18/10/11

Γιάννης Ευσταθιάδης: «Λατρεύω τη μνήμη, απεχθάνομαι τη νοσταλγία»


[Εψιλον, 3/4/11]

Δεν είναι πολλοί αυτοί που κάνουν εύκολα τη σύνδεση ανάμεσα στον Γιάννη Ευσταθιάδη και τις πολλαπλές δραστηριότητές του· ίσως επειδή και ο ίδιος κατάφερε να κρατήσει για πολύ καιρό αυτές τις δραστηριότητες χωριστές, αν και σε όλες έχει γνωρίσει εξαιρετικές διακρίσεις. Λογοτεχνία, βεβαίως: το πρώτο βιβλίο -ποίηση- το έβγαλε 15 χρόνων (το αποκήρυξε μαζί με τα δύο επόμενα)· συνέχισε με ποιητικές συλλογές έως το 1998 κι έκτοτε με βιβλία πεζογραφίας (πιο πρόσφατο «Ο Καθρέφτης»), που γνώρισαν κριτικό έπαινο και απέκτησαν φανατικούς αναγνώστες. Διαφήμιση: κειμενογράφος από τα 20 του, υπεύθυνος Δημιουργικού, συνιδρυτής μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας και δημιουργός σλόγκαν που έχουν περάσει στο λεξιλόγιο: «Μόνος ή Μάνος», «Ο επιμένων Ελληνικά», «Κουτί κουτί», «Εργο Τρίτση» ή το τραγούδι της Σερενάτας (του ωδείου, των δύο, του ενός, του μηνός, του οίκου, του ανηλίκου...) και άλλων. Γαστρονομία: κείμενα για την πνευματική και την κοινωνική πλευρά της τροφής, υπογεγραμμένα με το ψευδώνυμο Απίκιος, που άφησαν εποχή στη γαστρονομική γραφή. Και μουσική: κείμενα για την κλασική μουσική και την τέχνη της ακρόασης στην παλιά στήλη «Αντιστίξεις» της «Καθημερινής»· μια τεράστια και σημαντική συλλογή δίσκων και σπάνιου ηχητικού υλικού· και σημαντικές εκπομπές στο Τρίτο Πρόγραμμα. Είδωλα όλα αυτά ενός και μόνου ανθρώπου που, εδώ και πενήντα χρόνια, από τα μέσα της εφηβείας του, καθρεφτίζεται συνεχώς στη γραφή, φωτισμένος απαλά από μια λάμπα γραφείου.
____________

Γράφετε από πολύ μικρός. Μεγαλώσατε σε μια οικογένεια με έφεση στα γράμματα;

«Οχι τόσο πολύ. Δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που λέμε διανόηση. Δεν βρήκα στο σπίτι βιβλιοθήκη, εκτός από την Εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, δεν βρήκα γραμμόφωνο, έστω έναν 78άρη δίσκο. Μεγάλωσα σ' ένα τυπικό σπίτι μιας αστικής οικογένειας και, όπως σημειώνω με δόση ειρωνείας στην "Πορσελάνη", "αισθάνομαι πως είμαι προϊόν μιας αντίθεσης σχεδόν διαλεκτικής", μια και στην περίπτωσή μου "ένα βασιλόφρον σπερματοζωάριο συνάντησε ένα ωάριο βαθύτατα βενιζελικό". Ο πατέρας μου ήταν έμπορος και έφτιαχνε γυναικεία καπέλα υψηλής πιλοποιίας, κάτι που με γοήτευε αφάνταστα τότε. Σε ένα ποίημά μου, αργότερα, λέω: "Κυρίες που προβάρετε / μεγάλα βραδινά καπέλα / στο άσπρο των ματιών σας / που αργοσαλεύει / πλανιέται / η νεότητά μου".

