[Εψιλον, 11/10/09]
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δυο φωτογράφοι, ο Γεράσιμος Δομένικος και ο Σπύρος Στάβερης, βάλθηκαν ν’ανατρέψουν τους κώδικες της φωτογραφίας της κοσμικής ζωής, όπως τους γνωρίζαμε στην Ελλάδα. Το εγχείρημά τους ήρθε τη σωστή στιγμή, όταν η κοσμική ζωή της Αθήνας ζούσε στο ρυθμό της εξωφρενικής –σύντομης όμως- ανόδου του χρηματιστηρίου. Εκείνη την περίοδο, ένας κοσμικός μπορούσε να μεταμορφώσει για ένα βράδυ το Εκάλη Κλαμπ σε Βενετία κι ένας άλλος να φιλοξενήσει σε πολυτελές ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης 30 και περισσότερα άτομα για τα εγκαίνια ενός καταστήματός του. Η υψηλή κοινωνία και όσοι προσπαθούσαν να διαβούν τις πύλες της με πολιορκητικό κριό τα κέρδη από τις μετοχές τους το γιόρταζαν με μια υπερβολή που στη σημερινή οικονομική κρίση θα φαινόταν αδιανόητη.
Υπάρχουν δύο τρόποι να περιγράψει κανείς την «πολλή συνάφεια του κόσμου» των κατά τεκμήριον ή κατά φαντασίαν πλούσιων και διάσημων. Ο ένας είναι να μιλήσει για τη λαμπερή, γιορτινή πλευρά των συναναστροφών: τα αστραφτερά χαμόγελα και τη χλιδή. Αυτός είναι ο τρόπος των ψευδορομαντικών μυθιστορημάτων και των κοσμικών σελίδων των περιοδικών. Ο άλλος είναι να ερευνήσει το υποκριτικό τού πράγματος, την κούραση του ανελέητου κυνηγητού της κοινωνικής καταξίωσης, τη θυσία της πραγματικής χαράς στο βωμό της σκοπιμότητας. Αυτός είναι ο τρόπος του Ουίλιαμ Θάκερι, που σατίρισε καυστικά την υψηλή κοινωνία της Αγγλίας του 19ου αιώνα, και του Μαρσέλ Προυστ, που μας έδωσε μια εικόνα σπάνιας διεισδυτικότητας των κοινωνικών συγκεντρώσεων της ανερχόμενης αστικής τάξης και της παραπαίουσας αριστοκρατίας της Γαλλίας του τέλους του 19ου αιώνα.
Ο Γεράσιμος Δομένικος και ο Σπύρος Στάβερης υιοθέτησαν τον δεύτερο τρόπο. Οι φωτογραφίες τους έδειχναν την αθέατη πλευρά των κοσμικών εκδηλώσεων. Οχι πια τις συνήθεις στημένες πόζες και τα επιτηδευμένα χαμόγελα, αλλά αυτό που μέχρι τότε έμενε έξω από το κάδρο: το βρόμικο χαλί, τον λεηλατημένο μπουφέ, τα κουρασμένα βλέμματα, τις ρυτίδες που δεν κατάφερνε να καλύψει το μακιγιάζ.
Μία φωτογραφία απ' αυτές που τράβηξαν συνοψίζει καίρια εκείνη την εποχή: δείχνει τα απομεινάρια μιας μισοφαγωμένης, διαλυμένης τούρτας, στην επιφάνεια της οποίας σχηματιζόταν προ ολίγου η λέξη «ελπίδα. Γνωρίζοντας τι ακολούθησε, έχοντας δει να διαψεύδεται δραματικά η ελπίδα, είναι εύκολο να δούμε σήμερα με ειρωνεία -ίσως μαζί και με κάποια νοσταλγία- εκείνα τα χρόνια, όταν πολλοί πίστεψαν ότι το όνειρο μιας τρυφηλής ζωής ήταν χειροπιαστό, αρκεί να είχες τον σωστό χρηματιστή και τις κατάλληλες διασυνδέσεις.
