[Εψιλον]
Το φθινόπωρο, ο Μάικλ Μουρ άρχισε την περιοδεία για την προώθηση του βιβλίου του «Μεγάλε, πού είναι η χώρα μου;» από τη Βοστόνη. Στην έντονη πολιτική κατάσταση μετά την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ, ο Μουρ δεν ήταν απλά ένας επιτυχημένος συγγραφέας και κινηματογραφιστής. Ηταν ένας εκπρόσωπος του αντιπολεμικού κινήματος, σχεδόν ένας πολιτικός, που ξεσήκωνε τον κόσμο σε αντίσταση. Και πολύς κόσμος ήταν έτοιμος να ξεσηκωθεί. Περισσότεροι από 4.000 είχαν γεμίσει ασφυκτικά το προαύλιο του καθολικού Μπόστον Κόλετζ, όπως ασφυκτικά γέμισαν οι χώροι και στις 58 πόλεις της Αμερικής και της Ευρώπης που περιλαμβάνονταν στην περιοδεία.
Ο Μουρ εμφανίστηκε με περίπου μια ώρα καθυστέρηση, όπως το συνηθίζει. Ανέβηκε στο βήμα (μαύρα ρούχα, καπέλο μπέιζμπολ, και μαύρα γιαλιά) μέσα σ’ένα βουητό από επευφημίες, οι οποίες συνεχίστηκαν σε διάφορα σημεία της ομιλίας, που ήταν κάτι ανάμεσα σε πολιτική σάτιρα και πολιτικό λόγο.
Στο τέλος, ο Μουρ δέχτηκε ερωτήσεις.
«Πόσα χρήματα βγάζεις»;, ρώτησε μια φοιτήτρια.
«Τόνους», είπε ο Μουρ. «Και ξέρεις κάτι; Δεν έχω υλικές επιθυμίες, εκτός από την γκαρνταρόμπα μου. Θα κάνω μεγάλη ζημιά με τα χρήματα αυτά».
Δημοσιογράφοι επισημαίνουν συχνά ότι ο Μουρ κατοικεί σε σπίτι αξίας 1,2 εκατομμυρίων δολλαρίων στο πανάκριβο Ανω Δυτικό Μανχάταν και ότι η κόρη του πηγαίνει σε ιδιωτικό κολλέγιο. Ο ίδιος απαντά ότι όταν κάποιος από την εργατική τάξη πετυχαίνει στη ζωή, δεν είναι κακό να φροντίζει για την οικογένειά του, αρκεί να μην κλείνει την πόρτα σε άλλους.
Το ένα τρίτο των εσόδων του (υπολογίζεται ότι φτάνουν τα 100 εκατομμύρια δολλάρια) λέει ότι τα δίνει σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και για την ενίσχυση της προεκλογικής εκστρατείας των Δημοκρατικών, ώστε να εξασφαλίσει την ήττα του Μπους. Τα υπόλοιπα, θα τα επενδύσει στις ταινίες του.
«Κανείς δεν μπορεί πια να έχει ένα τσεκούρι πάνω από το κεφάλι μου, να μου πει ότι δεν θα διανείμει ταινία ή βιβλίο μου», συνέχισε την απάντησή του στη Βοστόνη, «κι αυτό εξαιτίας των 4 εκατομμυρίων ανθρώπων που αγόρασαν τους Ηλίθιους Λευκούς Άνδρες. Τους είμαι υποχρεωμένος και νιώθω την ευθύνη να πάω ακόμα παραπέρα και να κάνω περισσότερα και να δημιουργήσω κοινωνική αλλαγή σ’αυτή τη χώρα. Όταν η Ντίσνεϊ αρνηθεί να διανείμει το Φαρενάιτ 9/11, θα μπορώ να το διανείμω μόνος μου».