»Μόνος μου ανακάλυψα την ανάγνωση και τα βιβλία. Δεν διάβασα κλασικούς συγγραφείς της εφηβείας, Λουντέμη για παράδειγμα. Διάβαζα, όμως, με μανία Κοσμά Πολίτη και η "Κορομηλιά", που τότε είχε μόλις κυκλοφορήσει, με σημάδεψε. Από την τρίτομη Ανθολογία του Περάνθη γνώρισα την ελληνική ποίηση και μετά, συστηματικά, αφοσιώθηκα στον Ρίτσο και τον Βρεττάκο. Μάλιστα, ο πρώτος που διάβασε ποιήματά μου ήταν ο Ρίτσος, τον οποίο γνώρισα στον Κέδρο και ο οποίος με ενθάρρυνε να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο. Πολύ αργότερα, βέβαια, έμαθα πως ο Ρίτσος δεν έλεγε κακή κουβέντα για κανέναν· είχε για όλους έναν θερμό, συνηγορικό λόγο. Αυτός, πάντως, που με επηρέασε αποφασιστικά ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, τόσο με το έργο του όσο και, κυρίως, με τον ασκητικό χαρακτήρα του και τις τελειοθηρικές εμμονές του. Για χρόνια έγραφα και σκεφτόμουν τι θα έλεγε ο Χριστιανόπουλος».

Του στέλνατε τα γραπτά σας; 

«Πάντα. Συνήθιζε να απαντά με καρτούλες επισκεπτηρίου. Στα πρώτα μου βιβλία μού έγραφε πολύ σκληρά πράγματα. Οταν έβγαλα τα "Ασπρόμαυρα", το πρώτο μου κανονικό βιβλίο, η καρτούλα του ήταν πραγματικά εγκωμιαστική. Τότε αισθάνθηκα ότι είχα δικαιωθεί».

Υπήρξε ποτέ η λογοτεχνία μια προσπάθεια να αποτινάξετε το στίγμα της ευκολίας που συνοδεύει τη διαφήμιση; 

«Δεν είχα ποτέ αυτό το δίλημμα, γιατί προσπάθησα πάντα να βάζω σαφή όρια ανάμεσα στις δύο δραστηριότητες. Η διαφήμιση είναι απλώς ένα επάγγελμα, από τα ελάχιστα στην Ελλάδα, μια και οι περισσότεροι ασκούν "λειτούργημα"... Είναι φυσικό ο συγγραφέας που γράφει διαφημιστικά να γράφει κατά παραγγελία, μολονότι και η τέχνη πολλές φορές γίνεται επί μέτρω... Σας θυμίζω το ωραίο βιβλίο του Νίκου Δήμου "Και σεις διαφημιστής, Γιόχαν Σεμπάστιαν;". Εν πάση περιπτώσει, ένας φίλος μου συνηθίζει να λέει εύστοχα πως "κανείς δεν γίνεται τραπεζικός από ιδεολογία". Οσο για μένα, είχα πει κάποτε στη Μικέλα Χαρτουλάρη πως έχω αντιστρέψει την κλασική ρήση: είμαι το πρωί πόρνη και το βράδυ μαθήτρια».

Δεν είναι, πάντως, σπάνιο ο κλάδος της διαφήμισης να βγάζει συγγραφείς. 

«Ισως είναι πιο σωστό να πούμε ότι δεν βγάζει η διαφήμιση τους συγγραφείς αλλά ότι οι συγγραφείς υπηρετούν τη διαφήμιση, για βιοποριστικούς, κυρίως, λόγους. Πρώτα γράφεις καλά και μετά βάζεις αυτή την ικανότητά σου σε μια στρατευμένη υπηρεσία. Και αυτοί που στρατολογήθηκαν δεν είναι λίγοι. Πρόχειρα και χρονολογικά θυμάμαι: Καραγάτσης, Νίκος Πολίτης, Βαγγέλης Γκούφας, Νίκος Δήμου, Μάριος Ποντίκας, Γιώργος Χασάπογλου, Διονύσης Χαριτόπουλος, Γιάννης Κακουλίδης, Παυλίνα Παμπούδη, Νίκος Λάζαρης, Μιχάλης Γκανάς, ακόμα και ο Ιάκωβος Καμπανέλης στα χρόνια της δικτατορίας».