Το επέτρεπε η αφέλεια της εποχής - τότε που οι ιδεολογίες φαινόταν ότι έχουν χρεοκοπήσει, το ίντερνετ υποσχόταν γη και ουρανό σε κάθε εικοσάχρονο με επιχειρηματικές φιλοδοξίες και ο καθ' ημάς εκσυγχρονισμός δεν είχε δείξει ακόμη τα όριά του. Πολλοί επιχείρησαν να ζήσουν το όνειρο με μια προσήλωση σχεδόν καταναγκαστική. Το στέγασαν σε πολυτελή σπίτια, σε αυτοκίνητα και σε σκάφη και το περιέφεραν τις νύχτες σε κλαμπ, σε μπουζουξίδικα, σε ντεφιλέ και σε πάρτι.
Στους παλιούς κοσμικούς της μεγαλοαστικής και της αστικής τάξης, που είχαν κατοχυρώσει το δικαίωμά τους για μια πρόσκληση στα πάρτι του Καίσαρη, προστέθηκαν οι νεόπλουτοι δορυφόροι που διεκδικούσαν να γίνουν μέρος της γιορτής. Για μένα ήταν ένας κόσμος τελείως άγνωστος» λέει ο Σπύρος Στάβερης. Τότε το χρήμα έρρεε και υπήρχε τρομερή ευφορία. Ολα φαίνονταν δυνατά και οι κοσμικοί κύκλοι γνώριζαν μία ανανέωση.
Οι δύο φωτογράφοι, που δεν ήταν μέρος αυτού του κόσμου, ούτε θέλησαν να γίνουν, προσέγγισαν το θέμα τους με τον τρόπο που γνώριζαν: ως φωτορεπόρτερ, με τη ματιά μιας μύγας στον τοίχο που, απαρατήρητη, παρακολουθεί τα πάντα. Πατούσαν το κουμπί της μηχανής τη στιγμή που κανείς δεν το περίμενε: όταν τα επίδοξα μοντέλα τους στριμώχνονταν ανυποψίαστα μπροστά στον μπουφέ ή όταν η κούραση είχε ζωγραφιστεί στα πρόσωπά τους. Η διαφορά με τους φωτογράφους των κοσμικών σελίδων» λέει ο Γεράσιμος Δομένικος «είναι ότι αυτοί γίνονται μέρος του κόσμου που φωτογραφίζουν. Συστήνονται, σημειώνουν ονόματα, τα γράφουν στις λεζάντες, στήνουν τις φωτογραφίες.
«Στην αρχή ήμουν αρκετά προκατειλημμένος και είχα μια έντονη τάση προς τη διακωμώδηση» λέει ο Σπύρος Στάβερης. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτό είχε μια ευκολία, την οποία αποκήρυξα, και προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα πράγματα πιο υπαρξιακά. Αλλωστε, μπορεί να είσαι προκατειλημμένος απέναντι σ' έναν κόσμο και σ' αυτό που πρεσβεύει, αλλά ταυτόχρονα να νιώθεις κάποια συμπάθεια για τα άτομα που τον αποτελούν. Δεν μπορούσα να μη συμπαθήσω κάποια γυναίκα, την οποία έβλεπα σχεδόν σε κάθε πάρτι, όταν μου ανοίχτηκε κάποια στιγμή και αναρωτήθηκε για το σύζυγό της, "Πού πήγε τόση αγάπη;". Βέβαια, επειδή πρόκειται για έναν κύκλο ανθρώπων που δεν αλλάζει πολύ, έπειτα από λίγο σε μαθαίνουν και δεν μπορείς να δουλέψεις όπως στην αρχή - τελείως άγνωστος και ελεύθερος. Εκείνη τη στιγμή φτάνεις σε αδιέξοδο.