(Μισό χρόνο μετά, όταν έγινε γνωστό ότι η Ντίσνει πράγματι αρνήθηκε να διανείμει την ταινία, η εκπρόσωπος της εταιρείας Ζένια Μάτσα έκανε εις μάτην την ίδια πρόταση: «Ο κ. Μουρ είχε και εξακολουθεί να έχει κάθε ευκαιρία είτε να βρει άλλο διανομέα ή να διανείμει την ταινία μόνος του»).
Ένας φοιτητής ρώτησε το Μουρ αν θεωρεί αντιφατικό το γεγονός ότι ανάμεσα στους μεγαλοεπενδυτές της Ντίσνεϊ και της Μίραμαξ, που έκανε την παραγωγή της ταινίας, βρίσκεται ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας, τη στιγμή που στο Φαρενάιτ ο Μουρ κατακρίνει τον πρόεδρο Μπους για τις σχέσεις του με το καθεστώς της χώρας.
«Η ομορφιά αυτού που έχω το προνόμιο να μπορώ να κάνω», απάντησε ο Μουρ, «είναι ότι μπορώ να κάνω μια ταινία όπως το Φαρενάιτ 9/11, να κάνω κριτική στη Ντίσνεϊ μέσα στην ταινία, και μετά να δω αν θα τη διανείμουν. Πιστεύω στην ειρωνεία. Υπάρχει ένα μεγάλο λάθος στον καπιταλισμό: ο καπιταλιστής θα σου πουλήσει το σκοινί για να τον κρεμάσεις, αν θα βγάλει κέρδος από αυτό. Οι εταιρείες διανέμουν το έργο μου γιατί βγάζουν κέρδος από μένα –η απληστία τους είναι μεγαλύτερη από τα πιστεύω τους».
Αραιά χειροκροτήματα ακούστηκαν στο πλήθος. «Με ενοχλεί πολύ», συνέχισε ο Μουρ, «αλλά πιστεύω ότι το έργο μου θα κάνει τον Αμερικανικό λαό να ξεσηκωθεί, ώστε να μην έχουμε ένα οικονομικό σύστημα από το οποίο επωφελείται μόνο το 10 τοις εκατό. Και κάνουν ένα τεράστιο λάθος να διανέμουν το έργο μου, διότι είμαι εδώ για να τερματίσω το σύστημα από το οποίο επωφελούνται».
Τα χειροκροτήματα ακούστηκαν δυνατότερα. Αν το κοινό ήταν αντιπροσωπευτικό του εκλογικού σώματος, ο Μουρ θα ήταν σήμερα πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είναι φυσικό οι Ρεπουμπλικάνοι σε κάθε ευκαιρία να στολίζουν το Μουρ με διάφορα επίθετα, με συχνότερα το «προδότης» και «ψεύτης», αλλά ο Μουρ συναντά αντιδράσεις και στο χώρο της Αριστεράς. «Είναι πράγματι λυπηρό ότι ο Μουρ εξαρτάται από την εικόνα του ως ο ‘Τζο-με-το-καπέλο-του-μπέιζμπολ’ σε μεγάλο βαθμό διότι δεν έχει καμιά άλλη ιδέα πέρα από αυτό», γράφει ήδη από το 1997 ο δημοσιογράφος Ντάνιελ Ράντος στο αριστερών τάσεων ηλεκτρονικό περιοδικό Salon.com. Κατηγορεί το Μουρ για αυτοπροβολή, υποκρισία, έλλειψη χιούμορ, συκοφαντία, δημαγωγία και πατρονάρισμα–τα θανάσιμα αμαρτήματα στο χώρο της αριστεράς των διανοουμένων.
Με τη σειρά του, ο Μουρ κατηγορεί αυτή την αριστερά ότι έχει κλειστεί στο καβούκι της και έχει χάσει την επαφή με τον κόσμο. «Ποιο είναι το πρόβλημά τους;», είπε στη συνέντευξη τύπου για την προώθηση του Φαρενάιτ 9/11 στις Κάννες. «Γιατί θέλουν να είναι πάντα χαμένοι; Προσπαθώ να φέρω μαζί μου την τεράστια πλειοψηφία των Αμερικανών».