Εσείς βέβαια μπήκατε πολύ νωρίς και στη διαφήμιση. 

«Στη διαφήμιση μπήκα 20 χρονών για χαρτζιλίκι, ενώ σπούδαζα στη Νομική, την αγαπημένη σχολή όλων όσοι δεν ξέρουν τι να κάνουν. Μπήκα με μέσον σε μια γνωστή εταιρεία για ένα καλοκαίρι και σε λίγο κλείνω 45 καλοκαίρια στο χώρο. Αυτό που ονομάσατε πριν "ευκολία" πιστεύω πως όχι μόνο το διαχειρίστηκα με σύνεση αλλά και το αξιοποίησα. Στην ουσία, η διαρκής τριβή με τις λέξεις, χιλιάδες κείμενα, ραδιοφωνικά και σενάρια, ήταν μια καθημερινή συγγραφική προπόνηση, όπως τα μαθήματα ορθοφωνίας των ηθοποιών ή το ζέσταμα των αθλητών. Νομίζω πως η διαφημιστική λακωνικότητα, οι σφιχτοί ρυθμοί των μηνυμάτων, το άμεσο και το καίριο του διαφημιστικού λόγου, το παιχνίδι με τις λέξεις, η αναζήτηση της ρίμας, το συνεχές γράψε-σβήσε είχαν θετική επίδραση στη συγγραφική μου πλευρά, βελτίωσαν τις όποιες δεξιότητές μου και διαμόρφωσαν ακόμα και το ύφος μου. Ακούγεται, ίσως, βέβηλο, αλλά και στη διαφήμιση ισχύει η αναζήτηση της κατά Φλομπέρ "mot juste", της σωστής, της καίριας λέξης! Ισως, εντέλει η εμμονή μου στη μικρή φόρμα να κατάγεται από τη λακωνικότητα της διαφήμισης».

Εχετε, επίσης, αρθρογραφήσει πολύ στον περιοδικό Τύπο. 

«Ηταν παιδικό μου όνειρο να γίνω δημοσιογράφος· και μάλιστα, στα 16 μου, έγινα συντάκτης στις τεχνικές εφημερίδες που εξέδιδε ο μέντοράς μου, Λούης Δάνος. Εκεί, ατύπως, μαθήτευσα και σ' έναν δημοσιογράφο που διαχρονικά εκτιμώ, τον Γιώργο Βότση. Μετά, όπως εξήγησα, μπήκα σε άλλες ατραπούς, και εν μέρει πραγματοποίησα το όνειρό μου, από τις αρχές της δεκαετίας του '90, με παρότρυνση του Αντώνη Λυμπέρη. Λέω "εν μέρει", γιατί οι αρθρογράφοι θεωρούνται "άκαπνοι δημοσιογράφοι"· στην καλύτερη περίπτωση, καπνίζονται από το τσιγάρο τους».

Ποιαν ανάγκη σας ικανοποιεί η γραφή; 

«Δεν το ξέρω· ίσως γι' αυτό συνεχίζω να γράφω. Ο συγγραφέας, κατά βάση, θυμάται ή επινοεί. Εγώ τα καταφέρνω καλύτερα στο πρώτο. Λατρεύω τη μνήμη, αλλά απεχθάνομαι τη νοσταλγία, που συνήθως συνοδεύεται από μελοδραματισμό. Ισως γράφω για να θυμάμαι εντέχνως. Αυτό, όμως, που με απασχολεί όσο μεγαλώνω είναι έως πότε θα μπορώ να γράφω όπως θέλω. Με φοβίζει η ιστορία της τέχνης που είναι γεμάτη από παραδείγματα γερόντων που κατέφυγαν είτε στην επανάληψη είτε στη σιωπή. Βεβαίως, στον αντίποδα η ελπίδα: όταν ο Βέρντι γράφει τον "Φάλσταφ", το πιο νεανικό έργο όλων των εποχών, είναι πια ογδοντάρης!»