Τεχνικά, η διαφοροποίηση αυτών των φωτογραφιών από τις συνήθεις κοσμικές απεικονίσεις επιτεύχθηκε με την επιλογή φιλμ μεσαίου φορμά, 6x6 εκατοστά, αντί για το μικρότερο φιλμ των 24x36 χιλιοστών που χρησιμοποιούνταν συνήθως. Σε σχέση με το κάθετο και το οριζόντιο φορμά, το μεσαίο φορμά επιτρέπει στο θέμα της φωτογραφίας να τοποθετείται στο κέντρο της. Επί πλέον, το μέγεθος του φιλμ δίνει τη δυνατότητα να τυπωθούν οι φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος και -το σημαντικότερο- να αποτυπώσουν με μεγάλη καθαρότητα και την παραμικρή λεπτομέρεια.
«Ο συνδυασμός του φλας με τους φακούς της μηχανής και με το φιλμ που χρησιμοποιούσαμε έβγαζε μιαν απίστευτη οξύτητα στην εικόνα» λέει ο Γεράσιμος Δομένικος. Ολα "έγραφαν" τέλεια, και η παραμικρή ρυτίδα. Μερικές φορές, μάλιστα, τραβούσαμε και σλάιντς, που δημιουργούσαν ακόμη πιο σκληρή εικόνα, με πιο κορεσμένα χρώματα. Ηταν μια δήλωση προς το θεατή ότι αυτό που βλέπει δεν είναι η κλασική κοσμική φωτογραφία.
Πολλές από τις φωτογραφίες επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Σε μία εικόνα η αντανάκλαση του φλας αντικατοπτρίζεται πάνω σ' έναν πίνακα του Νίκου Λύτρα, σβήνοντας το περιεχόμενό του. Σε κάποια άλλη, από την πίσω πόρτα μιας BMW με λασπωμένα λάστιχα βγαίνει μια γνωστή γκραντ νταμ της κοσμικής ζωής, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει με δυσκολία το τεράστιο καπέλο που κρύβει το πρόσωπό της.
Οι φωτογραφίες δημοσιεύονταν κάθε εβδομάδα στη στήλη Society του περιοδικού «Symbol», διευθυντής του οποίου είναι ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, που συνέλαβε και την ιδέα. Η υπερβολή των κοσμικών εκδηλώσεων βρήκε το αντίστοιχό της στο στήσιμο της στήλης: οι φωτογραφίες έμπαιναν ολοσέλιδες και απλώνονταν σε πολλές από τις μπροστινές σελίδες.
Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προσδοκίες. Οι φωτογραφίες συζητήθηκαν πολύ και γνώρισαν επίδοξους μιμητές. Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, 26 από αυτές εκτίθενται με τον τίτλο «society» στην γκαλερί «Lightroom» (στο «Soul»), μια νέα γκαλερί αφιερωμένη αποκλειστικά στη φωτογραφία.
«Οι εικόνες δεν εκθέτουν ανθρώπους», γράφει στο κείμενο που συνοδεύει την έκθεση ο Δημήτρης Πολιτάκης, «αλλά στοιχεία προσωπικότητας αναγνωρίσιμα σε όλους μας, και συγκεντρωμένες μοιάζουν με ένα ιδιαίτερο "οικογενειακό άλμπουμ" της δυσλειτουργικής οικογένειας των "κοσμικών"... Ο φακός των δύο φωτογράφων ήταν εκεί: ως "outsider", όχι ως αυτόπτης μάρτυρας· διαπεραστικός αλλά όχι αδιάκριτος, εκλεκτικός αλλά όχι σνομπ, συγκρατημένος αλλά όχι απόμακρος.
Για την έκθεση «society», που συμμετέχει στη διοργάνωση «Athens Photo Festival '09», η επιμελήτρια Ρενάτα Κωνσταντίνου διάλεξε εικόνες που υπερβαίνουν την ενημερωτική αποστολή του φωτορεπορτάζ και μπορούν να σταθούν ανεξάρτητα, ως πολύ καλές φωτογραφίες.