«Οι φιλελεύθεροι ηγέτες έχουν μετατραπεί σε οξύμωρο», λέει στην εκδήλωση στη Βοστόνη. «Δεν ηγούνται, ακολουθούν. Πρέπει να θαυμάζει κανείς στους συντηρητικούς ότι έχουν το θάρρος των πεποιθήσεών τους. Ξυπνάνε με το χάραμα προσπαθώντας να αποφασίσουν ποια μειονότητα θα πηδήξουν εκείνη τη μέρα. Η δική μας πλευρά δεν βλέπει το χάραμα, εκτός αν έχουμε ξενυχτήσει. Έχουν ήδη περάσει 10 νομοσχέδια στο Κογκρέσο όσο ψάχνουμε για ένα καπουτσίνο να ξυπνήσουμε ή τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ξέρετε κανένα ρεπουμπλικάνο να χάνει τα κλειδιά του; Είναι όλα εκεί στο γάτζο δίπλα στην πόρτα, το κλειδί της BMW, του SUV, του Hummer».
Ο κόσμος γελά. Ο Μουρ αλλάζει το κλίμα ακόμη μια φορά, καθώς ετοιμάζεται να κλείσει την ομιλία. «Ας φτιάξουμε ένα στρατό από μας, σ’όλη τη χώρα», λέει, «να βγάλουμε τον κόσμο να πάει να ψηφίσει. Οι περισσότεροι από τον κόσμο μας είναι φτωχοί και έχουν δικαιολογημένα απογοητευτεί, είναι το μεγαλύτερο κόμμα της Αμερικής, οι μη-ψηφοφόροι. Κάποιοι από μας πρέπει να βάλουν υποψηφιότητα, να συμμετάσχουν στις εκλογές. Μην το αφήνετε σε κάποιον άλλο. Πρέπει να διαλέξουμε το σωστό υποψήφιο ανάμεσα στους άχρηστους Δημοκρατικούς, να πάρουμε το Δημοκρατικό κόμμα στον έλεγχό μας και να νικήσουμε τον Μπους».
Πριν το Φαρενάιτ 9/11, ο Μουρ προσπάθησε να νικήσει το Μπους με την έμμεση ανάμειξή του στην προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών. Τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά.
Ο Μουρ υποστήριξε για το χρίσμα του Δημοκρατικού υποψηφίου το στρατηγό Ουέσλι Κλαρκ, μια περίεργη επιλογή δεδομένου ότι ο Κλαρκ προερχόταν από τους Ρεπουμπλικάνους και επίσης είχε την ευθύνη της αμερικανικής επέμβασης στο Κόσοβο. «Και τι έγινε που ψήφισε Ρέιγκαν;» λέει σε μια συνέντευξη ο Μουρ. «Το ίδιο έκαναν οι περισσότεροι Αμερικανοί. Δεν τους θέλουμε μαζί μας;»
Αλλά ο Μουρ εξέθεσε ανεπανόρθωτα τον Κλαρκ, σε σημείο που πολλοί να λένε ότι του στοίχισε την υποψηφιότητα, όταν σε μια προεκλογική εκδήλωση του στρατηγού χαρακτήρισε τον πρόεδρο Μπους «λιποτάκτη». Η σχέση του Μπους με το στρατό κατά το Βιετνάμ ήταν όντως αμφιλεγόμενη, αλλά ο χαρακτηρισμός «λιποτάκτης» ήταν ανακριβής και ο Κλαρκ βρέθηκε στη θέση να προσπαθεί να συμμαζέψει τη γκάφα του υποστηρικτή του.
Με το Φαρενάιτ 9/11, όπου ο Μουρ τα βάζει με τα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης του Μπους, ο στόχος «κάτω ο Μπους» ίσως έχει καλύτερη τύχη. Πολλοί προβλέπουν ότι ενδέχεται να είναι η μοναδική ταινία στην ιστορία που θα κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η μάχη κριθεί στο νήμα. Χάρη στο Χρυσό Φοίνικα που απέσπασε στις Κάννες και το θόρυβο που δημιουργήθηκε, με την ανταλλαγή κατηγοριών ανάμεσα στη Ντίσνεϊ, τη Μίραμαξ και το Μουρ για τη διανομή, το ενδιαφέρον έχει κορυφωθεί.