Εχετε βρει κόλπα για να ανανεώνεστε συγγραφικά; Αναζητάτε, για παράδειγμα, έμπνευση στα ταξίδια, στις συναντήσεις με άλλους ανθρώπους, σε καινούργιες εμπειρίες; 

«Εχω ταξιδέψει πολύ και είμαι κοινωνικότατος, αν και, εν τέλει, μονήρης· πιστεύω, όμως, ότι η πραγματική έμπνευση βρίσκεται στη μοναχική ματιά του συγγραφέα, προς τα μέσα και προς τα έξω, από τη θέση των λίγων τετραγωνικών του ημιφωτισμένου γραφείου του. Γράφω σχεδόν πάντα βράδυ, με τη λάμπα του γραφείου. Αν πρέπει να γράψω πρωί, κλείνομαι σ' ένα δωμάτιο, κατεβάζω τις γρίλιες κι ανάβω το φως. Για μένα, η λάμπα του συγγραφέα είναι τόσο πολύτιμη όσο το μελάνι».

Γιατί σταματήσατε την ποίηση και στραφήκατε στα πεζά; 

«Αισθάνθηκα ότι είχε κλείσει ένας κύκλος. Τα δύο τελευταία ποιήματα που έγραψα ήταν για τον γιο μου που πέθανε· το ένα λίγο πριν πεθάνει και το άλλο λίγο μετά. Δεν ξέρω· ίσως αυτό να είναι πρόφαση. Νιώθω, πάντως, ότι δεν έχω να πω τίποτα πια με αμιγώς ποιητικά μέσα· αντιθέτως, έχω πολλά να πω με την πεζογραφία μου, η οποία, βέβαια, έχει ποιητική καταγωγή. Ισως όλα τα ποιήματά μου να ήταν προσχέδια των πεζών μου».

Στη γαστρονομική γραφή τι σας οδήγησε; 

«Ολα ξεκίνησαν μ' ένα δώρο που μου είχε κάνει η γυναίκα μου στις αρχές της δεκαετίας του '80· μια δερματόδετη βίβλο των μεγάλων εστιατορίων της Ευρώπης. Το έχω πληρώσει χρυσό αυτό το δώρο, καθώς σιγά σιγά άρχισα να εξερευνώ αυτούς τους ναούς. Γνωρίζοντας τη μεγάλη γεύση, μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να τη μετουσιώσω σε γραφή. Στην ουσία, όμως, με ενδιέφερε να εξερευνήσω την κοινωνικότητα και την πνευματικότητα της τροφής. Και μόνο το γεγονός ότι η τροφή ξεκινάει από την πρώτη μέρα που ερχόμαστε στον κόσμο, και μας ακολουθεί έως την τελευταία, έστω και με ορό, προσδίδει στο φαγητό αναπάντεχη στοχαστικότητα».

Μαγειρεύετε; 

«Οχι. Εγραψα για τη γαστρονομία χωρίς να ξέρω να μαγειρεύω, και για τη μουσική χωρίς να ξέρω ούτε μία νότα. Εν προκειμένω, το φαγητό και η μουσική ήταν το πρόσχημα για να μιλήσω για πράγματα που βρίσκονται πίσω από αυτά: κυρίως, τη μνήμη. Εχω συχνά ακούσει να μου αποδίδουν το χαρακτηρισμό "μουσικολόγος". Απαντώ αυτοσαρκαστικά: στην καλύτερη περίπτωση, απλώς "μουσικολόγιος"!»

Φημίζεστε για τη συλλογή των δίσκων σας. Πόσους δίσκους αριθμεί; 

«Το θέμα δεν είναι "πόσους" αλλά "ποιους". Εχω πολλούς, πάρα πολλούς, όμως δεν είμαι υπερήφανος γι' αυτό. Είμαι υπερήφανος για τη συστηματικότητα, την εκλεκτικότητα και τη γνώση με τις οποίες κατάρτισα τη συλλογή μου. Διάβασα πολύ, μελέτησα δισκογραφίες, έψαξα με συλλεκτική μανία σε πολλά μουσικά κέντρα του κόσμου. Από τη δεκαετία του '80 αναζητώ ανέκδοτες και σπάνιες ηχογραφήσεις, τις οποίες αξιοποίησα στις εκπομπές μου στο Τρίτο Πρόγραμμα. Δεν μ' ενδιαφέρει να κρατώ τη μουσική για μένα· θέλω να τη μοιράζομαι. Το ίδιο όπως και τα κείμενα: θέλω να βρίσκουν το αναγνωστικό βλέμμα, το κοινό τους».