«Οι αναγνώσεις είναι πάντα πολύ προσωπικές» λέει. Μία από τις φωτογραφίες δείχνει ένα γνωστό μοντέλο. Είναι πολύ έντονα βαμμένη, λευκή σαν πεθαμένη, κι έχει έ- να βλέμμα κακό, σαν να θέλει να επιβληθεί στο φωτογράφο. Την ίδια στιγμή έχει και μια τρομερή μελαγχολία. Αυτήν τη φωτογραφία πρέπει να τη δεις και να την ξαναδείς για να καταλάβεις τα διαφορετικά της επίπεδα. Μια άλλη φωτογραφία δείχνει μία κυρία με ένα πανέμορφο κίτρινο φουστάνι και κάτι νύχια ροζ τεράστια. Κρατάει ένα ποτήρι σαμπάνιας και θα μπορούσες να γελάσεις, γιατί είναι υπερβολικά φτιασιδωμένη. Την καταλαβαίνεις, όμως, γιατί έχει κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να βρεθεί εκεί.
____________
Στο παλιό «Soul»
* Η Ρενάτα Κωνσταντίνου θέλησε να δημιουργήσει στην γκαλερί «Lightroom» (στο «Soul») έναν χώρο αφιερωμένο αποκλειστικά στη φωτογραφία, που θα λειτουργεί όλο το χρόνο. Φέτος θα εκθέσει κυρίως δουλειές φωτογράφων που έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά. Υπάρχουν δουλειές που αξίζει να τις δούμε μ' έναν άλλο τρόπο» λέει. Μέχρι στιγμής τις βλέπαμε μέσα από τα περιοδικά· δεν είχαμε ευκαιρία να τις δούμε στον τοίχο. Από το περιοδικό στον τοίχο αλλάζουν τα μεγέθη, αλλάζουν και οι ποιότητες των εικόνων. Κάτι άλλο βλέπουμε τελικά.
* «Είναι πολύ σημαντικό για μας τους φωτογράφους των περιοδικών» λέει ο Γεράσιμος Δομένικος. Εχουμε φτάσει πια σε αδιέξοδο. Η δουλειά μας είναι αμιγώς φωτογραφική. Πρέπει να τη δεις μέσα από το πρίσμα της φωτογραφίας, όχι της σύγχρονης τέχνης. Οι περισσότερες γκαλερί βλέπουν τη φωτογραφία μ' έναν conceptual τρόπο, ως μέσο για να υπηρετήσουν κάτι άλλο.
* Το «Lightroom» απευθύνεται σε μια νέα αγορά τέχνης ή, μάλλον, φιλοδοξεί να τη δημιουργήσει. Οπως γίνεται στο εξωτερικό, παράλληλα με τις φωτογραφίες διαστάσεων 50x50, που κυκλοφορούν σε ελάχιστα αριθμημένα αντίτυπα και απευθύνονται κυρίως σε συλλέκτες, θα διατίθενται φωτογραφίες διαστάσεων 20x20, όλες τυπωμένες με τα ποιοτικότερα στάνταρ της αγοράς (η ποιότητα της εκτύπωσης και ο αριθμός των αντιτύπων καθορίζουν την αξία μιας φωτογραφίας στην αγορά τέχνης), που θα κυκλοφορούν σε περισσότερα αριθμημένα αντίτυπα και η τιμή τους δεν θα ξεπερνά τα 50 ευρώ.
* «Η ιδέα είναι να μπορεί κάποιος που αγαπά τη φωτογραφία να μπορεί να την έχει στο χώρο του ή να την κάνει δώρο σ' έναν φίλο, αντί του πάρει ένα βάζο» λέει η Ρενάτα Κωνσταντίνου. Μπορεί μια φωτογραφία να τη δεις και στο κομπιούτερ σου, αλλά είναι τελείως διαφορετικό το μέσο. Η διαφορά είναι σαν αυτή μεταξύ του θεάτρου και του κινηματογράφου.
-*-