Οι συντηρητικοί ήδη λαμβάνουν τα μέτρα τους. Μια οργάνωση ρεπουμπλικάνων, η Citizens United, ετοιμάζει τηλεοπτικό σποτ εναντίον του Μουρ. Ένα αντι-ντοκιμαντέρ με τίτλο Ο Μάικ Μουρ Μισεί την Αμερική βρίσκεται στα σκαριά. Τουλάχιστον τρεις ιστοσελίδες είναι ανεβασμένες στο διαδίκτυο με στόχο να αποκαλύψουν το αληθινό πρόσωπο του Μουρ και τα ψεύτικα στοιχεία που ισχυρίζονται ότι υπάρχουν στις ταινίες του.
Στη δική του ιστοσελίδα, ο Μουρ υπερασπίζεται την ακρίβεια των στοιχείων του σημείο προς σημείο και καταγγέλλει τους αντιπάλους του ως φανατικούς ακροδεξιούς που εφευρίσκουν ψέμματα για να μη συζητήσουν επί της ουσίας.
Σοβαρότερη είναι η κριτική που του καταλογίζει λογικά σφάλματα και υπερβολές. «Είναι απρόσεκτος με τα στοιχεία, υστερικός στη συζήτηση, και το κυριότερο, προσπαθεί να κάνει τον εαυτό του σταρ», λέει ο Ρίτσαρντ Σίκελ, κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό Time και θεωρούμενη αυθεντία στα κινηματογραφικά πράγματα της Αμερικής. «Αυτοπροβάλλεται και είναι ο ορισμός του λογοτεχνικού όρου ‘αναξιόπιστος αφηγητής’. Δεν μπορεί να επικεντρωθεί, να κατασκευάσει μια λογική πρόταση με τα επιχειρήματά του. Είναι όλα υστερία –αλλά, νομίζω, υπολογισμένη υστερία».
Για τον Μουρ, οι αντιδράσεις έχουν ένα στόχο: να πλήξουν τον ίδιο, και μέσω αυτού την εργατική τάξη. Είναι ίσως ακόμα μια ειρωνεία του καπιταλισμού. Στις ταινίες, τα βιβλία, τις εκπομπές και τις εμφανίσεις του, ο Μουρ επαναλαμβάνει ότι είναι γέννημα θρέμα της εργατικής τάξης, και στηρίζει τον ισχυρισμό με το παρουσιαστικό του: προχειροντυμένος, ατημέλητος, με καπέλο μπέιζμπολ, παχύς, είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας σε μια λαϊκή συνοικία της Αμερικής.
Η επιτυχία μετά την ταινία Ακήρυχτος Πόλεμος και το βιβλίο Λευκοί Ηλίθιοι Άντρες δεν άλλαξε την εμφάνισή του, ούτε τον ίδιο. Του επέτρεψε όμως, με τα χρήματα που απέφερε, να εκμεταλλευτεί τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, όπως λέει, και να βάλει μπροστά αυτό για το οποίο ήρθε στον κόσμο: τη σωτηρία των καταπιεσμένων όλου του κόσμου. Από τον εαυτό τους. Την άγνοιά τους. Τους δημοσιογράφους. Τα αφεντικά. Τις πολυεθνικές. Και τον πρόεδρο Μπους.
Όμως μαζί με την επιτυχία ήρθε και η αμφισβήτηση. Δημοσιεύματα για τη ζωή και το έργο του αφήνουν να φανεί μια άλλη εικόνα του πίσω από τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές κάμερες. Σε αυτά τα δημοσιεύματα, δεξιοί, αριστεροί, πρώην φίλοι και πρώην συνεργάτες συναντιούνται σε ένα σημείο: την αντιπάθειά τους για το Μάικ Μουρ.
«Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω απολύσει», λέει ο πρώην μάνατζερ του Μουρ, Ντάγκλας Ουρμπάνσκι, στους Τάιμς του Λονδίνου. «Δεν θα μπορούσε ποτέ να αντέξει στην εξέταση στην οποία ο ίδιος υποβάλλει άλλους. Θα νόμιζες ότι είναι ο πιο συνηθισμένος άνθρωπος. Αλλά έχει πάθος με τα χρήματα».
«Δεν μπορώ να τον δεχτώ ως πολιτικό άνθρωπο», λέει στο Νιου Γιόρκερ μια πρώην εργαζόμενη στην εκπομπή του Μουρ, TV Nation. «Αν τον δεις σαν διασκεδαστή, τότε η συμπεριφορά του ως ένα εγωιστικό παιδάκι, απορροφημένο από τον εαυτό του, πικρόχολο, βαθιά διχασμένο, υπερευαίσθητο, είναι συνηθισμένη συμπεριφορά. Αλλά αν τον δεις σαν πολιτική δύναμη, τότε είναι καραγκιόζης και υποκριτής, δεν μας φέρθηκε σωστά, και ήταν λάθος σε όλες τις επαφές του».
Όσοι ξεκινούσαν να δουλέψουν με το Μουρ είχαν την εντύπωση ότι θα συμμετείχαν όχι απλά σε μια ακόμα δουλειά στα μίντια, αλλά σε έναν ιερό σκοπό: τη σωτηρία της εργατικής τάξης. Ο ενθουσιασμός τους μετατράπηκε σε απογοήτευση, όταν κατάλαβαν ότι η σωτηρία μπορεί να ερχόταν για εργαζομένους άλλων επιχειρήσεων, αλλά όχι για τους ίδιους.
Σε μια περίπτωση, καταγγέλλουν πρώην εργαζόμενοι στο ΤV Nation, ο Μουρ υπαινίχθηκε ότι θα αναγκαζόταν να προχωρήσει σε απολύσεις, αν δύο νέοι συνεργάτες επέμεναν να συνδικαλιστούν. Ο ίδιος λέει ότι δεν θυμάται το περιστατικό και ότι είχε επιμείνει να ενταχθεί η εκπομπή στο σωματείο.
Άλλοι μεταφέρουν ένα βαρύ κλίμα, όπου ο Μουρ αποξένωνε όσους είχαν διαφορετική γνώμη, αρνούταν να μοιραστεί την επιτυχία, και γενικά είχε αντιεπαγγελματική συμπεριφορά.
«Δεν μπορώ να πάω στις ταινίες του και δεν μπορώ να κρατάω στα χέρια μου τα βιβλία του για πολύ», λέει στο Νιου Γιόρκερ η Κρις Κέλι, που δούλεψε με τον Μουρ στο TV Nation και στην ταινία Canadian Bacon. «Όταν άρχισε να γράφει τη στήλη του στο Nation (μια αριστερή εβδομαδιαία εφημερίδα γνώμης), ακύρωσα τη συνδρομή μου. Μου ράγισε την καρδιά. Αυτό κάνει στους ανθρώπους».
Για ορισμένους αυτά τα παράπονα οφείλονται σε υπερευαισθησία. «Όταν έχεις να κάνεις μια εβδομαδιαία εκπομπή, βρίσκεσαι σε μεγάλη πίεση,», λέει στο Νιου Γιόρκερ η Κάρεν Ντάφι, ανταποκρίτρια για το TV Nation και το Awful Truth, την άλλη εκπομπή του Μουρ. «Αλλά δούλεψα μαζί του πέντε χρόνια και δεν τον είδα ποτέ να εκραγεί. Δεν είμαι για τίποτα πιο υπερήφανη σ’όσα έχω κάνει από το ότι εργάστηκα για το Μάικ Μουρ. Μισώ τον τρόπο που η αριστερά τρώει τις σάρκες της».
