18/10/11

Δημήτρης Χριστοδούλου: «Να προσηλωθούμε σ' έναν ανώτερο σκοπό - να επενδύσουμε στη βιομηχανία και στη γεωργία, στην εκπαίδευση, στην έρευνα»


[Εψιλον, 23/4/11]

Δείχνει να χαίρεται περισσότερο τον ενθουσιασμό των μαθητών που άκουσαν πρόσφατα μια ομιλία του για τον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη και τα Μαθηματικά της αρχαίας Αλεξάνδρειας (κυκλοφορεί στις εκδόσεις Ευρασία), παρά τα βραβεία που έχει πάρει, ακόμα και το κορυφαίο βραβείο Bocher της Αμερικανικής Μαθηματικής Εταιρείας, που πήρε το 1999 (το Bocher και ορισμένα άλλα βραβεία Μαθηματικών θεωρούνται αντίστοιχα του Νόμπελ, το οποίο δεν απονέμεται στα Μαθηματικά). Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μαθηματικούς στον κόσμο στον κλάδο με τον οποίο ασχολείται (θεωρία των μη γραμμικών συστημάτων μερικών διαφορικών εξισώσεων υπερβολικού τύπου, σε συνδυασμό με τη γεωμετρική ανάλυση, και με εφαρμογή στη γενική θεωρία της σχετικότητας και στη μηχανική των ρευστών). Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951. Εγινε δεκτός στο Πρίνστον για μεταπτυχιακές σπουδές στη Φυσική πριν κλείσει τα 17 και μέσα σε τρία χρόνια ολοκλήρωσε το διδακτορικό του. Λίγο αργότερα ανακάλυψε ότι η κλίση του δεν ήταν η Φυσική, αλλά τα Μαθηματικά. Οντας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών, διδάχτηκε Γεωμετρία κοντά στον κινέζο μαθηματικό Γιάου και στη συνέχεια πήγε καθηγητής Μαθηματικών στο φημισμένο Ινστιτούτο Κουράντ, στη Νέα Υόρκη. Το 1991, 40 χρονών, έγινε καθηγητής Μαθηματικών στο Πρίνστον, το κορυφαίο ίδρυμα παγκοσμίως στα Μαθηματικά, όπου έμεινε δέκα χρόνια. Από το 2001 περνά ένα μέρος του χρόνου του στην Ελλάδα και το υπόλοιπο στη Ζυρίχη, όπου είναι καθηγητής Μαθηματικών και Φυσικής στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Ελβετίας (ΕΤΗ). [Ο Δημήτρης Χριστοδούλου, μαθηματικός, καθηγητής στο Ομοσπονδιακό Πολυτεχνείο της Ελβετίας (ΕΤΗ), απαντά στις ερωτήσεις του Εψιλον για το επετειακό τεύχος των 20 χρόνων του περιοδικού με θέμα "Ανάσταση - Αισιοδοξία"]
____________

Υστερα από δεκαετίες ζωής στο εξωτερικό, επιστρέψατε στην Ελλάδα. Τι σας έφερε πίσω; 

«Ηδη από το 1986, στα 35 μου, όταν ήμουν καθηγητής Μαθηματικών στο Ινστιτούτο Κουράντ, ήμουν διανοητικά ανεξάρτητος και θα μπορούσα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Το επιστημονικό μου έργο θα ήταν ουσιαστικά το ίδιο, υπό την προϋπόθεση ότι θα με άφηναν ήσυχο να ασχοληθώ με την επιστήμη. Ομως, προσωπικοί λόγοι με απέτρεπαν για μεγάλο διάστημα. Οταν αργότερα οι λόγοι αυτοί έπαψαν να ισχύουν, ο δρόμος της επιστροφής άνοιξε, αλλά έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Η ευκαιρία ήρθε το 2000 με τη μορφή μιας ιδανικής προσφοράς από το Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, που απαιτούσε την παραμονή μου εκεί μόνον τέσσερεις μήνες το χρόνο. Ετσι, από το 2001 βρίσκομαι τα δύο τρίτα του χρόνου στην Ελλάδα, αφοσιωμένος αποκλειστικά στην έρευνα. Το ελληνικό περιβάλλον μου ταιριάζει απόλυτα, κι έτσι η τελευταία δεκαετία ήταν ιδιαίτερα παραγωγική για μένα».