Πώς προέκυψε αυτό το πάθος για τη μουσική; 

«Από τον καλό μου τότε φίλο, Γιώργο Απέργη, διάσημο σήμερα συνθέτη στην Ευρώπη. Στο σπίτι του άκουσα τους πρώτους δίσκους κλασικής μουσικής. Συζητούσαμε ώρες, αυτοσχεδιάζαμε στο πιάνο, κυριολεκτικά με μύησε. Τότε οι δίσκοι ήταν πανάκριβο είδος και τους αγόραζα με αφάνταστες στερήσεις. Οταν, μάλιστα, έβγαλα το πρώτο βιβλίο μου, το 1961, πήρα μια αγκαλιά αντίτυπα, πήγα στα παλαιοπωλεία που υπήρχαν τότε στην Ασκληπιού, και επιχείρησα να τα πουλήσω για να μαζέψω χρήματα να πάρω δίσκους. Ένας με λυπήθηκε και αγόρασε τέσσερα-πέντε μαζεμένα· βλέπετε, στο οπισθόφυλλο υπήρχε η φωτογραφία μου».

Στο ραδιόφωνο είσαστε αυτοδίδακτος; 

«Οχι ακριβώς. Μαθήτευσα στον Γιώργο Θεοδοσιάδη· για δύο χρόνια ήμουν συνέχεια μαζί του στο στούντιο, όταν έκανε ραδιοφωνικές ηχογραφήσεις και προσφερόμενα προγράμματα. Αποθήκευα κάθε φράση, κάθε πληροφορία, κάθε παρατήρηση. Και νομίζω ότι έμαθα πολύ καλά όχι μόνο την τεχνική, αλλά και, κυρίως, τον τρόπο να χειρίζεσαι το μέσο: τις παύσεις, τις ανάσες, τη γνώση πότε πρέπει να μιλήσεις και πότε να σωπάσεις. Μάλιστα, κάποτε που ο Θεοδοσιάδης είχε αρρωστήσει, θυμάμαι με δέος ότι έμεινα μόνος μου στο στούντιο για να "σκηνοθετήσω" τον Νίκο Τσιφόρο, που έκανε τότε την εκπομπή "Τα ελληνικά των Ελλήνων". "Κύριε Νίκο", τόλμησα να του πω κάποια στιγμή, "αυτή η τελευταία λέξη δεν ακούστηκε πολύ καθαρά. Να την ξαναπάμε;" "Γιαννάκη", μου είπε μέσα από το γυάλινο χώρισμα, "να θυμάσαι πως και το λάθος περνάει, όταν προσθέτει στο προσωπικό σου στυλ". Το θυμάμαι».

Το ραδιόφωνο είναι μια ανάπαυλα από τη συγγραφική δραστηριότητα; 

«Θα έλεγα ότι είναι μάλλον η συνέχεια της συγγραφικής δραστηριότητας με άλλη μορφή. Και στο ραδιόφωνο γράφεις· απλώς, με άλλη τεχνική. Αλλωστε, βλέπω πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στο στούντιο και στο γραφείο του συγγραφέα. Είσαι μόνος, ο ηχολήπτης έχει πάντα διακριτική παρουσία, το φως είναι χαμηλό, φοράς ακουστικά που σε απομονώνουν απ' τον έξω κόσμο, κι ακούς μόνο τη φωνή σου. Το ίδιο δεν κάνει και ο συγγραφέας στα λίγα τετραγωνικά του γραφείου του; Είναι μόνος, το φως είναι χαμηλό, κι ακούει μόνο τη φωνή του...»

-*-