Η γυναίκα του Μουρ, η Κάθλιν Γκλιν, συμφωνεί: «Στην πορεία, στην άκρη του δρόμου είχε μαζευτεί πολύ κακή κωμωδία, χαμένος χρόνος, και πικρίες. Η γκρίνια των πρώην εργαζομένων είναι κάπως άστοχη. Ζουν σε ένα γκέτο κωμωδίας, το οποίο έχουμε ξεπεράσει».
Πριν από μερικά χρόνια, ο Μουρ απολογήθηκε σε κάποιους από τους πρώην συνεργάτες του. Όπως λέει στον Ομπσέρβερ, από το 1994 οι σχέσεις του με τους εργαζόμενους είναι καλές. «Νομίζω ότι είμαι καλύτερος άνθρωπος, διότι πάντα αγωνίζομαι να γίνω καλύτερος. Όπως όλοι, έχω πολλά ελατώματα, και επειδή έχω μεγαλώσει με Ισουήτες, αναρωτιέμαι συνέχεια: ‘τι τρέχει με μένα και τι μπορώ να κάνω για να γίνω καλύτερος»;
Γεννήθηκε το 1954 στο Φλιντ του Μίσιγκαν. Οι παππούδες του από την πλευρά του πατέρα του και ο ίδιος ο πατέρας του, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, εργάζονταν στην παρακείμενη αυτοκινητοβιομηχανία της General Motors. Για τα δεδομένα της πόλης, η οικογένειά του δεν ήταν και τόσο άσχημα: έμενε σε ιδιόκτητο σπίτι σε ένα μεσοαστικό προάστιο του Φλιντ, είχε δύο αυτοκίνητα, και κατάφερε να στείλει και τα τρία παιδιά της στο Κολλέγιο. (Η μία από τις δύο μικρότερες αδερφές του Μουρ είναι δικηγόρος, η άλλη νηπιαγωγός).
Ο Μουρ πήγε σε Καθολικό σχολείο και για ένα διάστημα είχε αποφασίσει να γίνει παπάς. Στο Λύκειο ξεχώρισε για τις μαχητικές εργασίες του που ασκούσαν κριτική σε τοπικούς παράγοντες.
Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, αλλά το εγκατέλειψε στο πρώτο έτος και αναζήτησε δουλειά στη General Motors. Την πρώτη μέρα δήλωσε άρρωστος, και δεν ξαναπάτησε. Για ένα διάστημα, δούλεψε ως DJ, οργάνωσε κινηματογραφικές προβολές, και συμμετείχε ενεργά σε διαδηλώσεις.
Στη συνέχεια ίδρυσε μια εφημερίδα, τη Φωνή του Φλιντ, που απέκτησε φήμη εκτός της πόλης για τις αποκαλύψεις της σε τοπικά σκάνδαλα. Το 1986 το Mother Jones, ένα αριστερό περιοδικό κύρους με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, τον κάλεσε να αναλάβει τη διεύθυνση.
Ο Μουρ μετακόμισε στην Καλιφόρνια με την Κάθλιν Γκλιν, την οποία είχε παντρευτεί πριν από μερικά χρόνια, το παιδί της από τον πρώτο της γάμο, και ένα συνεργάτη του από τη Φωνή του Φλιντ, τον Μπεν Χάμπερ.
Σε λιγότερο από μισό χρόνο το περιοδικό του ανακοίνωσε την απόλυσή του. Ο λόγος ήταν «επαγγελματική ανεπάρκεια» (οι εργαζόμενοι έλεγαν ότι ήταν αδύνατο να δουλέψουν με το Μουρ), αλλά ο ίδιος ο Μουρ είπε ότι απολύθηκε διότι διαφώνησε με τη δημοσίευση ενός άρθρου που ήταν επικριτικό για τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα – ταμπού για την Αριστερά της εποχής, και κάθε εποχής.
«Δεν φέρθηκε καλά στους ανθρώπους», λέει ο Χάμπερ στο Νιου Γιόρκερ, σχόλιο που του στοίχισε τη δημόσια διαπόμπευσή του από τον Μουρ, ο οποίος το απέδωσε στον αλκοολισμό του πρώην συνεργάτη του.