Τι σας ενοχλεί στην Ελλάδα; 

«Με ενοχλεί που χάθηκε η Ελλάδα των παιδικών και των πρώτων εφηβικών μου χρόνων, πριν το 1967. Το πνευματικό επίπεδο ήταν πολύ ανώτερο από το σημερινό, ακόμα και αν το βιοτικό επίπεδο ήταν πολύ κατώτερο. Οι τέσσερεις δεκαετίες που είχαν προηγηθεί είχαν βγάλει προσωπικότητες διεθνούς ακτινοβολίας· στον καλλιτεχνικό τομέα τον Καζαντζάκη, την Κάλλας, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη· στον τομέα των θετικών επιστημών τον Καραθεοδωρή και τον Παπανικολάου. Οταν πήγα φοιτητής στο Πρίνστον το 1970, ήταν γεμάτο έλληνες μεταπτυχιακούς φοιτητές. Οταν ξαναπήγα ως καθηγητής πια, από το 1991 ώς το 2001, οι έλληνες μεταπτυχιακοί φοιτητές ήταν πολύ λιγότεροι. Αυτό δείχνει ότι παλιότερα η ανώτατη παιδεία μας βρισκόταν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο. Αλλωστε, οι πνευματικές επιδόσεις είχαν απήχηση στον κόσμο και το να είσαι καθηγητής πανεπιστημίου ήταν τότε κάτι πάρα πολύ σεβαστό. Σήμερα δεν είναι. Και οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά ο ένας με τον άλλον. Υπήρχαν, βέβαια, μεγάλοι καβγάδες για τα πολιτικά, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις ήταν πολύ ισχυρές. Εμείς μέναμε κάπου πίσω από το Α' Νεκροταφείο. Το Πάσχα βγαίναμε σε μια αυλή κοινή με τους γείτονες κι έρχονταν πολλοί άλλοι από τη γειτονιά και σούβλιζαν όλοι μαζί το αρνί και γινόταν ένα πανηγύρι απίθανο. Αυτήν την Ελλάδα μπορεί να τη δει κανείς πια μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες».

Τι φταίει και άλλαξαν τα πράγματα; 

«Νομίζω το ότι ο πλουτισμός αποτελεί πια αυτοσκοπό για πολλούς, με αποτέλεσμα να αντικαταστήσει άλλες ηθικές αξίες. Ακόμα και οι πλοιοκτήτες και οι βιομήχανοι είχαν κάποτε μια ευθύνη προς το σύνολο. Γιατί όμως τόσες βιομηχανίες έφυγαν τις τελευταίες δεκαετίες και πήγαν στα Βαλκάνια όπου είχαν φτηνά εργατικά χέρια; Μας έκανε κακό η τόση προσήλωση στην οικονομική ανάπτυξη, η οποία βεβαίως ήταν ψευδαίσθηση· δεν αναπτύχθηκε τίποτα, ίσα ίσα, πήγαν πίσω η βιομηχανία και η γεωργία, διότι τα χρήματα της Ε.Ε. σπαταλήθηκαν σε κότερα και βίλες και δεν επανεπενδύθηκαν, ώστε να δημιουργήσουν κάτι σταθερό και βέβαιο».

«Μαζί τα φάγαμε»· έως ποιο σημείο ισχύει η ρήση του Θ. Πάγκαλου; 

«Είναι μια υπερβολική έκφραση που μάλλον ήθελε να δείξει ότι το φαγοπότι που έγινε είχε κάποια έκταση και ότι επωφελήθηκαν αρκετοί. Ως έναν βαθμό πρέπει να έχει δίκιο, αλλιώς πώς έγινε το χρέος τόσο μεγάλο; Αν όμως πάρει κανείς τη φράση κυριολεκτικά, δεν ισχύει. Βεβαίως δεν τα έφαγε το σύνολο του ελληνικού λαού».

