άλλωστε δεν υπάρχει διαφθορά στην Ιταλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αμερική, στην Ιαπωνία; Εγώ δεν πιστεύω σε μια ουτοπική, τέλεια κοινωνία. Οι κοινωνίες είναι ατελείς».

Τι πρέπει και τι μπορούμε να κάνουμε ατομικά και συλλογικά; 

«Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε σε μικρά βήματα αλλαγής και να μην περιμένουμε τα πάντα από τους άλλους. Πρέπει να αναλάβει ο καθένας μας την ευθύνη να βελτιώνει τα πράγματα καθημερινά, στη δημόσια ζωή και στη δουλειά του. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας κριτικά, να αναρωτηθούμε: "Αυτό που κάνω το σκέφτηκα καλά; Τι επιπτώσεις θα έχει στο περιβάλλον και στους άλλους; Μήπως μπορώ να το κάνω καλύτερα;" Ενα απλό παράδειγμα: αν ένας αρχιτέκτονας επιλέξει σε μια δουλειά να βάλει καλά προϊόντα ελληνικών εταιρειών και όχι ξένων, είτε για κουφώματα πρόκειται είτε για επίπλωση κουζίνας, κάνει μια επιλογή που αφ' ενός σέβεται το περιβάλλον, διότι μειώνει το ενεργειακό κόστος μετακίνησης του προϊόντος, και αφ' ετέρου συμβάλλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Είναι πολύ απλό· και όμως, τέτοια μικρά βήματα θα αλλάξουν τα πράγματα».

Υπάρχουν ελπιδοφόρες δυνάμεις στη χώρα; 

«Οι δυνάμεις υπάρχουν. Αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι όταν οι Ελληνες βρίσκονται στο εξωτερικό, σε ένα περιβάλλον που τους παρέχει τα βασικά, φτάνουν συνήθως στην κορυφή. Στη δική μου δουλειά, για παράδειγμα, βλέπω αρχιτέκτονες που είναι πολύ καλοί και πολύ ενδιαφέροντες, αλλά δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και την ίδια στήριξη που θα είχαν έξω. Και στα πανεπιστήμια υπάρχουν πολύ υγιείς δυνάμεις, που παράγουν έργο, όπως υπάρχουν εταιρείες που, όπως φαίνεται, δεσμεύονται από αξίες και δεν ενδιαφέρονται μόνο για το κέρδος».

Πώς θα ανασυνταχτούν αυτές οι δυνάμεις, ώστε να ακουστεί η φωνή τους; 

«Χρειάζεται εγρήγορση και επικοινωνία. Αν μάθω, για παράδειγμα, ότι μια εταιρεία βγάζει το τάδε καλό προϊόν με καλές συνθήκες παραγωγής, θα την υποστηρίξω και θα προσπαθήσω να το κάνω γνωστό όσο περισσότερο γίνεται. Αν μου προτείνουν ένα καλό βιβλίο, θα το πάρω και θα το διαδώσω. Πολλές φορές βαριόμαστε· έχουμε ο καθένας τη ζωή του και τα προσωπικά του θέματα και δεν κάνουμε ένα βήμα έξω από τον εαυτό μας. Αυτό είναι λάθος. Χρειάζεται ψάξιμο, ετοιμότητα, επικοινωνία. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί, δεν γίνεται αλλιώς».

Τι θα συμβουλεύατε έναν εικοσάρη; 

«Δεν είμαι υπέρ των πολλών συμβουλών· το μόνο που μπορείς να συμβουλεύσεις κάποιον είναι να ψάξει να βρει τι πραγματικά θέλει, κι αυτό είναι το δυσκολότερο. Αν δεν επιλέξεις αυτό που θα κάνεις και δεν το αγαπήσεις, ούτε δημιουργικός θα είσαι, ούτε παραγωγικός, ούτε θα θέλεις να πάρει την ευθύνη γι' αυτό. Εχω την αίσθηση, για παράδειγμα, ότι το πρόβλημα με το ελληνικό δημόσιο δεν είναι τόσο ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, που μπορεί να μην είναι τεράστιος, αλλά το γεγονός ότι πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι κάνουν μια δουλειά την οποία δεν ήθελαν, δεν ονειρεύτηκαν. Βρέθηκαν σ' αυτήν τη θέση μέσω γνωστού ή για να αποκατασταθούν επαγγελματικά.

»Αυτό ισχύει, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό και στον ιδιωτικό τομέα. Αν όμως κάποιος προσπαθήσει να φανταστεί τι θέλει να γίνει, σημαίνει ότι θα αμφισβητήσει αυτό που είναι - άρα θα αμφισβητήσει τις συντηρητικές και περιοριστικές συνθήκες που τον διαμόρφωσαν και τους κατεστημένους τρόπους σκέψης με τους οποίους έμαθε να βλέπει τον κόσμο. Χρειάζεται πολύπλευρη ενημέρωση και καλή διάθεση· κυρίως, να είναι κανείς ανοιχτός».
-*-