Χωρίς δουλειά, ο Μουρ έκανε αγωγή αποζημίωσης στο Mother Jones για 2 εκατομμύρια δολλάρια (κέρδισε τελικά 58 χιλιάδες δολλάρια) και δούλεψε για λίγο για τον Ραλφ Νέιντερ, τον υποψήφιο των Πράσινων και ίνδαλμα της Αριστεράς στην Αμερική.
Παράλληλα, ένας εκδοτικός οίκος του έδωσε προκαταβολή 50 χιλιάδων δολλαρίων για να γράψει βιβλίο για το Φλιντ και τη General Motors, και ο Νέιντερ τερμάτισε τη συνεργασία τους, λόγω συχνής απουσίας του Μουρ από το γραφείο. (Ο Μουρ λέει ότι ο Νέιντερ ζήλεψε για το ύψος της προκαταβολής. Φέτος, όταν ο Νέιντερ ανακοίνωσε ότι θα κατέβει στις εκλογές ως τρίτος υποψήφιος, ζήτησε την υποστήριξη του Μουρ, ο οποίος τον είχε υποστηρίξει στις εκλογές του 2000. Αυτή τη φορά αρνήθηκε, λέγοντας στον Ομπσέρβερ ότι ο Νέιντερ «τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κάπως πικρόχολος και εκδικητικός»).
Ο Μουρ δεν έγραψε το βιβλίο, αλλά έμαθε ότι η General Motors ετοίμαζε μαζικές απολύσεις, και αποφάσισε να γυρίσει ταινία. Πούλησε το σπίτι του, βρήκε μερικά ακόμη λεφτά, και ολοκλήρωσε το Ρότζερ και Εγώ, στο οποίο καταγράφει την οικονομική καταστροφή του Φλιντ και την μάταιη προσπάθειά του να συναντήσει το Γενικό Διευθυντή της General Motors, Ρότζερ Σμιθ.
Η ταινία κόστισε περίπου μισό εκατομμύριο δολλάρια και πουλήθηκε στην Warner Bros. για 3 εκατομμύρια δολλάρια –ρεκόρ αγοράς ντοκιμαντέρ. Η καριέρα του Μάικ Μουρ είχε αρχίσει.
Μετά το Ρότζερ και Εγώ, έκανε τρεις ταινίες (Pets or Meat, Canadian Bacon, The Big One), δύο τηλεοπτικές εκπομπές (ΤV Nation και Awful Truth), και ένα βιβλίο (Downsize me), όλα γύρω από το θέμα των επιχειρηματικών σκανδάλων στην καπιταλιστική Αμερική. Αλλά η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 2002 με το βιβλίο Ηλίθιοι Λευκοί Άνδρες, που έμεινε για 58 εβδομάδες στην λίστα μπεστ σέλερς των Νιου Γιορκ Τάιμς, και την ταινία Ακήρυχτος Πόλεμος, που ξεπέρασε τρεις φορές το ρεκόρ εισιτηρίων για ντοκιμαντέρ και χάρισε στο Μουρ το Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ και την ευκαιρία να εξαπολύσει ένα κατηγορώ εναντίον του προέδρου Μπους κατά την παραλαβή.
«Πολλά δεν μου αρέσουν στον εαυτό μου», είπε στη Βοστόνη απαντώντας σε ερώτηση για το πού βρίσκει την ενέργεια για όλες του τις δραστηριότητες. «Αλλά αν πέφτουν στην αγκαλιά σου τόσα λεφτά, τι κάνεις; Θα φτιάξεις τη συλλογή των CD σου, θα πάρεις ένα αξιοπρεπές σπίτι, θα εξασφαλίσεις τα παιδιά σου, και μετά θα κάνεις ό,τι μπορείς για να βοηθήσεις τον κόσμο. Δεν θα κάνατε ό,τι μπορείτε για να βοηθήσετε»;