Πιστεύετε ότι η φαυλότητα των πολιτικών είναι σύμφυτη με τη λειτουργία της δημοκρατίας; Μήπως στις «κορώνες» εναντίον αυτής της φαυλότητας ελλοχεύει κίνδυνος για την αμφισβήτηση και υπονόμευση του δημοκρατικού πολιτεύματος; 

«Η δημοκρατία, παρόλο που είναι το καλύτερο πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί μόνη της να φέρει την ευδαιμονία. Ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχουν καλοί νόμοι, τα πράγματα δεν θα πηγαίνουν καλά αν τα άτομα στα οποία βασίζεται η κοινωνία δεν έχουν ηθική. Μάλιστα, αν το σύστημα ήταν ολιγαρχικό, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα. Δεν λέω ότι δεν φταίνε ορισμένοι πολιτικοί, όμως το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Νομίζω πως οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι επειδή έχουν διαφθαρεί οι αξίες, όχι το αντίστροφο».

Τι πρέπει να κάνουμε ατομικά και συλλογικά; 

«Χρειάζεται να προσηλωθούμε σε κάποιον ανώτερο σκοπό, που θα επιτευχθεί μακροχρόνια. Εννοώ κάτι ουσιαστικότερο από το στόχο της εισόδου στην ΟΝΕ ή τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Πρέπει να γίνουμε ανταγωνιστικοί, άρα να επενδύσουμε κυρίως στη βιομηχανία και στη γεωργία. Δεν το χωράει ο νους μου ότι αφήνουμε τα δικά μας πορτοκάλια να σαπίζουν και εισάγουμε πορτοκάλια από έξω. Χρειάζεται, λοιπόν, να επικεντρωθούμε στην εκπαίδευση· πρέπει να αναπτυχθούν ξανά οι θετικές επιστήμες, να βγάλουμε πάλι πολλούς καλούς μηχανικούς, να ξαναπάρουμε μια θέση παγκοσμίως στον τομέα της έρευνας. Τι μας εμποδίζει; Είναι μια απόφαση· να σηκωθούμε αύριο το πρωί και να πούμε ότι τώρα θα κάνουμε αυτό».

Υπάρχουν δυνάμεις στη χώρα που μπορούν να μας πάνε μπροστά; Πώς θα ανασυνταχθούν και θα εκφραστούν; 

«Νομίζω ότι η κρίση που βιώνουμε έχει αναγκάσει τους ανθρώπους να κάτσουν και να σκεφτούν τι θέλουν από τη ζωή. Αυτή η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί και να οδηγηθούμε σε μια διαφορετική αντιμετώπιση της ζωής που θα μας δώσει δυνάμεις να φτάσουμε το επίπεδο όπου ήμασταν παλιότερα και να το ξεπεράσουμε. Χρειάζεται να βάλουμε καλά πρότυπα και να προσπαθήσουμε να τα μιμηθούμε. Είναι και θέμα αυτοπεποίθησης. Είχα πολλούς μαθητές διαφόρων εθνικοτήτων και έχω παρακολουθήσει την πορεία τους· ξέρω πολλούς που είχαν ικανότητες, αλλά δεν πέτυχαν διότι δεν είχαν αυτοπεποίθηση· ενώ άλλοι, με μικρότερες ικανότητες, τα κατάφεραν διότι είχαν αυτοπεποίθηση και πείσμα. Οταν κάποιος χάνει την πεποίθηση ότι μπορεί να παίξει έναν ρόλο, νιώθει μηδενικό και χάνει κάθε ελπίδα να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο».

Τι θα συμβουλεύατε έναν 20άρη; 

«Πρέπει να βρει πού βρίσκονται οι δικές του ικανότητες· διαφορετικά, αν επικεντρώσει τις προσπάθειές του σε κάτι άλλο, επειδή έτσι του επιβάλλει το περιβάλλον του, θα αποτύχει. Ο τομέας που βρίσκονται οι δικές του ικανότητες θα του αρέσει περισσότερο από καθετί άλλο και θα νιώθει ότι είναι το σωστό μέρος γι' αυτόν. Οταν το βρει, να το ακολουθήσει χωρίς κανέναν δισταγμό μέχρι το τέλος, μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει».

-*-